Ήταν μια παρουσίαση βιβλίου διαφορετική. Υψηλής αισθητικής, επαγγελματική αλλά και γεμάτη συναισθήματα. Όπως και το βιβλίο που παρουσιαζόταν.
Παρά το γεγονός ότι είχαμε πληθώρα εκδηλώσεων την περασμένη Κυριακή στη Μελβούρνη κάπου 250 συμπάροικοι επέλεξαν να παραστούν στην παρουσίαση του βιβλίου της Βίβιαν Μόρρις «Πορτραίτα Ελλήνων στους Αντίποδες» και αποζημιώθηκαν με το παραπάνω.

Η παρουσίαση έγινε από την Πνευματική Εστία, έναν οργανισμό που συνίδρυσε και υπηρέτησε για πολλά χρόνια η Βίβιαν Μόρρις.

Η πρόεδρος της Εστίας κ. Άντζελα Βέλος αναφέρθηκε στην πολύχρονη και πετυχημένη πορεία του φορέα της αλλά και στη γενικότερη προσφορά της Βίβιαν Μόρρις στα πολιτιστικά δρώμενα της παροικίας λέγοντας ότι «η Βίβιαν δεν προσεγγίζει τη ζωή χλιαρά. Είναι ένας άνθρωπος με πάθος, ζωντάνια, τελειομανία».
Όσο για το βιβλίο της γνωστής δημοσιογράφου σημείωσε ότι «πρόκειται για μια επίπονη και σπουδαία καταγραφή της ζωής και της πορείας 40 διαφορετικών προσώπων, πορτραίτων, Ελλήνων που έχουν και ακόμη συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής και πλατύτερης αυστραλιανής κοινωνίας».

Ο πρόεδρος της Πολυπολιτιστικής Υπηρεσίας της Βικτώριας Γιώργος Λεκάκης χαρακτήρισε το βιβλίο της Βίβιαν Μόρρις «εκπληκτικό» και συνεχάρη την συγγραφέα που είχε την έμπνευση να καταγράψει τις ιστορίες Ελλήνων της Αυστραλίας καθώς η παρουσία της πρώτης γενιάς μεταναστών περιορίζεται και μάλιστα να τις καταγράψει και στις δυο γλώσσες – στην ελληνική και την αγγλική.

«Και μάλιστα», είπε ο κ. Λεκάκης, «δίνει τη δυνατότητα στους ίδιους να περιγράψουν το ταξίδι τους. Ανθρώπους που σε κάποιες περιπτώσεις έφυγαν «προσωρινά από την Ελλάδα» χρωστώντας και τα εισιτήριά τους ακόμη αλλά έμειναν για πάντα.
Ο κ. Λεκάκης αναφέρθηκε και στην δημοσιογράφο Βίβιαν Μόρρις λέγοντας ότι έχει πετύχει και έχει προσφέρει πολλά, έχει κερδίσει διακρίσεις αλλά το σημαντικότερο έχει κερδίσει το σεβασμό του αναγνωστικού της κοινού.

Αναφέρθηκε επίσης και στην ιστορία της ελληνικής παρουσίας στην Αυστραλία που ξεκινά το 1829. Η πρώτη ελληνική εφημερίδα (Αυστραλίς) κυκλοφόρησε το 1913 και σήμερα η ελληνική παροικία έχει μέλη της στις κορυφαίες θέσεις της πολιτικής, του πολιτισμού, του αθλητισμού και των γραμμάτων.
«Ανάμεσά τους ο πολυβραβευμένος συγγραφέας, Χρήστος Τσιόλκας και η δημοσιογράφος Βίβιαν Μόρρις» είπε ο κ. Λεκάκης.

Η φιλόλογος, πρώην πανεπιστημιακός και εκδότρια – εδώ και 18 χρόνια – ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνίας, Ελένη Νίκα υπογράμμισε την επισήμανση της Βίβιαν Μόρρις ότι η ομογένεια βρίσκεται πάνω την κρίσιμη καμπή – την μεταβατική περίοδο για να παρατηρήσει:
«Ό,τι ακολουθήσει θα είναι απόρροια των ενεργειών μας τώρα. Όσα λοιπόν περισσότερα γράφονται, εξετάζονται, σχολιάζονται τόσο καλύτερα θα γνωρίσουμε τον εαυτό μας (και την παροικία) και τόσο καλύτερα θα μας μελετήσουν αυτοί που θα έρθουν αργότερα».
Για το βιβλίο της Βίβιαν Μόρρις είπε ότι είναι «με κοινωνικό και ιστορικό περιεχόμενο, γραμμένο με γλώσσα στρωτή και κατανοητή. Το βιβλίο απολαμβάνεται και από λογοτεχνική άποψη».

Και εξήγησε η κ. Νίκα:
«Ένα τέτοιο βιβλίο με 40 ξεχωριστές αφηγήσεις θα μπορούσε να είναι αποσπασματικό, χωρίς συνοχή ή ταύτιση σκέψεων και οραμάτων. Το βιβλίο της Βίβιαν διαβάζεται ολόκληρο ως σύνολο, λες και όλοι αυτοί οι σαράντα άνθρωποι κάθισαν όλοι μαζί και κουβέντιασαν πάνω σε κοινά θέματα της ταυτότητας, της παράδοσης και της γλώσσας με την συγγραφέα να τους προτρέπει με ενθαρρυντικό τρόπο. Και έτσι βγαίνει ένα κοινό μήνυμα, σχεδόν μια κραυγή για ένωση».

Η ίδια η συγγραφέας μιλώντας για τους ανθρώπους των οποίων τα πορτρέτα σκιαγράφησε, είπε:
«Είχα την τύχη να είμαι συνοδηγός σε πολλά ταξίδια στο χρόνο που κάναμε με όσους και όσες είναι στο βιβλίο αυτό. Το κάθε ταξίδι φανταστικό.
«Είχα την ευκαιρία να μοιραστώ μοναδικές πτυχές της ζωής των ανθρώπων αυτών, να ταξιδέψω μαζί τους με το Πατρίς, το Ελληνίς ή το Arcadia, να είμαι εκεί παρούσα στις πρώτες τους εντυπώσεις από τη νέα γη, την πολλά υποσχόμενη. Να δω εικόνες από την πάλη τους, όχι απλά να επιβιώσουν, αλλά να επιτύχουν, αφού αυτός ήταν και ο σκοπός που ξενιτεύτηκαν.

Είχα την ευκαιρία να θαυμάσω το ψυχικό τους σθένος, την περηφάνια, την εργατικότητα, την αντοχή στις δύσκολες συχνά απίστευτα σκληρές και ανεπάντεχες συνθήκες που αντιμετώπισαν σ’ αυτή τη χώρα.
Συχνά ένοιωσα ένα κόμπο στο λαιμό, γιατί συμμετείχα σ’ αυτήν τη διαδικασία ολόψυχα».
Τον ίδιο κόμπο φαίνεται ότι ένοιωσαν και πολλοί απ’ αυτούς που βρέθηκαν στην παρουσίαση του βιβλίου και ειδικά αυτοί που ήδη το έχουν διαβάσει.