Η δημόσια διαθήκη που συντάσσεται σε συμβολαιογράφο στην Ελλάδα ή ενώπιον Προξένου σε κάποιο Προξενείο της Ελλάδος στο εξωτερικό, έχει τα βασικά στοιχεία που προβλέπει ο νόμος, διότι συντάσσεται από συμβολαιογράφο ή Πρόξενο, που γνωρίζουν τι πρέπει να γράφει το κείμενο, από πλευράς τυπικών στοιχείων. Όταν όμως κάποιος συντάσσει μόνος του ιδιόγραφη διαθήκη και γράφει το κείμενο με το χέρι του από την αρχή μέχρι το τέλος, εάν ο ίδιος δεν είναι δικηγόρος ή γενικώς νομικός, μπορεί εκ λάθους να παραλείψει να γράψει τα ελάχιστα εκείνα στοιχεία που είναι αναγκαία για την ισχύ της ιδιογράφου διαθήκης. 

Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται κατά τρόπο που να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος και υπογράφεται από αυτόν. Η χρονολογία, από την οποία προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος, απαιτείται, για να υπάρχει δυνατότητα ελέγχου της δικαιοπρακτικής ικανότητας του διαθέτη, της αληθινής βούλησής του και των τυχόν ελαττωμάτων της. Δηλαδή είναι αναγκαία η αναγραφή της ημερομηνίας, για να γνωρίζουμε εάν τότε ο διαθέτης είχε ακόμα την χρήση της λογικής και ήταν σε θέση να γράψει, ή εάν ήταν σε χρονική στιγμή όπου ήταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο ασθενείας που του στερούσε την διανοητική επάρκεια. 

Η ημερομηνία στο χειρόγραφο κείμενο της ιδιογράφου διαθήκης είναι πολύ σημαντική επίσης για να μπορεί να καθορισθεί η ισχύς της διαθήκης, όταν υπάρχουν και άλλες διαθήκες, ανάλογα με τη χρονολογική τους σειρά. Εάν υπάρχουν περισσότερες διαθήκες, ισχύουν βεβαίως όλες. Αν όμως υπάρχει αντίφαση ή σύγκρουση των διατάξεων της μίας με την άλλη, υπερισχύει η χρονικώς πιο πρόσφατη, δηλ. η μεταγενέστερη. Εάν δεν υπάρχει ημερομηνία στο κείμενο της ιδιογράφου, πώς είναι δυνατόν να τοποθετηθεί χρονικώς εν σχέσει με τυχόν άλλη διαθήκη, για να δούμε ποιά είναι η τελευταία και άρα αυτή που θα ισχύσει; 

Η έλλειψη κάποιου από τα παραπάνω στοιχεία συνεπάγεται την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Αν επομένως η ιδιόγραφη διαθήκη δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, αλλά αυτός απλώς έχει βάλει την υπογραφή του στο τέλος ενός εκτυπωμένου ή δακτυλογραφημένου κειμένου, η διαθήκη είναι άκυρη. Επίσης, εάν δεν έχει υπογραφή στο τέλος του κειμένου, εάν δεν έχει ημεροχρονολογία και εάν δεν γράφει το όνομά του, η διαθήκη είναι μη ισχυρή. 

Πρέπει να σημειωθεί ότι όταν ελέγχεται η γνησιότητα της γραφής μίας διαθήκης, εξετάζεται όχι μόνο η υπογραφή στο τέλος του κειμένου, αλλά και η γραφή του ιδίου του κειμένου και πρέπει αμφότερα τα στοιχεία να συνηγορούν στην γνησιότητα αυτής. Εάν η υπογραφή και το κείμενο είναι γνήσια, η ημεροχρονολογία όμως είναι πλαστογραφημένη, τότε η διαθήκη είναι άκυρη. Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν μία ιδιόγραφη διαθήκη είναι επί παραδείγματι γραμμένη και υπογεγραμμένη από τον διαθέτη, είναι δηλαδή γνήσια, λείπει όμως η ημεροχρονολογία επειδή ο διαθέτης ξέχασε να την γράψει και κάποιος άλλος προσέθεσε μετά με το δικό του χέρι την ελλείπουσα ημεροχρονολογία. Στην περίπτωση αυτή η διαθήκη θα θεωρηθεί ότι δεν έχει ημερομηνία, διότι η τεθείσα ημερομηνία είναι πλαστογραφημένη. 

Τα ανωτέρω έκρινε ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθ. 726/2016 (Γ’ Τμήμα) απόφασή του, ακολουθώντας την βασική νομολογία εδώ και πολλά χρόνια. 

Εναλλακτικό σενάριο γνησιότητος διαθήκης, που δεν γράφει ρητώς την ημερομηνία σύνταξής της, είναι η περίπτωση όπου από το κείμενο της διαθήκης μπορεί να συναχθεί εμμέσως πλην σαφώς πότε εγράφη. Εάν δηλαδή η διαθήκη δεν έχει ημερομηνία, όμως ο διαθέτης γράφει φράσεις όπως «σήμερα είναι Χριστούγεννα και χαιρόμαστε που γεννήθηκε το πρώτο εγγόνι μου», ή «γράφω αυτή την διαθήκη με ικανοποίηση που η κόρη μου μπήκε πριν από ένα μήνα στο πανεπιστήμιο», μπορεί ίσως να διασωθεί η γνησιότητα της διαθήκης με έμμεσο προσδιορισμό της ημεροχρονολογίας σύνταξής της. 

*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr