Με πάθος που δεν σβήνει…

Μ’ ένα πάθος αναλλοίωτο για τη μουσική, με μια γκάμα τραγουδιών που μας έχουν μαγέψει για δεκαετίες τώρα, και άλλα, πιο νέα, που μας εμπνέουν και μας συναρπάζουν το ίδιο δυνατά, θα είναι σε λίγο κοντά μας ο Γιώργος Νταλάρας. «Η αγάπη για τη μουσική είναι πάθος που δε σβήνει», είναι η απάντηση σε όσους δυσκολεύονται να πιστέψουν στο «θαύμα Νταλάρας».

Λίγο πριν την άφιξή του στην Αυστραλία για τις συναυλίες του σε Σίδνεϊ, Αδελαΐδα και Μελβούρνη (φθάνει την Κυριακή στο Σίδνεϊ, όπου την Τρίτη, 26 Οκτωβρίου, κάνει την πρώτη του εμφάνιση) ο Γ. Νταλάρας μας παραχώρησε την ακόλουθη συνέντευξη:

– Κύριε Νταλάρα το κοινό της Αυστραλίας ανυπομονεί να σας απολαύσει για ακόμη μία φορά. Είναι σαν να ήταν χτες που είχα τη χαρά και την τιμή να μιλώ μαζί σας στο Old Melbourne Inn της Μελβούρνης. Στην πραγματικότητα, έχει περάσει πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα.

Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ που μου θυμίζετε ότι έχουν περάσει 25 χρόνια από τον καιρό που πρωτομιλήσαμε στην Αυστραλία και 30 από την πρώτη μου περιοδεία στην Αυστραλία. Έχω από την Αυστραλία, και από την Μελβούρνη ιδιαίτερα, κρατήσει τις καλύτερες αναμνήσεις. Το κοινό της Αυστραλίας είναι ξεχωριστό, ενημερωμένο, με υψηλή αισθητική και κρίση, και αυτό είναι κάτι που το αναφέρω πάντα στις συνεντεύξεις μου. Μου έχει κάνει εντύπωση το γεγονός ότι αυτό το κοινό, και μάλιστα οι νέοι, παρακολουθούν, εντοπίζουν και ξεχωρίζουν μέσα από το σωρό τις καλές προτάσεις και στη μουσική και στο θέατρο, και γενικά ό,τι καλό συμβαίνει στην Ελλάδα, παρά τα χιλιάδες μίλια που μας χωρίζουν. Αυτό νομίζω ότι γίνεται επειδή οι άνθρωποι δεν ήταν μοιρολάτρες, αλλά διεκδίκησαν σε αυτή την νέα πατρίδα τους την Αυστραλία, ένα καλό μέλλον για τα παιδιά τους που μορφώθηκαν, σπούδασαν και εντάχθηκαν στην κοινωνία. Εκεί οφείλεται και η σωστή τους κρίση. Ψάχνουν, αναζητούν το καλύτερο, έχουν πολιτικό πολιτισμό.

– Γνωρίζοντας πόσο ευαισθητοποιημένος είστε στα κοινωνικά θέματα του καιρού μας, θα ήθελα να ξέρω πώς σας κάνει να νοιώθετε η δύσκολη κατάσταση που ζουν σήμερα οι άνθρωποι στην Ελλάδα και αν, κατά την εκτίμησή σας, υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ.
Ασφαλώς όχι, μόνο γνωρίζω, αλλά βιώνω τη δύσκολη κατάσταση που περνάει η χώρα μας. Μεταξύ των άλλων, έχει το θλιβερό προνόμιο να είναι πρώτη στο ποσοστό φτώχειας μαζί με την Ιρλανδία. Το 21% των πολιτών μας ζει στο όριο της φτώχειας, έχοντας εισόδημα κάτω του 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος. Χρειάζεται, όπως καταλαβαίνετε, ένας συνεχής αγώνας και μια συστράτευση από όλους μας, για να εξαλείψουμε αυτό το ακραίο φαινόμενο και χαίρομαι που μου δίνετε την ευκαιρία με την ερώτηση σας να το θίξω. Η δημοσιοποίηση αυτών των προβλημάτων είναι η αρχή για τη λύση τους. Και πιστεύω ότι αν δουλέψουμε μαζί όλοι οι Έλληνες για τα βασικά αγαθά, που, δυστυχώς, σήμερα λείπουν από πολλούς συμπολίτες μας, όπως είναι το δικαίωμα στην παιδεία, στην υγεία, στην εργασία, τα αυτονόητα αγαθά δηλαδή, τότε μόνο μπορούμε να δούμε ένα φως. Μόνο αν έρθουμε κοντά στον άνθρωπο και στα προβλήματά του, μόνο αν αφήσουμε την πολυτέλεια του καναπέ, μόνο αν η πολιτική και η καθημερινότητα συμβαδίσουν, θα μπορέσουμε να διασφαλίσουμε το μέλλον της πατρίδας μας και των παιδιών μας.

– Άκουγα σήμερα το πρωί, οδηγώντας, την ‘αναφορά στο ρεμπέτικο’ «Σαν τραγούδι μαγεμένο». Στη διαπασών, με τα παράθυρα ανοιχτά για ν’ ακούνε όσο πιο πολλοί γίνεται. Στα κόκκινα φανάρια, κάποιος κατέβασε το τζάμι και μου είπε “thank you”. Τα τραγούδια σας συγκινούν και αυτούς που δεν καταλαβαίνουν το στίχο. Αυτό, βέβαια, το γνωρίζετε. Εκείνο, όμως, που οφείλουμε να σας πούμε είναι πόση συγκίνηση και περηφάνια νοιώθουμε εμείς όταν τα τραγούδια σας συγκινούν τους ξένους. Εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι ο διαχωρισμός των τραγουδιών σε λαϊκό, έντεχνο, ροκ κ.λπ., είναι λάθος και ότι υπάρχουν μόνο καλά και κακά τραγούδια;
Ασφαλώς, ασφαλώς. Το έλεγα και το λέω πάντα ότι υπάρχουν καλά και κακά τραγούδια και όχι κουτάκια και παρέες και ομάδες. Δεν είναι τυχαίο που οι καλοί μουσικοί της ροκ αγαπούν το ρεμπέτικο και ξεχωρίζουν το ρεμπέτικο. Δεν είναι τυχαίο που οι σύγχρονοι τραγουδοποιοί εμπνέονται από τη λαϊκή μουσική. Ασφαλώς και υπάρχουν ιδιαιτερότητες σε κάθε είδος, όπως, ας πούμε, είναι οι διαφορετικές σχολές στη ζωγραφική ή στη λογοτεχνία, σχολές που χρειάζονται ιδιαίτερη μελέτη, γνώση ακόμη και ταλέντο σε ένα συγκεκριμένο είδος, όμως σαφώς πάνω από αυτά προέχει το καλό τραγούδι με έμπνευση και αλήθεια που μπορεί να προέρχεται από διαφορετικούς χώρους.

– Το πολιτικό τραγούδι έχει απήχηση στους νέους της εποχής μας;
Το πολιτικό τραγούδι διαμορφώνεται ανάλογα με την εποχή. Δεν είναι σαφώς το τραγούδι που έζησε η δική μας νεολαία πριν από 35 χρόνια, ας πούμε με τις μαζικές συναυλίες. Τώρα η εποχή είναι πιο μοναχική, όμως και τώρα το τραγούδι της μοναξιάς, της απόγνωσης, της αγωνίας για επικοινωνία, για κατανόηση, της αναζήτησης κοινών οραμάτων, της απαισιοδοξίας, της έλλειψης ομαδικής έκφρασης, δεν είναι και αυτό ένα πολιτικό τραγούδι; Εγώ νομίζω πως είναι. Αυτές οι πικρές μπαλάντες των μοναχικών τραγουδοποιών είναι το πολιτικό τραγούδι του σήμερα.

– To ότι ο κόσμος έχει γίνει πολύ μικρός σήμερα και τα ξένα τραγούδια έχουν κυριολεκτικά εισβάλει στο χώρο, αποτελώντας μέρος της καθημερινότητας και των προτιμήσεων, σε μεγάλo βαθμό, των νέων, σας προκαλεί ανησυχίες για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού;
Βεβαίως και το ξένο τραγούδι και οι επιρροές του έχουν επικρατήσει, όμως, μεγαλώνοντας, ξέρετε, αισθάνομαι πιο ήρεμος και πιο ασφαλής για το καλό ελληνικό τραγούδι. Ότι αξίζει να μείνει, θα μείνει. Στενοχωριέμαι που το καλό ελληνικό τραγούδι δεν έχει την πρόσβαση στα μέσα αυτών των επιτυχιών που λήγουν σε λίγες μέρες και λήγουν άσχημα, αφήνοντας μια κακή μυρωδιά σαν χαλασμένα φρούτα και γαλακτοκομικά. Όμως, από την άλλη μεριά, δεν μπορώ να αποκλείσω ούτε τα καλά ξένα τραγούδια, τα οποία γίνονται γνωστά στην πατρίδα μας και πολλές φορές εμπνέουν τους Έλληνες μουσικούς, αλλά και τα άλλα τα ελληνικά που μπορεί να μην έχουν την πρόσβαση στα μέσα, αλλά όχι μόνο δεν χάνονται μέσα από το internet, αλλά βρίσκουν το δρόμο τους ακόμα και στόμα με στόμα στις παρέες. Όχι, δεν ανησυχώ για το καλό ελληνικό τραγούδι. Έχω, δε, να σας πω, μιας και τελευταία ασχολούμαι με παραγωγές νέων μουσικών, ότι έρχονται παιδιά φίλων μου που τους ήξερα για χρόνια να ακούν ξένη μουσική, με κάτι καταπληκτικά ελληνικά τραγούδια που μου θυμίζουν Κουγιουμτζή, Κατσιμίχα, Περίδη, Μάλαμα…

– H πρόσβαση στο ποιοτικό τραγούδι, πώς θα μπορούσε να είναι ευκολότερη και, κυρίως, ευρύτερη;

Νομίζω ότι είναι συνέχεια αυτού που λέγαμε πριν. Ξέρετε το ποιοτικό τραγούδι ποτέ δεν «φώναζε». Πρέπει να το αναζητήσεις, να το ψάξεις. Όσο για το πόσο ευρύτερη γίνεται η αποδοχή του, παίζουν ρόλο και οι ακροατές. Ας είμαστε καμιά φορά αυστηροί και με το κοινό. Και εννοώ με αυτό, ας γίνει και το κοινό αυστηρό στις επιλογές του. Ας μην τα παίρνει όλα στην πλάκα και ας ανταμείβει με τις επιλογές του ότι αξίζει πραγματικά να υπάρχει, και ιδιαίτερα τους νέους. Ας στηρίξει τους νέους καλούς καλλιτέχνες. Ξέρετε αν το ζητήσει ο κόσμος, θα αναγκαστούν και τα «μέσα» να στηρίξουν τις καλές επιλογές.


– Παράλληλα με τις νέες σας αναζητήσεις και δημιουργίες που το κοινό τις ρουφά πάντα αχόρταγα – εξ ου και η ‘μονότονη θετικότητα της πορείας σας, χωρίς παρεκκλίσεις’ όπως κάποτε την χαρακτηρίσατε – υπάρχουν πράγματα, οράματα που θα θέλατε ‘διακαώς’ να πραγματοποιήσετε;

Η αγάπη για τη μουσική είναι πάθος που δεν σβήνει. Με αυτή την έννοια κάθε φορά που μπαίνω στο στούντιο, είτε είναι δική μου δουλειά είτε παραγωγή ενός νέου μουσικού, «επιθυμώ διακαώς» να ολοκληρωθεί με τον καλύτερο τρόπο και βάζω σε αυτό όλο το σθένος που έχω και όλες μου τις γνώσεις. Από εκεί και πέρα δεν κάνω καθόλου μεγάλα σχέδια και δεν σχεδιάζω σε βάθος χρόνου. Για μένα η μαγεία πια, είναι η απροσμέτρητη χαρά που μου δίνει η καθημερινή επαφή με την μουσική. Όσο πιο απλά, πιο ταπεινά και πιο ήσυχα γίνεται αυτή η επαφή, τόσο ποιο βαθιά και γοητευτική και συναρπαστική είναι.

– Έχετε συνεργαστεί με αξιόλογους καλλιτέχνες παγκοσμίου εκτοπίσματος. Κατά πόσο αυτό το ‘σμίξιμο’ έχει επηρεάσει τη μουσική σας;
Μα πάρα πολύ. Αυτό είναι και η απάντηση στο μυστικό που μου ζητούν να τους πω πως δεν βαριέμαι, πως δεν κάθομαι πάνω στις επιτυχίες, πως αναζητώ συνέχεια καινούργια πράγματα. Πάντα συμβαίνει αυτό. Όταν παίζω ρεμπέτικα, μου λείπει η μεσογειακή μουσική, και το αντίθετο. Παίξαμε το «Σαν Τραγούδι Μαγεμένο», την αναφορά στο ρεμπέτικο με τεράστια επιτυχία στο Μέγαρο Μουσικής. Το επαναλάβαμε και δεύτερη χρονιά. Θα μπορούσε να παιχτεί και τρίτη και τέταρτη. Όμως τώρα ετοιμάζω κάτι άλλο που μου έλειψε. Για τρίτη φορά κάνω ένα είδος Μεσογειακού Φεστιβάλ, με διαφορετικές φωνές της Μεσογείου, που δεν συναντηθήκαμε στα προηγούμενα ρεσιτάλ. Μεσόγειος για άλλη μια φορά λοιπόν.

– Τα νυχτερινά κέντρα, έχετε πει επανειλημμένα, ότι είναι ψυχοφθόρα για τον καλλιτέχνη και δεν σας εκφράζουν. Πιστός στις αρχές σας, μείνατε χρόνια, δεκαετίες, μακριά τους και σας κέρδισαν ολοκληρωτικά οι συναυλίες.
Τί ήταν εκείνο που σας έκανε να αλλάξετε ιδέα και να εμφανίζεστε στη μουσική σκηνή POLIS; Και ακόμη, τι επίδραση είχε στην ψυχολογία σας αυτή η πιο στενή επαφή με το κοινό σας;
Μα για μένα το Polis είναι ακριβώς αυτό που λέτε. Μια μουσική σκηνή, σκηνή όμως που έφερε τον κόσμο πιο κοντά από ό,τι σε ένα μεγάλο θέατρο. Για μένα δεν αλλάζει ούτε η ηθική, ούτε η ψυχολογία, ούτε καλλιτεχνικά η ιδέα της παρουσίασης των τραγουδιών. Είναι μια συναυλία για μικρότερο χώρο. Με ότι συνεπάγεται αυτό στην επιλογή των τραγουδιών, του ήχου που γίνεται πιο ακουστικός, των φώτων. Δηλαδή ένας τζαζίστας, μπορεί να παίξει σε μια μεγάλη συναυλία και σε ένα τζαζ κλαμπ. Το ίδιο και ένας κιθαρίστας του φλαμένκο. Εγώ αυτό το θεωρώ πολύ χρήσιμο για ένα live. Δεν αλλάζει όμως καθόλου την αντίληψή μου, ότι είτε στην μεγάλη συναυλία των 10.000 ατόμων, είτε στην μουσική σκηνή των 500, εμείς πηγαίνουμε εκεί για να παίξουμε καλή μουσική. Καλή μουσική, που κυρίως ακούγεται, όχι βλέπεται. Δεν κάνουμε δηλαδή πρόγραμμα για νυχτερινή έξοδο. Αυτή είναι η διαφορά.

– Έχοντας απολαύσει όλες σας τις συναυλίες στην Αυστραλία, διαπίστωσα ότι έχετε έναν θαυμαστό τρόπο επικοινωνίας με το κοινό, έναν μυστικό, όσο και εντυπωσιακά δυνατό, τρόπο επαφής, έναν αλάθητο κώδικα επικοινωνίας που δίνει μια μοναδική, μαγική σχεδόν διάσταση σ’ ό,τι προσφέρετε. Υπάρχει αυτό το στοιχείο και στις αίθουσες που υπερτερούν οι ξένοι;
Όχι μόνο υπάρχει, όπως είναι, ας πούμε, στο Ισραήλ, σε πολλές πόλεις της Γερμανίας, στην Ολλανδία, στη Σκανδιναβία, αλλά είναι και εξίσου πολλές φορές και πιο δυνατό αυτό το συναίσθημα της επικοινωνίας. Φανταστείτε, είναι όπως πηγαίναμε εμείς μικροί στις ροκ συναυλίες με αγγλόφωνο στίχο. Αυτοί οι άνθρωποι μαθαίνουν τη γλώσσα μέσα από τα τραγούδια. Είναι πραγματικά πολύ συγκινητικό.

– Ποιες θα ήταν οι συμβουλές που θα δίνατε σ’ έναν νέο ανερχόμενο ταλαντούχο τραγουδιστή σήμερα;
Μου έκαναν και πριν λίγο καιρό μια αντίστοιχη ερώτηση και επειδή ποτέ στη ζωή μου δεν είμαι διπλωματικός στις απαντήσεις, το πρώτο που θα έλεγα είναι να το σκεφτεί παρά πολύ. Είναι πολύ δύσκολη εποχή για έναν άνθρωπο με πραγματικό ταλέντο η σημερινή, ιδιαίτερα για έναν άνθρωπο που δεν είναι διατεθειμένος να κάνει υποχωρήσεις. Από εκεί και πέρα ένα σίγουρο. Είναι ότι αν το θέλει τόσο πολύ, αξίζει να το προσπαθήσει έχοντας εμπιστοσύνη στο ένστικτο του, με πολύ μελέτη και πολύ δουλειά.