ΟΙ Έλληνες στη Νότια Αμερική (σε σχέση με τις μεγάλες παροικίες που ξέρουμε) είναι λίγοι και στο Εκουαδόρ ακόμα λιγότεροι.

ΤΕΣΣΕΡΙΣ όλοι και όλοι και τον έναν από αυτούς τον γνωρίσαμε από κοντά. Πρόκειται για τον 37χρονο, Βασίλη Τσιπιανίτη, που έχει γεννηθεί στην Αθήνα, από πατέρα Αρκάδα και μάνα Κεφαλλονίτισσα.

ΤΟ τηλέφωνο του Βασίλη (και όχι μόνο) μας το έδωσε μια κοπέλα που κάνει ισπανικά στη Τζουλιάνα. Η ίδια, που είχε επαναπατριστεί στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από την Κολομβία, όπου είχε γεννηθεί, έκανε ισπανικά και στον Βασίλη όταν ο τελευταίος ήταν φοιτητής στην Αθήνα.

Η οικογένειά της είχε μεταναστεύσει στην Κολομβία, την οποία και εγκατέλειψε πριν 20 χρόνια, λόγω της μεγάλης εγκληματικότητας που υπήρχε, των ναρκωτικών και των απαγωγών από τις αντάρτικες ομάδες, που ακόμα υπάρχουν.

Η ίδια είχε δώσει στην Τζουλιάνα και τηλέφωνα γνωστών της στη Μπογκοτά, τους οποίους, όμως, δεν προλάβαμε να συναντήσουμε, αφού τους τηλεφωνήσαμε παραμονή της αναχώρησής μας από την πρωτεύουσα της Κολομβίας.

ΤΟ πάθημα της Μπογκοτά μας έγινε μάθημα, γι’ αυτό, όταν φτάσαμε στο Κίτο, ένα από τα πρώτα πράγματα που κάναμε ήταν να τηλεφωνήσουμε στον Βασίλη.

ΜΑΣ μίλησε με πολύ ενθουσιασμό στο τηλέφωνο και κανονίσαμε την επόμενη μέρα να περάσουμε από τα μαγαζί του, να τον δούμε και να τα πούμε από κοντά.

ΤΟ κατάστημα του συμπατριώτη μας βρίσκεται σε μια από τις καλύτερες συνοικίες του Κίτο και πουλάει έπιπλα (για ευκατάστατους πελάτες μόνο!) που εισάγει, κυρίως, από την Ευρώπη και την Ελλάδα.

ΝΑ σημειώσω ότι, επειδή δεν είχαμε καμιά σχετική πληροφορία, ούτε για το ποιος είναι, ούτε για την ηλικία του, ούτε για το τι κάνει, περίμενα να δω έναν «κλασικό» Έλληνα μετανάστη, σαν αυτούς που όλοι, λίγο πολύ, ξέρουμε.

Ο Βασίλης, όμως, κάθε άλλο, παρά κλασικός μετανάστης είναι. Με μεταπτυχιακό από ελληνικό πανεπιστήμιο και σπουδές στην Αγγλία και Ισπανία, με άπταιστα ελληνικά, ισπανικά και αγγλικά, είναι ένας νέος άνθρωπος, με γνώσεις, ανοιχτούς ορίζοντες και αντίληψη του κόσμου μέσα στον οποίο ζει.

ΕΙΝΑΙ ένας από αυτούς, οι οποίοι αμέσως σε κάνουν να αισθάνεσαι υπερήφανος για τις ρίζες σου. Ξεκίνησε την καριέρα του στο Λονδίνο ως στέλεχος μεγάλης αμερικανικής τράπεζας.

Η δουλειά αυτή τον έφερε στη Νότια Αμερική. Στην αρχή, στη Βραζιλία και, στη συνέχεια, στο Εκουαδόρ, όπου και αποφάσισε να μείνει, επειδή το βρήκε «τόσο διαφορετικό και ενδιαφέρον», όπως μας είπε.

Η μια απόφαση έφερε την άλλη και το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να κάνει μια δουλειά δική του και την έκανε. Τόσο απλά, όταν έχεις τα προσόντα και ξέρεις τι θέλεις.

ΑΡΧΙΣΕ πριν 7 χρόνια, εισάγοντας έπιπλα από την Ελλάδα και, στη συνέχεια, λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπιζε με τα ελληνικά εργοστάσια, άρχισε να αγοράζει από την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Δανία και αλλού.

«ΑΠΟ την Ιταλία παίρνεις το κοντέινερ με την παραγγελία σε ένα μήνα και από την Ελλάδα σε τρεις, αν είσαι πολύ τυχερός», μας είπε, με κάποια πίκρα, και συμπλήρωσε: «Ντρέπομαι που το λέω, αλλά είμαστε πολύ πίσω ακόμα, σε πολλά πράγματα και καθόλου ανταγωνιστικοί».

ΜΑΣ κέρασε καφέ και μιλήσαμε αρκετή ώρα για την πατρίδα μας και τα προβλήματά της, χωρίς, τελικά, ούτε εμείς από τόσο μακριά, να καταλήξουμε για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.

Ο Βασίλης επισκέπτεται κάθε χρόνο την Ελλάδα, ενώ δυο φορές τον χρόνο τον επισκέπτεται και η μητέρα του, η οποία τον βάζει σε «μπελάδες», γιατί θέλει να του φέρνει και ελληνική… γραβιέρα!

ΑΦΟΥ εξαντλήσαμε το θέματα για την πατρίδα μας, στη συνέχεια, η συζήτηση στράφηκε στο Εκουαδόρ και το Κίτο. Μας σύστησε και αυτός, όπως και αρκετοί άλλοι, να είμαστε «πολύ προσεκτικοί» και να μη βγαίνουμε το βράδυ μετά τις 9, γιατί συμβαίνουν πολλά και «διάφορα περίεργα».

ΔΥΟ από τα τέσσερα βράδια που μείναμε στο Κίτο, βγήκαμε με τον Βασίλη έξω και πήγαμε στα καλύτερα εστιατόρια που διαθέτει η πόλη. Το ίδιο έγινε και δύο μεσημέρια που φάγαμε παρέα, συζητώντας για τη Νότια Αμερική και την Αυστραλία που έχει επισκεφτεί και έμεινε κατενθουσιασμένος.

ΟΤΑΝ, κάποια στιγμή, του είπαμε σε πιο ξενοδοχείο μένουμε, μας σύστησε να είμαστε «ιδιαίτερα προσεκτικοί», γιατί αρκετοί τουρίστες στην περιοχή αυτή της παλιάς πόλης, πέφτουν κάθε τόσο θύματα ληστειών.

ΠΡΑΓΜΑΤΙ, δύο βραδιές που βγήκαμε, μετά τις 9.30 το βράδυ δεν κυκλοφορούσε ψυχή στους δρόμους. Ούτε τουρίστες, αλλά ούτε και ντόπιοι. Η σιωπή και η γαλήνη των δρόμων σε τρόμαζε περισσότερο απ’ ό,τι οι ελάχιστοι ζητιάνοι που στην κυριολεξία σε έπαιρναν από πίσω ζητώντας λεφτά.

ΕΚΤΟΣ από ένα μεγάλο ευχαριστώ για την (ελληνικότατη) φιλοξενία, ξενάγηση και συμβουλές, στον Βασίλη οφείλουμε, επίσης, στο ότι πήγαμε στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο στο Μπάνιος, που ήδη σας περιέγραψα, καθώς και την ξενάγηση από μια φίλη του (και συνεργάτιδά του) στην πόλη Γουαγιακίλ όπου πήγαμε, πριν φύγουμε για τα νησιά Γκαλαπάγκος.

Η Έρτα, όπως έλεγαν την φίλη του Βασίλη, είναι ντόπια και δέχθηκε με χαρά να μας κάνει μια βόλτα με το αυτοκίνητό της στην πόλη, που, ας σημειωθεί, είναι η μεγαλύτερη πόλη του Εκουαδόρ των 12 εκατομμυρίων κατοίκων.

ΜΕ την Έρτα πήγαμε για φαγητό σ’ ένα εστιατόριο που μας πρότεινε η ίδια και το οποίο βρίσκεται σε μια περιοχή που φιλοξενεί «κοινότητες» προνομιούχων και πλουσίων.

ΓΙΑ τις «κοινότητες» των προνομιούχων, που είναι πολύ της μόδας σε όλες τις μεγαλουπόλεις της Λατινικής Αμερικής, μας μίλησε και ο Βασίλης, αλλά δεν έδωσα μεγάλη προσοχή.

ΣΤΟ μεταξύ, είναι άλλο πράγμα να το ακούς και εντελώς διαφορετικό να το βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια. Και αυτό που είδα στο Γουαγιακίλ με τα ίδια μου τα μάτια, ούτε σε κινηματογραφική ταινία δεν το έχω δει.

ΕΝΑΣ ολόκληρος δρόμος, πολλών χιλιομέτρων, ήταν από την μια και από την άλλη περιφραγμένος με υψηλούς τοίχους. Κάθε 300 ή 500 μέτρα υπήρχε μια πύλη την οποία φύλαγαν οπλοφόροι.

ΜΕΣΑ από τους τοίχους υπήρχαν σπίτια και διαμερίσματα πολυτελείας στα οποία είχαν πρόσβαση μόνο οι ιδιοκτήτες και οι καλεσμένοι τους. Κανένας άλλος δεν μπορούσε να μπει. Οι δρόμοι είναι ιδιωτικοί και απρόσιτοι σε οποιονδήποτε άλλον.

ΠΑΡΟΜΟΙΟ καθεστώς ισχύει και για τα κάθε λογής καταστήματα και εστιατόρια των περιοχών των κλειστών «κοινοτήτων». Τις πύλες και εκεί τις φυλάγουν οπλισμένοι κέρβεροι και επιτρέπουν την είσοδο μόνο σε αυτούς στους οποίους πρέπει να επιτραπεί η είσοδος.

Η Έρτα, το όνειρο της οποίας είναι να αποκτήσει ένα «σπιτάκι» σε μια τέτοια «κοινότητα», είχε πρόσβαση στον συγκεκριμένο χώρο, γιατί έμενε ο αδελφός της εκεί που είχε… ανέβει κοινωνικά.

ΑΥΤΟΣ είναι ο καινούργιος κόσμος που χτίζει ο ξέφρενος καπιταλιστικός ανταγωνισμός του ελεύθερου εμπορίου. Η Νότια Αμερική εδώ και 35 χρόνια λειτουργεί ως πειραματόζωο του… νέου κόσμου που ανατέλλει στον χρηματιστηριακό ορίζοντα!

ΜΗΝ ξεχνάτε ότι στη Χιλή του δικτάτορα Πινοσέτ (που ανέτρεψε δολοφονώντας τον Αλιέντε), εφαρμόστηκαν από το 1975 οι νεοφιλελεύθερες «πρωτοποριακές» ιδέες του Μίλτον Φρίντμαν και, στη συνέχεια, ακολούθησε η Μάργαρετ Θάτσερ, ο Ρόναλντ Ρίγκαν, ο Κένετ (ο δικός μας) και άλλοι.

ΑΠΟ τη στιγμή που η εξαθλίωση δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στη Λατινική Αμερική βαφτίστηκε «εγκληματικότητα», οι πλούσιοι απέκτησαν το δικαίωμα να ζουν (προκειμένου να προστατευτούν!) στις δικές τους «κοινότητες».

ΝΑ χτίζουν τους δικούς του επίγειους παραδείσους, μακριά από τους φτωχούς και τους κολασμένους που εκμεταλλεύονται ασύστολα.

ΝΑ χτίζουν, εντέλει, τις δικές τους φυλακές και να αυτοφυλακίζονται, προκειμένου να προστατεύσουν την φτιασιδωμένη και καθ’ όλα ψεύτικη ευτυχία τους.

ΠΡΕΠΕΙ να δει κανείς από κοντά τις φτωχοσυνοικίες των μεγαλουπόλεων της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής για να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει σε τούτο τον κόσμο που όλοι κλείνουμε (ο καθένας με τον τρόπο του) με περίσσια υποκρισία τα μάτια μας.

ΘΑ ξαναμιλήσουμε, όμως, για το μεγάλο αυτό θέμα, που υπονομεύει τα θεμέλια του ανθρωπισμού μας, σε κάποιο άλλο άρθρο. Άλλωστε, έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας και τα χειρότερα δεν τα έχουμε ακόμα δει.

ΚΑΙ από το Γουαγιακίλ στα νησιά Γκαλαπάγκος την επόμενη βδομάδα. Στα λημέρια του Τσαρλς Ντάργουιν, που άλλαξε την πυξίδα του κόσμου πριν 150 χρόνια. Να είστε όλοι καλά. Γεια χαρά.