Γλυκερία: «Οι Έλληνες της Αυστραλίας με αγκάλιασαν σαν δικό τους άνθρωπο»

Λίγο πριν ανέβει στην σκηνή του Lonsdale Street Festival, η σπουδαία τραγουδίστρια ανατρέχει στην ιστορία της και περιγράφει πώς ο Έλληνας σήμερα έχει πάρει «την κάτω βόλτα»

Υπάρχει μία εικόνα που είναι οικεία σε όλους τους Έλληνες που θυμούνται την δεκαετία του ’80. Είναι η εικόνα μίας όμορφης γυναίκας, με γλυκιά έκφραση και ατίθασα σγουρά μαλλιά, με ένα ντέφι. Μια εικόνα-σύνοψη της αισιοδοξίας της εποχής, της διάθεσης για γλέντι, αλλά και μιας πηγαίας, ανεπιτήδευτης λαϊκότητας. Εμφανίζεται στο εξώφυλλο του δίσκου «Με την Γλυκερία στην Όμορφη Νύχτα» του 1983, αλλά και στον αμέσως επόμενο δίσκο της τραγουδίστριας το “Νύχτες Μαγικές στον Λυκαβηττό”, το 1985. Εκείνη την χρονιά, η Γλυκερία, που βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της, βρέθηκε για πρώτη φορά στην Αυστραλία, χαρίζοντας στον απόδημο ελληνισμό τη δυνατότητα να δει από κοντά αυτήν την μικρόσωμη τραγουδίστρια με την μεγάλη φωνή και την αφοπλιστική αμεσότητα. Για την ίδια, αυτή η εμπειρία έχει μείνει αξέχαστη: “Είχα έρθει με τον Νίκο Παπάζογλου και τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη, με μια μεγάηλ ορχήστρα, με τον Γιάννη Βασιλόπουλο στο κλαρίνο”, θυμάται. “Η συγκυρία ήταν ότι είχα κάνει μια ζωντανή ηχογράφηση που ήταν μεγάλη επιτυχία. Κυκλοφορούσαν εδώ οι δίσκοι και οι κασέτες, κυκλοφορούσαν και κάτι πειρατικές κόπιες, made in Malaysia, αλλά δεν πειράζει” γελάει. “Υπήρχε μεγάλη προσμονή και μεγάλη λαχτάρα για οτιδήποτε ελληνικό. Ήρθαν στις συναυλίες με ελληνικές σημαίες, σήκωναν πανό και έκλαιγαν. Ο κόσμος με αγκάλιασε και με αντιμετώπισε σαν δικό τους άνθρωπο. Από τότε, όσες φορές έχω έρθει, με τιμούν πάντα με την παρουσία τους, ανταποκρίνεται πολύ ο κόσμος, περνάμε πολύ ωραία και αυτό νομίζω ότι οφείλεται σ’ αυτήν την πρώτη επαφή που μας έδεσε. Για μένα είναι μια σχέση που βγαίνει κατευθείαν από την καρδιά. Λίγο-πολύ, όλες οι οικογένειες στην Ελλάδα έχουν κάποιον συγγενή ξενιτεμένο, έστω μακρινό που έχει φύγει κι έχουν να τον δουν πολλά χρόνια. Κι εγώ έχω μια ξαδέλφη που παντρεύτηκε και ήρθε πριν από χρόνια στην Αυστραλία. Την είδα την τελευταία φορά που ξαναήρθα στους ‘Αντίποδες’, ήταν πια μεγάλη με εγγόνια”.

Η ίδια φροντίζει να διατηρεί ζωντανή αυτήν τη σχέση, επιλέγοντας πολύ προσεκτικά τα τραγούδια του εκάστοτε προγράμματός της στις εμφανίσεις της στην Αυστραλία. “Έρχομαι με έναν σπουδαίο λαϊκό τραγουδιστή, τον Γεράσιμο Ανδρεάτο, οπότε θα πούμε πολλά λαϊκά τραγούδια που αγαπώ πολύ, θα θυμηθούμε την ‘Όμορφη Νύχτα’ και τα ‘Σμυρνέικα’ και προσπαθώ πάντα να εντάσσω και τραγούδια άλλων καλλιτεχνών που αγαπώ και που σημαίνουν κάτι για μένα, όπως ‘Τα σμυρνέικα τραγούδια’ του Παντελή Θαλασσινού. Ίσως πω κι ένα από τα καινούρια μου τραγούδια, την ‘Πατρίδα’, γιατί οι στίχοι πιστεύω ότι αγγίζουν τους Έλληνες” λέει. Το συγκεκριμένο τραγούδι, από το άλμπουμ ‘Ακολούθησα ένα αστέρι’, λέει στο ρεφρέν: “Κι όσοι θαρρούν πως σε πονούν, πατρίδα αγαπημένη/ το βράχο όσο κι αν χτυπούν, για πάντα βράχος μένει/ κι αν το αμπέλι μαραθεί κι αν η ελιά λυγίσει/ μόνη θα ξαναγεννηθεί στον κόσμο να ανθίσει”.

Μοιάζει σαν σχόλιο για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια της κρίσης, αλλά η αλήθεια είναι ότι πολλά από τα τραγούδια της Γλυκερίας μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοια σχόλια, εσκεμμένα και μη. Σε μια περίοδο που η συζήτηση περί του νομίσματος της Ελλάδας αναζωπυρώνεται, ένα τραγούδι όπως τα ΄Πεντοχίλιαρα’, την μεγάλη της επιτυχία του 1985, ακούγεται κάπως ειρωνικό. “Και να φανταστεί κανείς ότι, όταν γράφτηκε, δεν είχε καν κυκλοφορήσει το πεντοχίλιαρο, ως νόμισμα”, γελάει, για να συμπληρώσει πικρά. “Είδατε πώς τα φέρνει ο χρόνος;”

Η ίδια μετρά πλέον τέσσερις δεκαετίες στο τραγούδι, γεγονός που της έχει επιτρέψει να παρατηρήσει τον μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας από ‘προνομιακή’ θέση. “Το τραγούδι που είναι λαϊκή τέχνη, αντανακλά αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία μας”, λέει. “Η ανέχεια, η μιζέρια, η δυστυχία, η ανημπόρια είναι μία πραγματικότητα. Υπάρχουν Έλληνες που δεν έχουν να φάνε, ψάχνουν στα σκουπίδια. Δεν είναι λόγια του αέρα αυτά, το γνωρίζουν όλοι και δεν φαίνεται ότι μπορεί να αλλάξει, δεν υπάρχει φως στον ορίζοντα, ότι κάτι μπορεί να αλλάξει, μάς έχουν στριμώξει από παντού. Ο Έλληνας δεν είναι πια χαρούμενος, έχει πάρει την κάτω βόλτα”. Αυτή ίσως είναι η πιο δραματική αλλαγή που έχει συντελεστεί στον ψυχισμό ενός έθνους που έχει γνωρίσει μεγάλη ανέχεια και στερήσεις, αλλά πάντοτε κατάφερνε να διατηρεί το ηθικό του ακμαίο και να βρίσκει τρόπο να διασκεδάζει. Μέσα σε μία τέτοια κρίση, ο ρόλος του τραγουδιού αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. “Παλιά οι καλλιτέχνες δουλεύανε επτά μέρες την εβδομάδα. Μετά αυτές σιγά σιγά έγιναν πέντε, τρεις και τώρα μία το πολύ. Όταν βλέπεις τον άλλο, από το υστέρημά του να έρχεται μία φορά στις τόσες πια να δει έναν τραγουδιστή που αγαπά, είναι καταλυτικός ο ρόλος του τραγουδιού. Δεν είναι μικρό πράγμα να μπορείς να μπεις στην ψυχή του άλλου και να τον παρηγορήσεις, έστω για πέντε λεπτά. Αυτή η χαρά που θα εισπράξει μπορεί να είναι το σκαλοπάτι που θα τον βοηθήσει να προχωρήσει. Αλλά χρειάζεται ειλικρινής επικοινωνία και πραγματική αγάπη. Πρέπει να αγαπάς τον συνάνθρωπό σου για να μπορέσεις να του μεταδώσεις κάτι και καταλαβαίνεις τότε ότι το χειροκρότημα, στο τέλος, δεν είναι για τον καλλιτέχνη, είναι ένα ξέσπασμα για τον αυτό του, μια προσωπική ανάταση”. Εκεί βρίσκεται και η ουσία της τέχνης της Γλυκερίας, το ότι κατάφερνε πάντα να δημιουργεί συνθήκες γλεντιού, χωρίς ποτέ να αμφισβητείται η ποιότητα και η αισθητική αξία των τραγουδιών που επιλέγει να πει. “Δεν το έκανα επίτηδες”, λέει και προς στιγμήν είναι σαν να καλείται να απολογηθεί. “Έγινε επειδή είμαι αυτή που είμαι και επειδή τραγουδάω αυτά που τραγοδυδάω και φέρομαι στον κόσμο όπως αισθάνομαι”.