Σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης της Ελλάδας, οι διαπραγματεύσεις την περασμένη εβδομάδα με τους θεσμούς Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, καθώς και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δεν κατέληξαν σε συμφωνία για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος. 

Οι συγκλίσεις μεταξύ των θεσμών και της Ελληνικής Κυβέρνησης σε κάποια θέματα, καθώς και οι αμοιβαίες υποχωρήσεις σε άλλα, δεν έφεραν την ποθητή συνολική συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο, η οποία είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος.

Δεδομένου ότι στις 20 Μαρτίου θα γίνει η συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, όπου θα ληφθούν τελικές αποφάσεις για τα επιπρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που θα λάβει η Ελληνική Κυβέρνηση μέχρι το τέλος του υφιστάμενου προγράμματος, αποφασίσθηκε οι συζητήσεις να συνεχιστούν κατά τη διάρκεια της τρέχουσας εβδομάδας.

Τα τρία κύρια θέματα που παραμένουν ανοικτά είναι τα ακόλουθα:

*Το μέγεθος του πακέτου από το 2019.

*Κάποιες διαφορές στην ισορροπία των αντίμετρων που προτίθεται να λάβει η Ελληνική Κυβέρνηση.

*Τα εργασιακά.

Σύμφωνα με τους θεσμούς, τα επιπρόσθετα μέτρα είναι απαραίτητα για μετάβαση από την κατάσταση λιτότητας, που είχε επιβληθεί στην ελληνική οικονομία διά μέσου των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, στην ανάπτυξη.

Στο τέλος της πρώτης φάσης των διαπραγματεύσεων την περασμένη Πέμπτη, 9 Μαρτίου, οι θεσμοί έδωσαν στη δημοσιότητα το ακόλουθο ανακοινωθέν, στόχος του οποίου ήταν η δημιουργία θετικών εντυπώσεων για τη διαπραγμάτευση:

«Τα κλιμάκια από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας διεξήγαν πολιτικές συζητήσεις με τις ελληνικές αρχές στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έλαβε μέρος στις συζητήσεις στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για το δικό του πρόγραμμα. Σημαντική πρόοδος έχει σημειωθεί για μια ισορροπημένη δέσμη δημοσιονομικών μέτρων για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος και μια σειρά από βασικές μεταρρυθμίσεις, κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι επόμενες συνεδριάσεις έχουν προγραμματιστεί για την επόμενη εβδομάδα ενόψει του Eurogroup στις 20 Μαρτίου. Στόχος είναι να ολοκληρωθεί γρήγορα μια συμφωνία σε επίπεδο προσωπικού».

ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΟΥ ΟΡΙΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Σύμφωνα με τις υπάρχουσες διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος, για μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες χωρίς παιδιά, εισόδημα κάτω από 8.636 ευρώ είναι αφορολόγητο.

Τώρα, κατά απαίτηση του ΔΝΤ, η Ελληνική Κυβέρνηση αναγκάσθηκε να συμφωνήσει το αφορολόγητο ετήσιο εισόδημα να μειωθεί στα 5.900 ευρώ, μέτρο που θα πλήξει τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα της Ελλάδας.

Το δημοσιονομικό όφελος στον ετήσιο προϋπολογισμό από το νέο αυτό μέτρο υπολογίζεται γύρω στο 1% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ή σε 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ, με βάση τον πιο πρόσφατο προϋπολογισμό. 

Σαν να μην έφτανε το αντικοινωνικό αυτό μέτρο, το ΔΝΤ υποστήριξε την ευρύτερη αναδιάρθρωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος εργαζομένων, με κατώτερο το 15% και ανώτερο το 20%, όπως ισχύουν στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, σε σύγκριση με τους συντελεστές που ισχύουν στην Ελλάδα, οι οποίοι κυμαίνονται μεταξύ 22% και 45%. Είναι προφανές ότι μια τέτοια αλλαγή στην Ελλάδα θα ευνοούσε τους εργαζόμενους με υψηλά εισοδήματα, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενοι με πενιχρά εισοδήματα που μέχρι τώρα ήταν αφορολόγητα, θα κληθούν για πρώτη φορά να πληρώσουν φόρο. Προς τιμή της, η Ελληνική Κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση αυτή.

Το παράδοξο αναφορικά με το θέμα αυτό δεν βρίσκεται τόσο στις προτάσεις του ΔΝΤ, οι θέσεις του οποίου σε παρεμφερή θέματα είναι γνωστές, όσο στη στάση των ευρωπαϊκών θεσμών, οι οποίοι αντί να τις απορρίψουν ως κοινωνικά απαράδεκτες, επέλεξαν τη στάση της σιωπής.

Εικάζω πως ο λόγος για τη σιωπή των ευρωπαϊκών θεσμών στο θέμα αυτό ήταν να μην δώσουν στο ΔΝΤ τη δικαιολογία να αποσυρθεί από τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα οικονομικής στήριξης της Ελλάδας. Γιατί αν μόνο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί επωμίζονταν το οικονομικό βάρος για τη χρηματοδότηση των μνημονίων, θα αντιμετώπιζαν την αντίδραση των πολιτών τους σε μια προεκλογική περίοδο που κάποιες από αυτές θα βρίσκονται κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών.

Όλως παραδόξως, αναφορικά με το ελληνικό χρέος, το ΔΝΤ κράτησε μια πιο ρεαλιστική θέση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, καθότι η άποψή του είναι πως θα πρέπει να καταστεί βιώσιμο με μείωση των επιτοκίων που ισχύουν, και επέκταση της περιόδου για την αποπληρωμή του, χωρίς όμως ένα νέο «κούρεμα». 

ΔΥΟ ΝΕΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Λες και δεν έφταναν τα προβλήματα που η Ελληνική Κυβέρνηση αντιμετωπίζει με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και με το ΔΝΤ, στην επιφάνεια ήρθαν και δύο επιπρόσθετα, και μεγάλα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.

Ενώ την Τετάρτη, 8 Μαρτίου, ο Πρωθυπουργός ανέφερε στο Υπουργικό Συμβούλιο πως η οικονομία της χώρας κατά τη διάρκεια του 2016 έχει δώσει σημεία ανάκαμψης, τα μέσα ενημέρωσης σχολίαζαν έκθεση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής , σύμφωνα με την οποία το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν παρέμεινε στάσιμο στα 184,5 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή όσο ήταν και το 2015.

Η απορία είναι πώς ο Πρωθυπουργός δεν ήταν ενημερωμένος, ή δεν είχε φροντίσει να ενημερωθεί από την Στατιστική Υπηρεσία για την κατάσταση της οικονομίας το 2016, πριν από την αναφορά του στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Το δεύτερο πρόβλημα για τον Πρωθυπουργό αναφορικά με την οικονομία της Ελλάδας συνδέεται με την Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, η οποία δημοσιοποιήθηκε στις 10 Μαρτίου.

Σύμφωνα με την εν λόγω Έκθεση η οικονομία δεν θα ανακάμψει αυτόματα, αν προηγουμένως δεν εξαλειφθεί η αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της πολιτικής κατάστασης στο μέλλον, καθώς και αν δεν γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.

Παράλληλα, στην Έκθεση σημειώνεται ότι «Το 2016 δεν ήταν εύκολο έτος για την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική. Ούτε θα είναι εύκολο το 2017, καθώς μάλιστα άρχισε με νέες καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής (τρίτου Μνημονίου) και στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης».

Μεταξύ άλλων, στην Έκθεση εκφράζονται απόψεις για κρίσιμα θέματα της οικονομίας, όπως οι μεταρρυθμίσεις, τα φορολογικά, και το ασφαλιστικό, καθώς και η αναγκαιότητα να επιταχυνθεί η κίνηση κεφαλαίων, να περιορισθεί η μεταφορά ελληνικών επιχειρήσεων σε γειτονικές χώρες, και να σταματήσει η έξοδος εκπαιδευμένων νέων για αναζήτηση εργασίας σε άλλες χώρες.

Παράλληλα, η Έκθεση τονίζει ότι η οικονομία δεν θα ανακάμψει αυτόματα, μετά από κάθε αξιολόγηση, αν δεν εξαλειφθεί η αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της πολιτικής στο μέλλον και, ειδικότερα, αν δεν αλλάξουν οι κανόνες διακυβέρνησης της χώρας και δεν γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.

Για τα φορολογικά η Έκθεση τονίζει τα ακόλουθα: «Οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα από την πλευρά της προσφοράς και επομένως θολώνουν τις προοπτικές ανάκαμψης».

Για τις μεταρρυθμίσεις η Έκθεση εκφράζει την άποψη ότι δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να αποτραπεί η παγίωση μίας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από αυξανόμενες επιβαρύνσεις του ιδιωτικού τομέα, μείωση των εισοδημάτων στον δημόσιο τομέα, και περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων για επενδύσεις.

Αναφορικά με τις επενδύσεις, στην Έκθεση τονίζεται ότι η ανάπτυξη προϋποθέτει επενδύσεις, οι οποίες θα προέλθουν από τον ιδιωτικό τομέα, δεδομένου ότι ο δημόσιος τομέας δεν έχει αυτές τις δυνατότητες.

Ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας, παρέδωσε την Έκθεση στον κ. Νίκο Βούτση, Υπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Παραλαμβάνοντας την Έκθεση ο κ. Βούτσης, μεταξύ άλλων είπε και τα ακόλουθα:

«Είμαστε σε μία φάση με θετικό πρόσημο ως προς τη διαδικασία αυτής της μακρόσυρτης δεύτερης αξιολόγησης και ελπίζουμε τις προσεχείς ημέρες, τις προσεχείς λίγες εβδομάδες, να έχουν επιλυθεί όλα τα επιπλέον ζητήματα τα οποία θα προσδώσουν σε μία λύση συμφωνημένη με μακρόπνοη στόχευση, θα δώσουν όλα αυτά τα στοιχεία που θα εμπεδώσουν ένα κλίμα πολύ διαφορετικό για την ελληνική οικονομία και μέσα στο 2017, αλλά και στην προοπτική του 2018 και μετά τη λήξη του προγράμματος». 

Ας ελπίσουμε πως, για το καλό της ταλαίπωρης Ελλάδας, οι προβλέψεις του κ. Βούτση θα επαληθευθούν. Ο δρόμος όμως για την ανάκαμψη της οικονομίας είναι μακρύς, με πολλά εμπόδια που πρέπει να υπερπηδηθούν ή να παρακαμφθούν…