Από την Αμβέρσα ώς το Σίδνεϊ

Ο Κώστας είναι στο Άμστερνταμ, ο Χρήστος στο Εδιμβούργο, η Σοφία στη Μελβούρνη, ο Γιάννης στο Μόναχο, η Χριστίνα στην Αμβέρσα, η Μαρία στο Σίδνεϊ

Ο Κώστας είναι στο Άμστερνταμ, ο Χρήστος στο Εδιμβούργο, η Σοφία στη Μελβούρνη, ο Γιάννης στο Μόναχο, η Χριστίνα στην Αμβέρσα, η Μαρία στο Σίδνεϊ. Όχι, δεν ήταν από πολιτική ορθότητα η γενικευμένη αντίδραση στην περιβόητη δήλωση του κατά τ’ άλλα άξιου ηθοποιού Κώστα Καζάκου που χαρακτήρισε «προδότες» τους Έλληνες που επιλέγουν να φύγουν στο εξωτερικό (σε δεύτερο χρόνο, διευκρίνισε ότι αναφερόταν σε όσους τους «έδιωξαν»). Ήταν επειδή η αδικία βρήκε το κέντρο της καρδιάς, τη θέση που έχουν οι φίλοι μας.

Με τους νέους μετανάστες να φτάνουν το μισό εκατομμύριο, δεν υπάρχει άνθρωπος σήμερα στην Ελλάδα χωρίς κάποιον «έξω». Όσοι έμειναν και όσοι έφυγαν ζήσαμε μαζί την αγωνία της απόφασης, την οργάνωση του ταξιδιού, το κλείσιμο των εκκρεμοτήτων και τον αποχαιρετισμό, που για άλλους θα ήταν για λίγο («θα ’ρθω βρε το καλοκαίρι») και για άλλους, με πιο μακρινούς προορισμούς, για περισσότερο («θα μου γράφεις, το υπόσχεσαι;»).

Ο Νικόλας Ξυνός ανήκει στους πρώτους. Μετά ένα χρόνο ζωής στη Μελβούρνη μαζί με τη γυναίκα του, απολαμβάνουν αυτές τις ημέρες ολιγοήμερη ανάπαυλα στη Σάμο. Η δήλωση Καζάκου δεν τον άγγιξε. «Πήγαμε στην Αυστραλία γιατί πιστεύαμε ότι θα έχουμε εκεί μια καλύτερη ζωή, είναι πολύ απλό. Με την ίδια λογική και οι παππούδες μας που έφευγαν παλιότερα σε Αυστραλίες και Αμερικές για ένα καλύτερο μέλλον ήταν κι εκείνοι προδότες;».

Η απόφαση ελήφθη για το ζευγάρι σχετικά εύκολα. Από το 2010 και μετά η δουλειά του Νικόλα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Η εταιρεία ηλεκτρονικών υπολογιστών, που στις αρχές του 2000 απασχολούσε οκτώ άτομα, πλέον φυτοζωούσε. Από το 2010 έως το 2016, οι δουλειές είχαν πέσει κατά 80%, στην εταιρεία είχαν μείνει ο Νικόλας με τον συνέταιρό του. Τότε, ήρθε μια πολύ καλή πρόταση στη γυναίκα του. Η πολυεθνική που δούλευε της πρότεινε μια καλή θέση στη Μελβούρνη, με πολλαπλάσιο μισθό. «Το είδαμε σαν ευκαιρία και το αποφασίσαμε» λέει ο ίδιος στην «Κ». «Γίναμε κι εμείς νέοι μετανάστες, αφήσαμε την πατρίδα μας λόγω κρίσης».

Η αρχή ήταν δύσκολη και οι δύο απανωτοί χειμώνες που χρειάστηκε να υπομείνουν, έναν εδώ, έναν εκεί, δεν βοήθησαν την κατάσταση. Όμως, σταδιακά βρέθηκε η άκρη. «Η νοσταλγία στην αρχή ήταν ισχυρή. Είχαμε τους δικούς μας ανθρώπους πίσω… Αλλά στις δύσκολες στιγμές, προσπαθούμε να σκεφτόμαστε τα θετικά και όσο γίνεται να κοινωνικοποιούμαστε, να κάνουμε νέες παρέες». Δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται φυσικά.

«Οι Αυστραλοί είναι ευγενέστατοι άνθρωποι, αλλά ρατσιστές ακόμα. Ναι μεν επικρατεί η πολιτική ορθότητα, δεν κακοκαρδίζουμε τους ξένους, αλλά δεν θα σε βάλουν και σπίτι τους». Οι παρέες λοιπόν περιορίζονται στους άλλους μετανάστες, Έλληνες και μη. Ο Νικόλας έχει πιάσει δουλειά σε ένα ξενοδοχείο. «Είμαι πολύ ευχαριστημένος, δεν κουράζομαι πολύ και ο μισθός είναι καλός. Εκεί κάνω παρέα με ανθρώπους από την Αιθιοπία, τη Σρι Λάνκα, την Αλβανία, την Ουγγαρία, το Σουδάν, το Εκουαδόρ, από κάθε γωνιά του κόσμου». Η Ελλάδα βέβαια παραμένει πάντα στον ορίζοντα…

Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 2012, η Ελλάδα έδιωχνε τον Γιάννη, τη γυναίκα του και τον γιο του και τους υποδεχόταν η Γερμανία. Ανήκαν στο πρώτο κύμα των μεταναστών της κρίσης, όμως δεν μπορούσαν να περιμένουν να πάνε ακόμα χειρότερα τα πράγματα για να πάρουν την απόφαση. Το κατάστημα με ρούχα που διατηρούσε ο Γιάννης στο Ελληνικό πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, ενώ η γυναίκα του είχε μείνει άνεργη. «Θέλαμε να φύγουμε πριν πνιγούμε στα χρέη». Το πρώτο διάστημα ήταν δύσκολα, αφού δεν μιλούσαν τη γλώσσα, ενώ φιλοξενούνταν σε σπίτι συγγενών (γι’ αυτό επέλεξαν τη Γερμανία). Όμως οι προοπτικές ήταν εμφανείς. «Το πρώτο θετικό σημάδι ήταν ο παιδικός σταθμός, που δέχθηκε τον μικρό αμέσως. Το μόνο που μας ζήτησαν ήταν εμείς να τους μάθουμε πέντε-δέκα βασικές ελληνικές λέξεις έτσι ώστε αν το παιδί ζητήσει κάτι να το καταλάβουν. Σε ένα μήνα βέβαια είχε μάθει μόνος του γερμανικά».

Χρειάστηκε ένας χρόνος, αλλά βρήκαν τα πατήματά τους, δικό τους σπίτι και δουλειά στον τομέα τους. «Ποτέ όμως δεν μας πέρασε από το μυαλό ότι θα ζήσουμε εδώ για πάντα. Δεν μπορούμε χωρίς τους φίλους μας. Εδώ είναι δύσκολο να κάνεις γνωριμίες. Οι Γερμανοί παρότι είναι ανεκτικοί ως κοινωνία, είναι κλειστοί σε ατομικό επίπεδο, κάπως τυπικοί. Φύγαμε γιατί είχαμε να σκεφτούμε την επιβίωσή μας και το παιδί μας. Αν αυτό μας κάνει προδότες, τι να πω»

*Πηγή: Καθημερινή