Στις 26-27 Μαΐου στην Ταορμίνα της Σικελίας έλαβε χώρα η Σύνοδος Κορυφής της Ομάδας G7, η οποία απαρτίζεται από τις ακόλουθες 7 χώρες: ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία, Ιαπωνία και Καναδά.

Ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στη Σύνοδο εκείνη ήταν και η κλιματική αλλαγή, η οποία προκαλείται από την αυξανόμενη εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου από τη χρήση ορυκτών για την παραγωγή ενέργειας.

Στο πλαίσιο της συζήτησης εκείνης ο Ντόναλντ Τραμπ, Πρόεδρος των ΗΠΑ, δήλωσε ότι προτίθεται να αποσύρει τη χώρα του από τη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, προξενώντας ίλιγγο σε παγκόσμια κλίμακα.

Τον Δεκέμβριο του 2015 στο Παρίσι είχε λάβει χώρα η Διεθνής Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, στην οποία είχαν πάρει μέρος 195 κράτη, τα οποία συμφώνησαν για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων για τον περιορισμό στην άνοδο της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας από το διοξείδιο του άνθρακα. 

Η συμφωνία εκείνη είχε καθορίσει ένα παγκόσμιο σχέδιο δράσης της διεθνούς κοινότητας για να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας του Πλανήτη μας σε επίπεδα χαμηλότερα από τους 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα, ούτως ώστε να αποφευχθούν οι επικίνδυνες κλιματικές αλλαγές που προκαλούνται από ανθρώπινες δραστηριότητες, και ιδίως από την αυξανόμενη χρήση ορυκτών όπως ο λιγνίτης, για την παραγωγή ενέργειας. Τις ΗΠΑ στην εν λόγω διάσκεψη είχε εκπροσωπήσει ο τότε Πρόεδρός τους Μπαράκ Ομπάμα. Οι ΗΠΑ είχαν δεσμευτεί για τη μείωση των εκπομπών βλαβερών αερίων κατά 28% μέχρι το 2025 από τα επίπεδα του 2005.

Οι χώρες που υπέγραψαν τη Συμφωνία είχαν δεσμευθεί να παρουσιάσουν αναλυτικά σχέδια για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης. Μέχρι τώρα, από τις 195 χώρες 147 έχουν ήδη λάβει κοινοβουλευτικές αποφάσεις να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σύμφωνα με την ανειλημμένη δέσμευσή τους από τη Συμφωνία του Παρισίου.

ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΤΡΑΜΠ

Το αιτιολογικό που χρησιμοποίησε ο Ντόναλντ Τραμπ για να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού είναι ότι υπονομεύει την αμερικανική οικονομία, και θα κοστίσει θέσεις εργασίας, ενώ θα ευνοήσει την Κίνα, τη μεγάλη οικονομική αντίπαλο των ΗΠΑ, οι εξαγωγές προϊόντων της οποίας στις ΗΠΑ αυξάνονται ετησίως λόγω των χαμηλών τιμών τους.

Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το γεγονός ότι με τις απόψεις αυτές του κ. Τραμπ διαφωνούν επιφανείς προσωπικότητες των ΗΠΑ, κάποιες Πολιτείες, εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις. Ενδεικτικά παραθέτω τα ακόλουθα αρνητικά σχόλια για την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ.

Σύμφωνα με δημοσίευμα στην αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή με τίτλο «Ομπάμα εναντίον Τραμπ για το κλίμα» (2/6/17), ο κ. Ομπάμα εξέφρασε την ακόλουθη άποψη: «Ακόμη και με την απουσία της αμερικανικής ηγεσίας, ακόμη και όταν αυτή η κυβέρνηση εντάσσει τη χώρα σε μια μικρή χούφτα κρατών που απορρίπτουν το μέλλον, είμαι βέβαιος οι αμερικανικές πολιτείες, οι πόλεις και οι επιχειρήσεις μας θα εντείνουν τις προσπάθειές τους και θα κάνουν περισσότερα για να ηγηθούν της πορείας και να βοηθήσουν στην προστασία του Πλανήτη μας για τις μελλοντικές γενεές… Οι ΗΠΑ θα έπρεπε να ηγούνται της προσπάθειας για το κλίμα».

Το Massachusetts Institute of Technology (ΜΙΤ) είχε δημοσιεύσει τον Απρίλιο του 2016 έρευνα με τον τίτλο «Πόση διαφορά θα κάνει η Συμφωνία του Παρισιού;», η οποία δείχνει ότι εάν οι χώρες τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, η άνοδος της θερμοκρασίας παγκοσμίως θα περιοριστεί κατά 0,6 έως 1,1 βαθμό Κελσίου μέχρι το 2100. Αναφορικά με την πρόσφατη απόφαση του Τραμπ το ΜΙΤ έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Ασφαλώς και δεν υποστηρίζουμε την αποχώρηση των ΗΠΑ από την Συμφωνία του Παρισιού. Αν δεν κάνουμε τίποτε, η παγκόσμια θερμοκρασία μπορεί να αυξηθεί κατά 5 βαθμούς ή και παραπάνω, και αυτό θα ήταν καταστροφικό» και διευκρίνισε ότι οι επιστήμονες του ΜΙΤ δεν είχαν καμία επαφή με τον Λευκό Οίκο, ούτε τους δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσουν την έρευνά τους.

Το Ερευνητικό Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής «Γκράνταμ» εξέφρασε την ακόλουθη άποψη: «Ο Πρόεδρος Τραμπ επικαλέστηκε μια σειρά πλαστών πηγών, συμπεριλαμβανομένης μιας μελέτης με θεμελιώδη λάθη που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2017 από την NERA Economic Consulting».

Οι εκτελεστικοί διευθυντές των εταιριών ExxonMobil Corp, Apple Inc, Dow Chemical Co, Unilever NV και Tesla Inc είναι μεταξύ των ηγετικών στελεχών αμερικανικών επιχειρήσεων που υποστηρίζουν την παραμονή των ΗΠΑ στην Συμφωνία του Παρισιού. 

Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τις απόψεις ειδημόνων, οι νομικοί περιορισμοί σημαίνουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να ολοκληρώσουν την αποχώρηση από τη Συμφωνία του Παρισιού πριν από τις 5 Νοεμβρίου 2020, ημερομηνία που σημαίνει πως θα ισχύσει μετά από τις επόμενες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, θα εξαρτηθεί από τον επόμενο Πρόεδρο αν οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν ή θα παραμείνουν στη Συμφωνία του Παρισιού.

ΕΠΙΚΡΙΣΕΙΣ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΗΓΕΤΩΝ

Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την τελική του απόφαση να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού την περασμένη Πέμπτη, 1 Ιουνίου, λίγες ημέρες πριν από την 5η Ιουνίου, η οποία το 1972 είχε ανακηρυχθεί από τον ΟΗΕ Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια, έδειξε την πλήρη αδιαφορία του για διεθνείς συμβάσεις μέγιστης σημασίας για την ανθρωπότητα.

Πολλές, και σφοδρές, ήταν οι επικρίσεις από τον ΟΗΕ και από Ευρωπαίους ηγέτες κρατών και πολιτικούς για την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού. Ακολουθούν κάποιες από αυτές.

Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες εξέφρασε την άποψη πως η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να αποσυρθούν από τη Συμφωνία του Παρισιού αποτελεί μεγάλη απογοήτευση στις παγκόσμιες προσπάθειες να μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να προωθηθεί η παγκόσμια ασφάλεια, και δήλωσε πως παραμένει βέβαιος ότι οι πόλεις, οι Πολιτείες, και οι επιχειρήσεις εντός των Ηνωμένων Πολιτειών – μαζί με άλλες χώρες – θα συνεχίσουν να επιδεικνύουν ενόραση και ηγεσία στο σημαντικό αυτό θέμα.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ δήλωσε ότι 

«Δεν υπάρχει οπισθοδρόμηση σε ό,τι αφορά την ενεργειακή μετάβαση. Δεν υπάρχει οπισθοδρόμηση σε ό,τι αφορά τη συμφωνία του Παρισιού».

Η Πρωθυπουργός της Βρετανίας, κ Τερέζα Μέι, σε τηλεφωνική επικοινωνία της με τον Ν. Τραμπ εξέφρασε την απογοήτευσή της για την απόφασή του να αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, και δήλωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει δεσμευμένο στη Συμφωνία του Παρισιού, όπως εξάλλου εξήγησε πρόσφατα στη συνάντηση της Ομάδας των Επτά (G7).

Η Καγκελάριος της Γερμανίας, κ. Άγγελα Μέρκελ, εξέφρασε τη λύπη της για την απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη του Παρισιού, και δήλωσε ότι οι ΗΠΑ «πληγώνουν» τον Πλανήτη με την απόφασή τους.

Ο Πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν απέκλεισε κατηγορηματικά οποιαδήποτε επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας του Παρισιού, και δήλωσε ότι η απόφαση του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ να αποσυρθεί από τη συμφωνία θα αποβεί ζημιογόνος για τα αμερικανικά συμφέροντα και τους Αμερικανούς.

Η Κάθριν κ. Μακ Κένα, Υπουργός Περιβάλλοντος του Καναδά, δήλωσε πως o Καναδάς είναι «βαθιά απογοητευμένος» από την απόφαση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συνθήκη του Παρισιού για το κλίμα, και πως η χώρα της θα συνεχίσει να επιδιώκει την υιοθέτηση μέτρων καταπολέμησης της υπερθέρμανσης του Πλανήτη.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, σε μήνυμά του τη Δευτέρα, 5 Ιουνίου, για την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος, έκανε, μεταξύ άλλων, και τις ακόλουθες παρατηρήσεις: «Η κλιματική αλλαγή είναι ένα κρίσιμο παγκόσμιο ζήτημα που επηρεάζει τους πάντες. Δεν είναι θεωρία συνωμοσίας και δεν σχετίζεται μόνο με τον οικονομικό ανταγωνισμό… Γι’ αυτό και η συμφωνία των Παρισίων ήταν μια τόσο μεγάλη επιτυχία. Η απόφαση των ΗΠΑ να αποχωρήσουν από τη συμφωνία είναι μια εξαιρετικά δυσάρεστη εξέλιξη. Ελπίζω στο προσεχές μέλλον να υπάρχουν ακόμα περιθώρια οι ΗΠΑ να αναθεωρήσουν την απόφασή τους».

Σε γενικές γραμμές, οι επιστήμονες αποφαίνονται ότι Γη αναμένεται να βρεθεί αντιμέτωπη με πολύ πιο επικίνδυνα επίπεδα θερμοκρασίας με την απόσυρση των ΗΠΑ από τη Σύμβαση του Παρισιού, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ είναι η δεύτερη κατά σειρά χώρα παγκοσμίως στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μετά από την Κίνα, η οποία επανέλαβε τη δέσμευσή της στην εκπλήρωση των στόχων που έθεσε για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.