Έκθεση του οργανισμού Climate Change Αustralia δείχνει ότι οι θερμοκρασίες του καλοκαιριού εκτοξεύθηκαν σε πρωτοφανή ύψη, με πόλεις όπως το Σίδνεϊ να βιώνουν το πιο θερμό καλοκαίρι που έχει καταγραφεί.

Οι υψηλότερες θερμοκρασίες σημειώθηκαν ιδιαίτερα στα ανατολικά της χώρας. Το καλοκαίρι χαρακτηρίστηκε από έντονους καύσωνες και πυρκαγιές στην κεντρική και ανατολική Αυστραλία, ενώ έντονες βροχοπτώσεις και πλημμύρες έπληξαν το δυτικό τμήμα της χώρας.

Αξίζει να σημειωθεί πως μέσα σε μόλις 90 ημέρες, καταγράφηκαν περισσότερα από 205 ρεκόρ θερμοκρασίας και άλλων καιρικών συνθηκών σε όλη την Αυστραλία.

Ρεκόρ θερινής θερμοκρασίας σημειώθηκαν σε ολόκληρη την πολιτεία της Νέας Νότιας Ουαλίας, καθώς και στις πόλεις Σίδνεϊ, Μπρίσμπεν και Καμπέρα, με την μέση θερμοκρασία να κυμαίνεται μεταξύ 1,7 έως 2,8 βαθμών Κελσίου πάνω από τον μέσο όρο.

Μάλιστα στην Καμπέρα καταγράφηκαν θερμοκρασίες τουλάχιστον 35 βαθμών Κελσίου για 18 ημέρες, πολύ περισσότερες από τις 12 ημέρες που προβλεπόταν για το 2030. Στην Αδελαΐδα καταγράφηκε η υψηλότερη θερμοκρασία ανήμερα των Χριστουγέννων εδώ και 70 χρόνια, με 41,3 βαθμούς Κελσίου και το Μόρι της Νέας Νότιας Ουαλίας για 54 συνεχόμενες ημέρες είχε θερμοκρασία τουλάχιστον 35 βαθμών Κελσίου.

Αντίθετα, στο Περθ, σημειώθηκε ρεκόρ υψηλότερης συνολικής θερινής βροχόπτωσης, με 192,8 χιλιοστά.

Η έκθεση επισημαίνει πως η ακραία ζέστη του καλοκαιριού στη Νέα Νότια Ουαλία ήταν τουλάχιστον 50 φορές πιο πιθανό να συμβεί λόγω της κλιματικής αλλαγής. Η προστασία από τις επιπτώσεις της υπερβολικής ζέστης απαιτεί την προώθηση φθηνών, καθαρών και αποδοτικών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων.

Το ενεργειακό σύστημα της Αυστραλίας έχει αποδειχθεί γερασμένο, αναποτελεσματικό και ρυπογόνο, και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ήταν ανίκανο να αντιμετωπίσει κλιμακούμενα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως τους καύσωνες, καταλήγει η σχετική έκθεση.

Οι επιπτώσεις του επίσης ιδιαίτερα θερμού καλοκαιριού του 2013-2014 κόστισαν στην οικονομία της χώρας μας περίπου $11,5 δις λόγω της μείωσης της παραγωγικότητας και άλλων παραγόντων, και ο αριθμός αυτός αναμένεται να είναι πολύ υψηλότερος για την φετινή χρονιά.