«Ο πατέρας μου ‘το έβαλε στα πόδια’ πριν γεννηθώ»

Πρόκειται για την εξομολόγηση μιας ώριμης γυναίκας που το γεγονός ότι υιοθετήθηκε έχει σημαδέψει τη ζωή της.
Δεν είναι ότι της έλλειψε η αγάπη, η τρυφερότητα, η στοργή και η φροντίδα από τους θετούς γονείς της. Ούτε ότι η υιοθεσία ήταν το μεγάλο μυστικό όλων όσων εμπλέκονται στην υπόθεση, αποκαλύφτηκε ανεπάντεχα και τραυματίστηκε η ψυχή της.

«Από τότε που θυμάμαι τον κόσμο ήξερα ότι είμαι υιοθετημένη», θα πει η Αν Μαίρη Ράϊαν, παντρεμένη και μητέρα τριών κοριτσιών σήμερα.

«Αυτό που γνωρίζω για τον πατέρα μου είναι ότι είναι Έλληνας και το όνομά του είναι Κίμων. Βρισκόταν στην Benalla τo 1955, ήταν γύρω στα 20 και εργαζόταν στο Austral Cafe του θείου του Γιώργου Καλδή. Η μητέρα μου Ίνγκριντ, συνομήλική του, μόλις είχε έλθει από τη Γερμανία με τους γονείς της. Τραυματισμένη από τις φοβερές εμπειρίες του πολέμου, διψούσε για αγάπη και τις χαρές της ζωής. Ερωτεύτηκε, όπως θα πει, παράφορα τον νεαρό Κιμ και έμεινε έγκυος. Όταν εκείνος το πληροφορήθηκε, τρομοκρατήθηκε και το έβαλε στα πόδια. Έφυγε με το πρώτο τραίνο για τη Μελβούρνη και από τότε η μητέρα μου ούτε τον είδε ούτε άκουσε να γίνεται λόγος γι’ αυτόν».

ΤΥΧΕΡΗ ΣΤΗΝ ΑΤΥΧΙΑ ΜΟΥ

Υπάρχει μια πραότητα στην προσέγγιση του θέματος, ένας τόνος ουδέτερος, σαν να πρόκειται για την εξιστόρηση γεγονότων που δεν έχουν άμεση σχέση με την ίδια.
 «Γεννήθηκα στις 18 Μαΐου 1956. Οι γονείς της μητέρας μου αποφάσισαν ότι έπρεπε να με δώσουν για υιοθεσία. Ήταν μια διαδικασία που γινόταν τότε χωρίς δεύτερη σκέψη, μιας και δεν υπήρχε η κοινωνική ούτε και η κρατική στήριξη που υπάρχει σήμερα για τις άγαμες μητέρες.

 Όταν ο Τζορτζ και η Φίλις Κίζελ με υιοθέτησαν δεν σκέφτηκαν ούτε στιγμή να μου αποκρύψουν την αλήθεια. Είχαν ήδη υιοθετήσει ένα αγοράκι τέσσερα χρόνια πριν. Η θετή μου μητέρα ήταν δέκα χρόνια πιο μεγάλη από τον πατέρα μου και είχε συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι δεν μπορούσε η ίδια να φέρει στον κόσμο παιδιά».
Για την παιδική της ζωή θα πει ότι ‘πέρασε φυσιολογικά, με πολύ παιχνίδι, αγάπη και φροντίδα’.

«Δεν μου έλλειψε τίποτε. Ήμουν περήφανη για τους γονείς μου. Η μητέρα μου ήταν μαμή και ο πατέρας μου μετεωρολόγος. Εξαιτίας της δουλειάς του, είχα την τύχη να ζήσω στο Ντάργουϊν, στην Τασμανία και στη Ν.Ν.Ουαλία μέχρι που έγινα 6 χρόνων και εγκατασταθήκαμε μόνιμα στη Μελβούρνη.
Πιστεύω ότι υπήρξα τυχερή στη ζωή μου, αν και τα πράγματα δεν ήταν πάντα ρόδινα. Στα δεκαέξι έπαθα κατάθλιψη γιατί βασανιζόμουν τρομερά από το γεγονός ότι οι φυσικοί μου γονείς δεν με κράτησαν. Ένοιωθα θυμό, όχι απαραίτητα για τους γονείς μου, αλλά για την κοινωνία, το κατεστημένο που τους έσπρωξε στο να με δώσουν σε άλλους. Θεραπεύτηκα, αλλά μετά από δύο χρόνια έπαθα ακόμη σοβαρότερη μορφή κατάθλιψης από την οποία δεν μπόρεσα να απαλλαγώ παρά μόνο όταν άρχισα πανεπιστημιακές σπουδές και οι καλές επιδόσεις βοήθησαν στο να ανακτήσω την αυτοπεποίθησή μου».

Εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας παιδείας, σήμερα, έγγαμη και μητέρα τριών κοριτσιών, θα πει ότι «η ανάγκη να γνωρίσω τον φυσικό μου πατέρα γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Στην ουσία ποτέ δεν τον έχω βγάλει από τη σκέψη μου κι ας μην τον έχω γνωρίσει ποτέ. Κάθε Έλληνα που συναντώ αναρωτιέμαι μήπως τον ξέρει, μήπως είναι συγγενής του. Φοβάμαι μήπως φύγει από τη ζωή και δεν τον γνωρίσω ποτέ. Θέλω να πω ότι δεν ζητώ τίποτε άλλο παρά να τον δω και να γνωρίσω τα παιδιά του, αν έχει κάνει οικογένεια. Η σκέψη ότι μπορεί να έχω αδέλφια που δεν τα ξέρω με τρελαίνει».
 
ΑΠΙΣΤΙΑ

Στην εύλογη ερώτηση ‘γιατί τώρα και όχι πριν’, θα πει: «Δεν ήθελα να πληγώσω τους θετούς γονείς μου. Το θεωρούσα απιστία να αρχίσω να ψάχνω για τον φυσικό μου πατέρα. Τώρα όμως που έφυγε από τη ζωή ο θετός μου πατέρας, δεν έχω αναστολές, μόνο φόβο μήπως χάσω και τον φυσικό μου πατέρα, χωρίς να τον δω.
Θα πρέπει, φαντάζομαι, και ο ίδιος να αναρωτιέται, κάποιες στιγμές, τι έγινε, τι έκανε η Ίγκριντ με το παιδί που είχε στα σπλάχνα της και που ήταν και δικό του παιδί. Ο καθένας μπορεί να καταλάβει την πίεση που αντιμετωπίζει ένας νέος, ξένος σε μια νέα χώρα, που έρχεται για να δημιουργηθεί και ξαφνικά ανακαλύπτει ότι πρόκειται να γίνει πατέρας. Η Ίνγκριντ λέει ότι πανικοβλήθηκε όταν του το ’πε».

Προσέχω ότι όταν η Αν Μαίρη αναφέρεται στη φυσική της μητέρα, την αποκαλεί με το όνομά της και όχι ‘μαμά’.

Η αντίδραση έρχεται ζωηρή: «Μα δεν είναι μητέρα μου. Τι κι αν με γέννησε, άλλη με μεγάλωσε, άλλη μ’ έκανε αυτό που είμαι σήμερα. Την Ίνγκριντ τη γνώρισα μόλις πριν τρία χρόνια. Και τότε ζήτησα να μάθω για τον πατέρα μου, για την ίδια, αλλά δεν υπήρξε ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Δεν είναι ότι κάθισε και μου μίλησε με λεπτομέρειες για το κάθε τι. Μου έδωσε όμως να καταλάβω ότι από τη στιγμή που μ’ έδωσε για υιοθεσία, είπε στον εαυτό της ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα επάνω μου».

ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΖΕΣΤΗ

Και σήμερα ποια είναι η σχέση μητέρας και κόρης;
«Είναι μια σχέση ζεστή. Η θετή μου μητέρα έχει πεθάνει, εδώ και 18 μήνες, επομένως δεν αισθάνομαι ότι η επαφή με τη φυσική μου μητέρα μπορεί να την πληγώσει. Η Ίνγκριντ είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, με λεπτά αισθήματα, με πολλή αγάπη για μένα και τα παιδιά μου. Την βλέπω συχνά, είναι ευτυχισμένη που έστω και τώρα, είμαστε μαζί, μπορεί να μ’ αγκαλιάζει και να μου λέει ‘σ’ αγαπώ’. Αποφεύγει, διακριτικά, να μιλά για τον πατέρα μου, πιστεύω όμως ότι μέσα της τον δικαιολογεί για τη στάση που κράτησε τότε.

‘Ήταν νέος, τρόμαξε’, έχει πει και μέσα σ’ αυτές τις δυο λέξεις, κρύβεται, πιστεύω, η εξήγηση, η συγγνώμη, αν όχι και κάποια ίχνη τρυφερότητας για τον νεαρό άντρα που ερωτεύτηκε, πριν μια ολόκληρη ζωή. H ίδια παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, δεν νομίζω όμως ότι το παρελθόν, όποιο και να ’ναι αυτό μπορείς να το σβήσεις με μια μονοκονδυλιά. Πολύ λιγότερο βέβαια όταν υπάρχουν ζωντανές υπάρξεις για να σου το θυμίζουν».

Η μητέρα της, η Ίνγκριντ εννοώ, γνωρίζει ότι ψάχνει για τον πατέρα της;
«Όχι θεώρησα καλό να μην το αναφέρω. Είναι μια καθαρά δική μου υπόθεση αυτή, μια ανάγκη που γίνεται όλο και πιο επιτακτική και δεν θα ήθελα με τίποτε να μπει κάποιο πρόσκομμα στην προσπάθειά μου».

Όποιος έχει κάποια χρήσιμη πληροφορία μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της στο 0422 803 445