«Οι Έλληνες ξέρουν πώς να διασκεδάζουν με την ψυχή τους» μας λέει η Crystal Clyne Mastrosavas σχετικά με την παρουσία της την περασμένη εβδομάδα στο φεστιβάλ της Lonsdale Street.

Τραγουδώντας για πρώτη φορά σε εκδήλωση της παροικίας, η καλλιτέχνης δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της.

«Ήταν απίστευτη εμπειρία και αισθάνομαι εξαιρετική τιμή που με προσκάλεσαν.

«Σαν να βρισκόμουν εκεί ακριβώς όπου έπρεπε να είμαι, όλη η ατμόσφαιρα που επικρατούσε ήταν ιδανική» είπε, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στις γυναίκες της μπροστινής σειράς για το κέφι και την θετική ενέργεια που εξέπεμπαν με τις επευφημίες τους.

Για όσους είχαν την τύχη να ακούσουν τη μαγευτική φωνή της Crystal στη συναυλία, είναι φανερό ότι μεγάλωσε στην Αυστραλία. Όμως η καταγωγή της κρύβει μία ασυνήθιστη ιστορία.

Η μητέρα της ανήκει στη φυλή Kokatha, των παραδοσιακών ιδιοκτητών της γης που καλύπτει μεγάλη έκταση της σημερινής Νότιας Αυστραλίας. Από την πλευρά του πατέρα της απαντώνται ρίζες τόσο αυτόχθονων Αυστραλών όσο και ελληνικές. Συγκεκριμένα, ο πατέρας της υπήρξε ο καρπός του έρωτα του Γιώργου Μαστροσάβα και της γυναίκας του που προερχόταν από κοινότητα Αβοριγίνων.

Ο παππούς της Crystal, Γιώργος Μαστροσάβας, γεννήθηκε στην παραλιακή πόλη Ceduna Νότιας Αυστραλίας, όπου μεγάλωσε και η ίδια. Οι γονείς του κατέφθασαν εκεί ως μετανάστες από τα χωριά Σιάνα και Κρητηνία Ρόδου. Ο παππούς της και ο πατέρας της ήταν ψαράδες, με τον παππού μάλιστα να εξειδικεύεται στο κυνήγι καρχαριών.

Το επάγγελμά τους ήταν αφορμή για την Crystal να αποκτήσει από μικρή έναν στενό δεσμό με το υγρό στοιχείο και τη φύση γενικότερα.

Τα παιδικά της χρόνια είναι γεμάτα από χαρούμενες αναμνήσεις πλάι στον ωκεανό, όπου πήγαινε συχνά για ψάρεμα ή για κολύμπι με τα πέντε αδέλφια της.

Θυμάται χαρακτηριστικές στιγμές που αποτυπώνουν το συναπάντημα των δύο πολιτισμών στο οικογενειακό της περιβάλλον, όπως για παράδειγμα το παραδοσιακό έθιμο των κόκκινων αυγών το Πάσχα και την ίδια στιγμή περιπάτους στο δάσος με συγγενείς για να συμμετάσχουν σε τελετουργικά που εξυμνούσαν τη φύση και την επαφή με τα αστέρια και την γη.

Παράλληλα, εκτίθετο και στον αγγλοσαξονικό τρόπο ζωής της Αυστραλίας κυρίως μέσα από το σχολείο αλλά και την ευρύτερη κοινωνία, μια κοινωνία που αντιλαμβανόταν ως ανεκτική και αποδεχόταν τους ανθρώπους για αυτό που είναι.

«Δεν βίωσα ρατσισμό μεγαλώνοντας, ίσως στην εφηβική ηλικία άρχισα να συνειδητοποιώ πως υπάρχουν περιστατικά διακριτικής μεταχείρισης αλλά δεν τα άφηνα να με επηρεάσουν.

«Αν και υπήρχαν στοιχεία και από τις δύο κουλτούρες καθώς μεγάλωνα, έμαθα να είμαι ανοιχτή σε κάθε κουλτούρα. Πλέον βλέπω τον εαυτό μου να επιστρέφει και να ανακαλύπτει σιγά σιγά αυτά τα στοιχεία», λέει η Crystal.

Ενδεικτικά αναφέρει ότι το αγαπημένο της ελληνικό τραγούδι είναι το γνωστό λαϊκό «Δεν θέλω τέτοιους φίλους» και πως το άκουσε πρώτη φορά ως ενήλικη.

Σε μία οικογενειακή συνάντηση στην πόλη Ceduna, ο θείος της είχε βάλει ελληνική μουσική να παίζει στο ράδιο. Με το που άκουσε το τραγούδι, για έναν ανεξήγητο λόγο το ένιωσε σαν κάτι οικείο και έκτοτε η μουσική έμεινε χαραγμένη στη μνήμη της.

«Ήταν σαν κάτι μέσα μου να με καλούσε να «ακούσω» την ελληνική πολιτισμική κληρονομιά μου. Πάντοτε ήξερα πως πρόκειται για μία όμορφη κουλτούρα, όμως είναι διαφορετικό να το συνειδητοποιείς από μόνος σου και να το αναγνωρίζεις.»

Μάλιστα βρίσκει πως θα μπορούσε κανείς να διακρίνει και κάποια συνδετικά στοιχεία μεταξύ του αρχέγονου πολιτισμού των Αβοριγίνων και του αρχαιοελληνικού, όπως για παράδειγμα την ομοιότητα της κοσμοθεωρίας των ιθαγενών Αυστραλών για την «εποχή των ονείρων» (dream time) με στοιχεία της ελληνικής μυθολογίας.

Η ίδια δεν έχει επισκεφθεί ακόμη τη γενέτειρα των προγόνων της, όμως ακούγοντας από την αδελφή της, που έχει πάει, το χαρακτηριστικό σχόλιο «Είναι σαν να βρίσκεσαι στο σπίτι», η Crystal μας λέει ότι το ταξίδι της στη Ρόδο είναι στα άμεσα σχέδιά της.

Η μύησή της στον κόσμο της μουσικής ξεκίνησε απροσδόκητα και εξελίχθηκε ως κάτι οργανικό, πάντοτε σε επαφή με τον περιβάλλοντα χώρο της και τα στοιχεία της φύσης.

Σε νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει ποιήματα βρίσκοντας σε αυτά μία διέξοδο συναισθηματικής έκφρασης, ένα εργαλείο που της επέτρεπε να εξερευνήσει τα διαφορετικά κομμάτια που συγκροτούσαν την ταυτότητά της.

Όταν για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι είχε κλίση στο τραγούδι βρισκόταν στη βάρκα του πατέρα της, ενώ έκτοτε άρχισε να δοκιμάζει τις φωνητικές της ικανότητες απέναντι σε κάθε είδος «ακροατηρίου», τραγουδώντας στο κατώφλι του σπιτιού της, απευθυνόμενη σε περαστικούς οδηγούς, ή ακόμη και σε δέντρα.

Όταν ήμουν μικρή το μόνο που ήθελα ήταν να γίνω τραγουδίστρια, έτσι έβλεπα την ταυτότητά μου: ως τραγουδίστρια.

«Η μουσική είναι πιστεύω στο DNA μου […] όταν τραγουδούσα ένιωθα σαν να έδινα παράσταση, προσπαθώντας να ψυχαγωγήσω να διασκεδάσω όποιον βρισκόταν απέναντί μου», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Διαπιστώνοντας πως μπορεί να συνδυάσει την ποίηση με το τραγούδι μέσω της μουσικής χιπ χοπ, άρχισε να γράφει ρίμες και να τις μετατρέπει σε τραγούδια. Παράλληλα, δεχόταν διάφορες επιρροές κυρίως ακούσματα της τζαζ, αλλά ακόμη σόουλ και ντίσκο που εκείνη την εποχή ήταν της μόδας.

Η Crystal συνέχισε να καλλιεργεί τις φωνητικές και τις στιχουργικές της ικανότητες και αργότερα μετακόμισε στη Μελβούρνη προκειμένου να ακολουθήσει το όνειρό της για μια καριέρα στη μουσική.

Από το 2005 ξεκίνησε να ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι και το 2009 έκανε ένα δυναμικό ξεκίνημα στη χιπ χοπ σκηνή της πόλης.

Έκτοτε έχει εμφανιστεί σε πλήθος συναυλιών και φεστιβάλ, στην Όπερα του Σίδνεϊ ως μέλος του πρώτου έργου όπερας Αβοριγίνων ‘Pecan Summer’, έχει συνεργαστεί με καταξιωμένους καλλιτέχνες του χώρου και το 2013 κέρδισε το βραβείο VIPA (Victorian Indigenous Performer Awards) στην κατηγορία Most Promising Act.

Έχει ήδη τρία άλμπουμ στο ενεργητικό της και το τέταρτο με τίτλο ‘Therapy Tapes’ αναμένεται να κυκλοφορήσει εντός του 2017.

Πολλοί θα υποθέσουν ότι η εξαιρετική χροιά της φωνής της Crystal που της επιτρέπει να ελίσσεται από το ένα μουσικό είδος στο άλλο, ερμηνεύοντας από ραπ μέχρι και όπερα, είναι εξ ολοκλήρου συνδυασμός ταλέντου και σκληρής δουλειάς.

Όμως, σύμφωνα με την ίδια, η μουσική που γράφει και ερμηνεύει είναι πάνω από όλα κατάθεση ψυχής και επιθυμεί το συναίσθημα που διοχετεύει στα τραγούδια της να μεταφέρεται αυτούσιο και να αγγίζει το κοινό.

«Αυτό που προσπαθώ να μεταδώσω με τη μουσική μου είναι η ενέργεια που μας παρακινεί να προχωράμε στη ζωή, να βρίσκουμε τους στόχους μας, να είμαστε θετικοί και να αγαπάμε τους εαυτούς μας.

«Η μουσική για μένα συνοδεύει κάθε στιγμή της ζωής μας και καταθέτω στα τραγούδια μου καθετί που βιώνω σαν ένα προσωπικό ημερολόγιο. Ελπίζω να έχει την ίδια θεραπευτική ιδιότητα και για τον κόσμο που τα ακούει.»