Είναι ακόμη εκεί. Αρκετοί από τους νεοφερμένους, εργαζόμενοι κυρίως στα σουβλατζίδικα, τα εστιατόρια, τα ζαχαροπλαστεία, καμμιά σύγκριση όμως με τη μαζική παρουσία τους στην πλατεία του Όκλι πριν ένα-δυο χρόνια.

Έτσι με πληροφορούν επιχειρηματίες που ζητούν υπαλλήλους και δεν βρίσκουν, αλλά και άλλοι που είναι στο χώρο.

«Πριν δυο χρόνια, χτυπούσαν την πόρτα μου καθημερινά και ζητούσαν δουλειά, τέσσερα-πέντε άτομα, νεοφερμένοι όλοι τους από την Ελλάδα. Σήμερα ζητώ υπαλλήλους και δεν βρίσκω. Έχω βάλει ανακοίνωση στη βιτρίνα, χωρίς όμως καμμιά ανταπόκριση, λέει ο Γιώργος Σταυρινός, υπεύθυνος σουβλατζίδικου τρία χρόνια και τρεις μήνες τώρα, στην καρδιά της πλατείας του Όκλι.

Μια τέτοια δήλωση ζητά κάποια εξήγηση. Πού το αποδίδει ο ίδιος;

«Kατ’ αρχήν, ο αριθμός εκείνων που έρχονται από Ελλάδα έχει μειωθεί αισθητά. Μετά, οι νεοφερμένοι δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά, όπως εμείς όταν ήλθαμε. Δουλεύουν, για παράδειγμα, ως σερβιτόροι, όχι όμως στη λάντζα. Έχουν περισσότερα προσόντα από όσα είχαν οι παλαιοί και ζητούν καλύτερες δουλειές. Πολλοί το επιτυγχάνουν. Άλλοι απογοητεύονται και επιστρέφουν. Αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα» υπογραμμίζει ο Γιώργος Σταυρινός.

Μαζί του συμφωνεί και η Εύη Καρρά από το Caras Tours: «Δεν είναι λίγοι εκείνοι που γυρίζουν πίσω. Τους κόβουμε εισιτήρια για να έλθουν και μετά για την επιστροφή, ο χρόνος της οποίας ποικίλει.

Ορισμένοι έρχονται καλά πληροφορημένοι, γνωρίζουν τις εδώ συνθήκες, εργάζονται ένα χρονικό διάστημα, ακόμη και επτά χρόνια, και μετά γυρίζουν να κάνουν κάτι εκεί.

Άλλοι, απογοητεύονται από τα ακριβά ενοίκια, τους περιορισμούς στις ώρες εργασίας, ιδιαίτερα εκείνοι που έρχονται με φοιτητική βίζα, τα μαζεύουν και φεύγουν. Είναι ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται, όλο και πιο συχνά.

Προσωπικά, εκτιμώ ότι η καλή πληροφόρηση είναι το άλφα και το ωμέγα. Δυστυχώς, πολλοί πέφτουν θύματα παραπληροφόρησης. Νομίζουν ότι θα έλθουν στη Γη της Επαγγελίας, όπου θα λύσουν πολύ γρήγορα το οικονομικό τους πρόβλημα και θα επιστρέψουν με πολλά λεφτά. Αυτά, όμως, δυστυχώς δεν ευσταθούν και όταν έλθουν σε επαφή με την εδώ πραγματικότητα απογοητεύονται και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Χρειάζεται μεγάλη ψυχική δύναμη, επιμονή και υπομονή για να μπορέσει ένας νεοφερμένος να σταθεί στα πόδια του και να μην υποκύψει στον πειρασμό να ‘τα βροντήξει κάτω’ και να γυρίσει πίσω» καταλήγει η Εύη Καρρά.

ΠΙΣΩ ΣΕ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

H Όλγα Θεοδωρίδου μπορεί να έχει μόνο επτά μήνες στην Αυστραλία, έχουν όμως ήδη πάρει την απόφαση –με τον σύντροφο της ζωής της– σε δέκα χρόνια να γυρίσουν πίσω. Το χρονικό διάστημα τρομάζει. Ρωτάς ξανά για να βεβαιωθείς ότι άκουσες καλά και, ναι, αυτός είναι ο χρόνος που έχουν υποσχεθεί στον εαυτό τους, αλλά και στους δικούς τους που είναι εκεί, ότι θα πάρουν το δρόμο της επιστροφής.

Η Όλγα σερβίρει «ελληνικό μέτριο» με χαμόγελο και ένα «να είστε καλά» που προδίδει ότι είναι νεοφερμένη. Ανοίγεις σύντομη κουβέντα μαζί της για τα βασικά. Πληροφορείσαι ότι έχει στη Μελβούρνη μόνο επτά μήνες και είναι «παντρεμένη με υπήκοο».

Οι γονείς του συζύγου της, μετανάστες, επέστρεψαν στην Ελλάδα όταν ο γιος τους ήταν επτά χρόνων. Ο ίδιος έζησε εκεί 23 ολόκληρα χρόνια. Ποιος να φανταζόταν ότι θα επέστρεφε «αυτοβούλως» σήμερα, στη Μελβούρνη.

«Θα πάμε πίσω σε δέκα χρόνια. Δεν μένουμε εδώ. Εξάλλου, εκεί είναι οι οικογένειές μας» σε πληροφορεί και συ θεωρείς ουσιώδες να ρωτήσεις «πώς σου φαίνεται η Μελβούρνη;» «Mα μήπως έχω δει και τίποτε;»

«Όλος της ο κόσμος», συμπληρώνει, είναι το μαγαζί που εργάζεται, η πλατεία του Όκλι, και η δεύτερη δουλειά που θα έχει το χειμώνα. Στόχος, η εξασφάλιση των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν, την επάνοδο στην πατρίδα. Ακριβώς, όπως, συνέβη, κατά πικρή ειρωνεία, με τους γονείς του συζύγου της, πριν 23 χρόνια. Εκείνοι πέτυχαν την επάνοδο, χάνουν όμως τον γιο τους στην ξενιτιά σήμερα.

Άθελά σου κάνεις τη σκέψη ότι «δέκα χρόνια είναι πολλά». Η έκφραση της Όλγας, εντούτοις, δεν φαίνεται να προδίδει τις σκέψεις της.

«Κινείται μηχανικά ή μου φαίνεται» αναρωτιέμαι, πριν πάω πιο κάτω.

Συναντώ τον Γιώργο -«όχι επίθετο καλύτερα» λέει- ο οποίος σερβίρει με χαμόγελο σε σουβλατζίδικο της πλατείας και φαίνεται πλήρης. Τα ελληνικά του προδίδουν ότι ανήκει στην κατηγορία των νεοφερμένων. Είναι αυστραλογεννημένος και πήγε στην Ελλάδα σε εφηβική ηλικία, επεξηγεί. Η κρίση τον έφερε πίσω, αυτό όμως δεν φαίνεται να τον ανησυχεί.

Έχει την οικογένειά του εδώ, με πληροφορεί, και αυτό παίζει μεγάλο ρόλο γιατί «ο ένας στηρίζει τον άλλον». Και ο ίδιος εκτιμά ότι το μεγάλο κύμα, 2012-2016, δεν υφίσταται σήμερα, η ροή εντούτοις προς τα έξω, όσο τα πράγματα είναι σκούρα εκεί, καλά κρατεί.

Mε την ίδια άποψη συμφωνεί και ο Σωτήρης -«όχι επίθετο παρακαλώ»- ο οποίος ξεχωρίζει πραγματικά στο χώρο. Είναι αεικίνητος και φαίνεται να ελέγχει τα πάντα. Παίρνει την παραγγελία, την δίνει στον/στην συνάδελφό του, μεταφέρει το δίσκο με τα ποτήρια στην κουζίνα, κατευθύνει τη ροή των πελατών και τους τακτοποιεί στα τραπέζια, ενώ ελέγχει ταυτόχρονα τον εξωτερικό και εσωτερικό χώρο. Δεν μπορεί να μιλήσει σε ώρα εργασίας, είναι όμως πρόθυμος να απαντήσει σε ερωτήματα, μετά.

Έχει έλθει από το Αγρίνιο πριν ενάμιση χρόνο με φοιτητική βίζα και αποβλέπει στην εύρεση σπόνσορα που θα οδηγήσει σε πιστοποιητικό μόνιμης εγκατάστασης. Στόχος του το μάνατζμεντ επιχειρήσεων, κάτι που φαίνεται να το κατέχει καλά.

Ο δρόμος της επιστροφής, λέει εμφατικά, αποτελεί πάντα, για τους περισσότερους νεομετανάστες Έλληνες, μεγάλο πειρασμό και «πρέπει να ‘σαι πολύ δυνατός στο μυαλό για να μην υποκύψεις. Σε κυνηγά, σε προκαλεί, σε δελεάζει, όπου βρεθείς κι όπου σταθείς.

Δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται μεγάλη δύναμη για να τον πολεμήσεις».

Τα δικά του τα όπλα; «Kατ’ αρχήν ότι είμαι σε καλό δρόμο αναφορικά με τους στόχους μου. Πιστεύω στον εαυτό μου και στις ικανότητές μου. Δεν παρεκκλίνω των στόχων μου. Φροντίζω, ακόμη, η ζωή μου να έχει ενδιαφέρον. Χορεύω Λάτιν, παίζω ποδόσφαιρο, ασκούμαι πέντε μέρες την εβδομάδα. Η Αυστραλία έχει να προσφέρει πολλά, αρκεί να είσαι διατεθειμένος να τα ανακαλύψεις και να τα χαρείς».

Για το ότι ο χώρος όπου εργάζεται, η πλατεία του Όκλι, δεν είναι πλέον χώρος εύρεσης εργασίας για τους νεοφερμένους, παρατηρεί ότι «βρίσκουν άλλες δουλειές. Εξαρτάται σε τι κύκλο θα βρεθεί κανείς, τι στόχους έχει, πού κατευθύνεται, ποιους έχει γύρω του».

Και η Ελλάδα; «Παραμένει πάντα ο μεγάλος πειρασμός. Αυτόν που καλούμαστε, όλοι εμείς που φύγαμε, να είμαστε δυνατοί και να αντισταθούμε. Κι αυτό, γιατί η κατάσταση εκεί γίνεται κάθε μέρα και χειρότερη. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που, όσο κι’ αν πονάει, θα πρέπει να την παραδεχτούμε».

Όταν αδυνατώ να βλέπω να κρυώνουν στο πιάτο μου άλλα «καλαμάκια με ψητό αρνί», δεν μπορώ να πιω άλλους μέτριους και χυμούς χωρίς πάγο, καταλαβαίνω ότι είναι ώρα να φύγω από την πλατεία. Όχι όμως πριν κάνω μια βόλτα στο Μοναστηράκι, τη στοά στην αρχή της πλατείας, που θα δώσει, ως φαίνεται, νέο χαρακτήρα στο χώρο.

Τα μαγαζάκια, μικρά και το ένα κολλητό στο άλλο, υπόσχονται να τονίσουν τον «ελληνικό» χαρακτήρα της πλατείας του Όκλι. Για την ώρα υπάρχουν δυο-τρία μόνο ανοιχτά, αρκετού ενδιαφέροντος και σίγουρα ιδιαίτερα. Τα προς πώληση, κοσμήματα, μπιζού, ρούχα, έργα λαϊκής τέχνης εισαγόμενα από Ελλάδα.

Η συμβολή στην ελληνική οικονομία, συμβολική μεν, δεν παύει εντούτοις να είναι ουσιώδης.