Πρώτη φορά το άκουσα στο τηλέφωνο από έναν πελάτη στην εταιρεία που εργαζόμουν – είχε μόλις γυρίσει από το καθιερωμένο ταξίδι του στην Ελλάδα τον Αύγουστο, όπου απόλαυσε καλή παρέα, όμορφες παραλίες και μεσογειακό κλίμα, όταν μου ανέφερε με ένα γλυκόπικρο ύφος: «Είναι άσχημο να έχεις δύο πατρίδες».
Όσοι έχουν μεταναστεύσει και εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή ή άλλη χώρα για αρκετό χρονικό διάστημα, μπορούν ίσως να καταλάβουν καλύτερα αυτή τη φράση. Τον πρώτο καιρό νιώθεις μακριά από το σπίτι σου, σαν ένα δέντρο που έχει ξεριζωθεί και φυτευτεί ξανά σε διαφορετικό χώμα. Κάθε μέρα που περνάει, όμως, προσαρμόζεσαι, αντιλαμβάνεσαι καλύτερα το περιβάλλον, γνωρίζεις τον τόπο και τους ανθρώπους του και παρασύρεσαι σε ένα νέο τρόπο ζωής. Με τον καιρό, παρ’ ότι συνεχίζεις να νοσταλγείς τους φίλους, την οικογένεια και τα μέρη που άφησες πίσω, γίνεται κάτι πολύ περίεργο – αρχίζεις να νιώθεις ότι βρίσκεσαι στο σπίτι σου. Και είναι αυτή η αίσθηση της οικειότητας και το «βόλεμα» σε μια νέα κατάσταση που μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα σε κάνει αναπόσπαστο και ενεργό μέλος της νέας κοινωνίας.
Έχοντας ζήσει σε επτά διαφορετικές πόλεις και σε δύο χώρες μέσα στα προηγούμενα 25 χρόνια, μπορώ να πω ότι αυτή η αίσθηση προκαλεί, ως επί το πλείστον, όμορφα συναισθήματα σε ένα νέο άνθρωπο, αφού τον βοηθά να γίνει πιο ανοιχτόμυαλος, να αυξήσει τις γνώσεις και την ποικιλία του, να αντιληφθεί και να σεβαστεί τη διαφορετικότητα ανάμεσα στους ανθρώπους και τις κουλτούρες τους.


Βέβαια, πρέπει να παραδεχθώ ότι είναι άλλο να είσαι εσωτερικός και άλλο εξωτερικός μετανάστης, αφού στην πρώτη περίπτωση, οι διαφορές όσον αφορά τον τρόπο ζωής, τα ήθη και τα έθιμα, είναι σχετικά περιορισμένες. Οι περισσότεροι άνθρωποι, εξάλλου, μετακομίζουν από το χωριό ή την πόλη στην οποία μεγάλωσαν σε μια άλλη περιοχή εντός της ίδιας χώρας, είτε για να εργαστούν είτε για οικογενειακούς λόγους, έχοντας την τύχη οι «δύο πατρίδες» τους να απέχουν μόλις λίγες ώρες με το αυτοκίνητο. Άλλοι, όμως, όπως οι Έλληνες της Αυστραλίας, βρίσκονται κυριολεκτικά στην άλλη άκρη του κόσμου, 15.000 χιλιόμετρα μακριά από το μέρος στο οποίο γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Επιπλέον, η διαφορά μεταξύ Αυστραλίας και Ελλάδας είναι τόσο μεγάλη που θα της ταίριαζε μόνο η περιγραφή «άλλος κόσμος». Έτσι, όσο και αν η φοβερή εξέλιξη της τεχνολογίας έχει πλέον εκμηδενίσει τις αποστάσεις στον ψηφιακό κόσμο, επιτρέποντάς μας να διατηρούμε συχνή επικοινωνία με τα δικά μας πρόσωπα, η φυσική πρόσβαση στην πατρίδα είναι πολύ πιο δύσκολη και το χάσμα που δημιουργείται μεγάλο.
Αρκετοί ομογενείς αψηφούν αυτή την απόσταση και επισκέπτονται την ιδιαίτερη πατρίδα τους αρκετά συχνά, έως και κάθε χρόνο. Η αντίθεση μεταξύ του αυστραλιανού χειμώνα και του ελληνικού καλοκαιριού είναι μεγάλη και σε συνδυασμό με την ανεμελιά των διακοπών και τη φορτισμένη συγκινησιακά συνάντηση με συγγενείς και φίλους, κάνει το ταξίδι μια ιδιαίτερα έντονη και αξέχαστη εμπειρία. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί ομογενείς αναφέρουν ότι μετά από ένα ή δύο μήνες στην Ελλάδα, νιώθουν ότι θέλουν να επιστρέψουν στην Αυστραλία.
Για να καταλάβουμε καλύτερα αυτό το αρχικά ανεξήγητο φαινόμενο, επιστρέφουμε στην έννοια της δεύτερης πατρίδας. Μετά από μερικά χρόνια, ο μετανάστης προσαρμόζεται τόσο πολύ στο νέο του ρόλο που γίνεται δύσκολο έως και ακατόρθωτο γι’ αυτόν να επιστρέψει στον παλιό του εαυτό. Ταυτόχρονα, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, η ζωή προχωρά με γρήγορους ρυθμούς, οι άνθρωποι αλλάζουν, όπως και οι συνθήκες, με αποτέλεσμα αν και είναι πάντα ευπρόσδεκτος όταν επιστρέφει, να νιώθει ότι η ζωή του πλέον δεν είναι εκεί. Έτσι, σταδιακά η Ελλάδα καθιερώνεται γι’ αυτόν ως ένα μέρος διακοπών, νοσταλγίας και ξεγνοιασιάς, που αποτελεί το ετήσιο ευχάριστο διάλειμμα από την καθημερινότητα της Αυστραλίας. Και πώς θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό όταν στην Αυστραλία έχει χτίσει τη ζωή του, έχει κάνει οικογένεια και έχει επενδύσει για το μέλλον των παιδιών και των εγγονιών του;
Σίγουρα, η εποχή, η ηλικία και οι συνθήκες παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στη συνολική εμπειρία της μετανάστευσης. Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά για έναν τριαντάχρονο Έλληνα, που έρχεται σήμερα στην Αυστραλία για να εργαστεί, σε σύγκριση με τον παππού του που μπορεί να είχε έρθει σε πολύ νεαρή ηλικία στη δεκαετία του ’50 ή του ’60. Και οι δύο, όμως, παρά τις διαφορές τους, είναι πολύ πιθανό να καταλήξουν να έχουν δύο πατρίδες.
Οι Έλληνες έχουν πάντα στην καρδιά τους την χώρα στην οποία γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε τον χαρακτήρα τους. Εκεί γνώρισαν το μεσογειακό φως, το παιχνίδι στις αλάνες, το χωριό, τις γεύσεις, τη θάλασσα, τα βουνά, την εύφορη γη και τους φιλόξενους ανθρώπους, αλλά ταυτόχρονα και τις δυσκολίες που έφεραν οι πόλεμοι, ο διχασμός, η φτώχεια, η οικονομική κρίση και η πολιτική κατάσταση. Δεν μπορούν, λοιπόν, να μην έχουν αγαπήσει και την δεύτερή τους πατρίδα την Αυστραλία -εδώ που έφτασαν με την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, έχτισαν μια νέα ζωή από το μηδέν και ανταμείφθηκαν για την εργασία τους, έζησαν σε μια όμορφη πόλη με όλες τις ανέσεις, δημιούργησαν και κράτησαν ζωντανή την ελληνική κοινότητα και μεγάλωσαν με αξιοπρέπεια τα παιδιά τους- πολλά από τα οποία διαπρέπουν σήμερα σε διάφορους τομείς. Είναι δύσκολο, λοιπόν, να έχεις δύο πατρίδες γιατί ό,τι και να κάνεις, πάντα θα ζεις μακριά από τη μία, είναι όμως και όμορφο το να έχεις γνωρίσει μέσα στη ζωή σου, δύο τόσο διαφορετικά μέρη και να έχεις την ευκαιρία (και τη δύναμη) να προσαρμοστείς και να τα αγαπήσεις. Εξάλλου, είναι γεγονός ότι αρκετοί από όσους έφυγαν από την Ελλάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, τελικά εκτίμησαν πολύ περισσότερο τις αρετές και τις ιδιαιτερότητές της, σε σύγκριση με αυτούς που έμειναν για πάντα εκεί.