Πρέπει ν’ αρχίσουμε. Να μην τ’ αφήσουμε όλα για την τελευταία στιγμή. Να γράψεις τις κάρτες. Δεν είναι ανάγκη όλοι οι γνωστοί μας, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών μας, να λαβαίνουν τις κάρτες από τα μέσα του ερχόμενου Γενάρη και μετά.

Και καμία κάρτα της προκοπής, ποιότητος, ακριβή κάρτα, όχι αυτές που βρήκες στο πανέρι και τις φύλαξες από πέρσι, ούτε αυτές που μοιράζανε στο ΙΚΑ αντί για γάζες.

Λίγη φαντασία στις εκφράσεις. Όχι Καλά Χριστούγεννα σκέτα και Αίσιον το Νέο Έτος Θέλω να έχουν αίσθημα οι ευχές σου και λίγο πάθος.

Να απαντήσω στη θεία την Κάτια με πάθος όταν εκείνη μας γράφει: «Τα παιδιά σας θυμούνται, σας αγαπάνε και σας φιλούν. Ο Θείος σας αγαπάει και σας θυμάται και σας στέλνει πολλά φιλιά και εγώ δεν είναι ανάγκη να σας πω ότι σας λατρεύω, σας θυμάμαι και σας φιλώ.
Και πίσω σας φιλούμε, η θεία σας Κάτια.»

Εκείνο που δεν κατάλαβα ποτέ είναι εκείνο το «πίσω σας φιλούμε».
Τι εννοεί; Έχει την έννοια της επανάληψης; Σας ξαναφιλάμε, σας φιλάμε πίσω στην πλάτη, στο σβέρκο ή στην…κουτάλα; Και εσύ μου λες βάλε λίγο πάθος. Τι είναι το πάθος κριθαράκι γκιουβέτσι;
Και έστειλες κάρτες με πάθος και με ψυχή σε έναν άνθρωπο που εκτιμάς, που αγαπάς, σε έναν φίλο, σ’ έναν συγγενή. Τι του λες; Καλά Χριστούγεννα; Φάε το καταπέτασμα, πιες έξι κουβάδες κρασί και ορκίσου ότι πέρασες καλά τις χρονιάρες ημέρες. Για τις άλλες τις ημέρες, τις άλλες τις πολλές, τις μη εορτάσιμες, τι εύχεσαι; Τι του λες; Θα πεις Καλή Χρονιά και ξόφλησες;

Εσύ δεν μας έλεγες «κάθε πέρσι και καλύτερα»; Θα μου το παίξεις, φέτος, κουλτούρα και θα μου στείλεις κάρτα με «ευχές για λιγότερα»; Εκείνα τα συγκινητικά «Λιγότερο πόλεμο», «λιγότερο αίμα», «λιγότερα πεινασμένα παιδιά», «λιγότερη αδικία» και κάτι άλλα δακρύβρεκτα.
Αφού ξέρεις πως αυτά δεν γίνονται, πως δεν αλλάξει τίποτα. Ότι αν μείνουμε στα ίδια θα πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι. Μη μου τα στείλεις τα συγκινητικά δεν τ’ αντέχω.

Γράψε μου ή πες μου και δεν είναι απαραίτητο να περιμένεις τις εορτές για να το πεις ή να το γράψεις, ένα σκέτο «ας έχουμε υγεία» και ξοφλήσαμε για τις γιορτές και για τις άλλες ημέρες.
Και τη Βασιλόπιτα που θα μου φέρεις που την έχεις πάρει από τη γωνία σε τιμή ευκαιρίας μη μου πεις ότι την έφτιαξες με τα χεράκια σου και ότι μέσα έχει φλουρί γιατί θα μαλλιοτραβηχτούμε.

Πέρσι την έκανα Θρύψαλα για να βρω το πενηνταράκι και βρήκα και το χαρτάκι από το ζαχαροπλαστείο.
Είπες να έρθουμε τα Χριστούγεννα να φαμε παρέα, έτσι για το καλό της ημέρας. Να πιούμε κανένα ουζάκι. Θα έχουμε χταποδάκι και γαρίδες για μεζέ. Καλά είναι ανάγκη να μαζευτούμε Χριστούγεννα; Τις άλλες ημέρες δεν τρώνε; Δεν πουλάνε χταπόδι και γαρίδες τις καθημερινές; Για να έλθω στο σπίτι σου Χριστουγεννιάτικα θέλω δύο ώρες δρόμο και άλλες δύο να ψάχνω για πάρκινγκ. Άστο για καμιά καθημερινή ή για καμιά φτωχή Κυριακή.

Τις διακοπές θα λείπουμε. Θα πάμε να δούμε τον Άγιο Βασίλη στην παραλία. Ψοφάω να δω τον Άγιο με κόκκινο μαγιό και μαύρα γυαλιά να έχει απλώσει την κορμάρα του στην άμμο και να διαβάζει «Νέο Κόσμο». Αν δεν βρω ξενοδοχείο πολυτελείας μπορεί να πεταχτώ στις Μπαχάμες ή στο Μπαγκλαντές. Αν δεν βρούμε ούτε και εκεί κάτι που θα εξασφαλίζει άνεση και πολυτέλεια τότε θα βρω κανένα δωματιάκι με κουζίνα και διάφορα μεγέθη τηγάνια, στην Ντρομάνα. Με την πετονιά μου θα εξασφαλίσω το ψάρι της νέας χρονιάς μου.

Εμπιστευτικά σου λέω ότι θα πάω στην Ντρομάνα. Μην το πεις πουθενά.
Σε όλους τους άλλους έχω πει ότι θα πάω κρουαζιέρα με το υπερπολυτελές κρουαζιερόπλοιο καλεσμένος του Σεΐχη.

Μας είχε πει και ο Αργύρης, ο εξάδελφος της γυναίκας μου, να πάμε να περάσουμε μαζί την Άγια ημέρα. Μια φορά την έπαθα με αυτόν. Πριν και μετά το φαγητό μου διάβασε τα ποιήματά του και λίγο πριν φύγω δεκαεπτά σελίδες από το καινούργιο του διήγημα, στο οποίο μου κάνει την τιμή να με αναφέρει γιατί με …συμπαθεί. Δεν ξανάπαω στο λογοτέχνη ούτε άγια ημέρα, ούτε αμαρτωλή γιατί έτσι και με συμπαθήσει λίγο ακόμη, την … κάτσαμε.
Ναι βεβαίως το θυμάμαι. Μια χρονιά είχα βρεθεί στο Χριστουγεννιάτικο γεύμα που είχε οργανώσει ο Στρατός Σωτηρίας για τους φτωχούς μας. Αρκετοί ομογενείς ανάμεσα τους. Ντράπηκα και έβριζα τον εαυτό μου επί εβδομάδες.

Όταν συνειδητοποίησα την γρήγορη και λανθασμένη απόφασή μου να βρεθώ μαζί τους, θύμωσα πολύ. Γιατί πήγα; Δεν ήξερα ότι υπήρχαν; Γιατί πήγα τα Χριστούγεννα να δω τι τρώνε; Τις άλλες ημέρες δεν του λείπει το ψωμί, η ζεστασιά, η αγάπη και η φροντίδα;

Ντροπή σου, είπα. Ντροπή και αίσχος σου που θυμήθηκες τους… φτωχούληδες του Θεού μόνο τη μέρα της γιορτής. Πήγες να δείξεις το οποιοδήποτε ανάστημά σου και χωρίς να μιλάς, με το ύφος σου έλεγες:
Θαυμάστε με. Άφησα το σπίτι μου με τα καλούδια, στα γιορτινά ντυμένο και ήρθα να σας δείξω ότι σας πονάω.
Καμαρώστε με. Δεν δέχτηκα την πρόσκληση του πλούσιου του φίλου για να έρθω κοντά σας για να σας… δώσω. Να σας δώσω τι; Και γιατί διάλεξα τα Χριστούγεννα;
Έφυγα και ξέχασα να πω να με συγχωρέσετε που ήλθα Χριστουγεννιάτικα να κοροϊδέψω τον…. εαυτό μου.