Πήγα να ευχηθώ «Καλά Χριστούγεννα» σ’ έναν Κινέζο ζαχαροπλάστη, και με λοξοκοίταξε!  Κατάλαβα.  Για τον Κινέζο, ο χριστιανικός Θεός – αυτός που κατέβηκε στη Γη ως άνθρωπος, που οι συμπατριώτες του τον μαύρισαν στο ξύλο και που τελικά τα παράτησε όλα κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στον ανύπαρκτο «ουρανό» – είναι ιστορία όχι για ευπρόσβλητους Κινέζους.  Προσέξτε, λοιπόν, σε ποιον λέτε «Καλά Χριστούγεννα».

Επειδή τούτες τις μέρες «χαλάει ο κόσμος» με τη μεγάλη εμποροπανήγυρη των Χριστουγέννων, σκέφτηκα να μιλήσουμε για κάποιους «διαβολικούς» παραλληλισμούς, με κύρια πρόσωπα τον Διόνυσο και τον Ιησού, και θα κλείσουμε με τον αρχαίο ελληνικό φιλοσοφικό μονοθεϊσμό.

Η «ΘΕΙΑ ΣΥΛΛΗΨΗ»

Ο επικός ποιητής Ησίοδος (8ος αι. π.Χ.), λέει:  «Σεμέλη τέκε φαίδιμον υιόν / μειχθείσ’ εν φιλότητι, Διώνυσον πολυγηθέα, / αθάνατον θνητή» (Θεογονία, 940-42).  Δηλαδή:  «Η Σεμέλη, ερωτοσμίγοντας [με τον Δία], γέννησε εξαίσιο γιο – τον πολύχαρο Διόνυσο, αθάνατος αυτός, θνητή αυτή».

Τι έχουμε εδώ;  Έχουμε έναν αθάνατο θεό – τον Δία – και μια θνητή γυναίκα – τη Σεμέλη – να «σκαρώνουν» έναν θεάνθρωπο – τον Διόνυσο – που, τελικά, γίνεται και αυτός αθάνατος θεός.  Οκτώ αιώνες αργότερα, βρίσκουμε κάποιον άλλον θεό – τον θεό του Αβραάμ – και μιαν άλλη θνητή γυναίκα – τη Μαριάμ – να «σκαρώνουν» έναν θεάνθρωπο – τον Ιησού – που, τελικά, γίνεται και αυτός αθάνατος θεός.  Εδώ ο παραλληλισμός είναι κατάδηλος και δεν χρειάζεται να πούμε ποιος αντέγραψε ποιον.

Στις Βάκχες του Ευριπίδη βλέπουμε τον Διόνυσο να λαμβάνει ανθρώπινη σάρκα, για να περπατήσει στη Γη ως μια θεϊκή ενσάρκωση.  Έτσι, δεν αναγνωρίζεται ως θεός, ακόμη και από τους πιο «κολλητούς» οπαδούς του.  Επιπλέον, υποφέρει στα χέρια εκείνων που δεν ξέρουν τι κάνουν.  Στο πρόσωπο του Διόνυσου γεφυρώνεται το χάσμα ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο.  Συνεπώς, ο Διόνυσος, ως θεάνθρωπος, έχει την πείρα και των δύο φύσεων – της θείας και της ανθρώπινης.

ΑΜΠΕΛΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΣΙ

Ο Διόνυσος είναι θεός της αμπέλου και του κρασιού.  Αιώνες αργότερα, θα έρθει ο Ιησούς για να δηλώσει:  «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» (Κατά Ιωάννη, 15:1).  Εδώ είναι προφανές (και πασιφανές) ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης προσπαθεί να μειώσει την αξία του θεανθρώπου Διόνυσου, ίσως επειδή οι Έλληνες γιόρταζαν τις θαυματουργικές δυνάμεις του Διόνυσου να μετατρέπει το νερό σε κρασί..  Εφευρίσκει, λοιπόν, τον «εν Κανά γάμο» (2:1) και βάζει τον Ιησού να κάνει αυτό που έκανε ο Διόνυσος – να μετατρέπει το νερό σε κρασί.  Το ότι πρόκειται για εφεύρεση, μαρτυρεί το γεγονός ότι κανένας άλλος Ευαγγελιστής δεν κάνει λόγο για τέτοιον γάμο και για μετατροπή του νερού σε κρασί.      

         
Το να πίνουμε κρασί στις τελετές του Διόνυσου (όπως κάναμε την περασμένη Κυριακή στην τακτική προ-χριστουγεννιάτικη συνεστίαση του Νέου Κόσμου), σημαίνει ότι «κοινωνούμε» (επικοινωνούμε) με τον θεό και παίρνουμε τη δύναμή του μέσα στο σώμα μας.  Ο Διόνυσος, με θαυματουργό τρόπο, παρέχει άφθονο κρασί σ’ εκείνους που χρειάζονται κάτι να πιουν.  Πάλι στις Βάκχες του Ευριπίδη, διαβάζουμε:  «νάρθηκ’ ες πέδον καθήκε γης / και τήδε κρήνην εξανήκ΄ οίνου θεός» (στ. 706-7).  Δηλαδή:  «του θύρσου το καλάμι έμπηξε στο χώμα και τότε εκεί ο θεός έβγαλε κρασόβρυση»!

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΟΣ

Υπάρχει η αντίληψη ότι όλοι οι αρχαίοι Έλληνες ήσαν πολυθεϊστές.  Η αντίληψη αυτή δεν αντέχει το βάρος της ιστορικής πραγματικότητας, και η ιστορική πραγματικότητα δείχνει ότι ο ελληνικός μονοθεϊσμός πάει πολύ πίσω.  Ας πάρουμε την περίπτωση του Ξενοφάνη του Κολοφώνιου (π. 570-π. 475 π.Χ.).  Αυτός ο ποιητής φιλόσοφος είχε γράψει:  «Είς θεός έν τε θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος, ού τι δέμας θνητοίσιν ομοίιος ουδέ νόημα.  Ούλος ορά, ούλος δε νοεί, ούλος δε τα’ ακούει. Αλλ’ απάνευθε πόνοιο νόου φρενί πάντα κραδαίνει. Αιεί δ’ εν ταυτώ μίμνει κινεύμενος ουδέν, ουδέ μετέρχεσθαί μιν επιπρέπει άλλοσε άλλη» (Έπη περί φύσεως, Απόσπ. 18).

Δηλαδή: «Ένας είναι ο θεός, ο πιο μεγάλος ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους, και δεν είναι όμοιος με τους θνητούς ούτε στο σώμα ούτε στο νου.  Ολόκληρος ο θεός βλέπει, ολόκληρος κατανοεί, ολόκληρος ακούει, και  χωρίς κόπο θέτει σε κίνηση όλα τα πράγματα, μόνο με το νου και με τη σκέψη του.  Πάντα μένει στον ίδιο χώρο, δεν κινείται καθόλου, γιατί δεν ταιριάζει σε θεό να κινείται από τον έναν τόπο στον άλλο».

Είμαι της γνώμης ότι, αν ο άξεστος Ιουστινιανός δεν είχε κλείσει τις φιλοσοφικές σχολές στην Αθήνα (το 529 μ.Χ.), η ελληνική φιλοσοφία θα είχε καταφέρει να φτιάξει έναν οικουμενικής αποδοχής απρόσωπο θεό – έναν θεό ανώτερο από τον προσωπικό, ανθρωπόμορφο Θεό του Αβραάμ.  Ο Αριστοτέλης όρισε τον θεό ως κάτι που δεν κινείται, αλλά κινεί τα πάντα: «ού κινούμενον κινεί» (Μετά τα Φυσικά, 1072a25).  Βλέπετε, ο θεός του Σταγειρίτη σοφού είναι ουδετέρου γένους (ούτε αρσενικός ούτε θηλυκός).  Επιπλέον, ο απρόσωπος θεός του Αριστοτέλη, ως καθαρή «νόησις νοήσεως», δεν θ’ ασχολούνταν με μάταιους κατακλυσμούς και με θυσίες αίματος, που δεν έχουν λύσει – ούτε πρόκειται να λύσουν – κάποιο ανθρώπινο πρόβλημα. 

Ερωτώ, λοιπόν: Γιατί ένας τέτοιος απρόσωπος, φιλοσοφικός θεός να μην γίνει οικουμενικά αποδεκτός, καταργώντας έτσι τις οργανωμένες θρησκείες που εμπαίζουν την τάλαινα ανθρωπότητα;

Το ερώτημα αυτό δεν θα το αφήσω να κρέμεται ρητορικό μπροστά στα βλέφαρά σας.  Η απάντησή μου είναι ετούτη εδώ:  Η έλλειψη φιλοσοφικής παιδείας έχει ως αποτέλεσμα η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων να εξακολουθεί να χρειάζεται κάποιον «επουράνιο Πατέρα».  

Φίλες και φίλοι της αρχαίας ελληνικής ψυχής, τούτο το άρθρο είναι το τελευταίο της χρονιάς.  Τραβώ για Queensland με τη «γαμετή» μου και κάποια από τα εφτά εγγόνια μου, για να τεντώσω λίγο την αρίδα μου!  Θα τα ξαναπούμε αρχές Φεβρουαρίου, 2011.  Έρρωσθε!