Ο κόσμος του βυθού είναι ήρεμος

Ένας πρώην συμπάροικος αφού «όργωσε» την Αυστραλία, τον Ινδικό και τον Ειρηνικό καταστάλαξε στην «Ιθάκη» του που την λένε…  Κέρκυρα.
Εκεί στις Μπενίτσες της Κέρκυρας δημιούργησε ένα μουσείο διαφορετικό!

Ένα μουσείο θαλάσσης που η διαφορετικότητά του έγκειται στο ότι η πλειοψηφία των εκθεμάτων αποτελούνται από την προσωπική συλλογή του ιδρυτή του κ. Ναπολέοντα Σαγιά.

 Σ’ αυτό το μουσείο με τα σπάνια και πολύτιμα εκθέματα από τους βυθούς του Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού αλλά και της Μεσογείου, δεσπόζει η ελληνική και αυστραλιανή σημαία.

 Ο κ. Σαγιάς δηλώνει με περηφάνια ότι έχει κολυμπήσει γύρω γύρω όλη την Αυστραλία στις αναζητήσεις-καταδύσεις του.

Γεννημένος το 1947 και μεγαλωμένος στην Κέρκυρα, έφυγε για τους γνωστούς λόγους της εποχής «λόγω πείνας και αφραγκίας», όπως χαρακτηριστικά λέει, και βρέθηκε στην Αυστραλία ως μετανάστης το ‘70. Όντας αντισυμβατικός και ριψοκίνδυνος δεν κινήθηκε προς τα συνήθη αστικά κέντρα προς αναζήτηση δουλειάς αλλά τράβηξε προς την πιο άγονη αλλά και πολλά υποσχόμενη γραμμή.

Από τη Γουαϊάμπα στην Πέρθη, στα ορυχεία χρυσού του Καργκούρλι, το Κούπερ Πίντι για όπαλς και μετά βόρεια προς το Τοπ Φράις μέσα από την έρημο με κυκλώνες, πλημμύρες και άλλα δεινά, ξετυλίγεται σαν παραμύθι η αφήγησή του, και μετά πέρασμα από το Γουίτναμ, στο Ghost Town όπως αποκαλείται σήμερα η έρημη πόλη.

 «Εκεί ήμασταν άτυχοι – τυχεροί, δεν βρήκαμε άμεσα δουλειά και φύγαμε», αναφέρει, «καθώς μας είπαν να περιμένουμε κάνα δυο βδομάδες να πεθάνει κάποιος και να πάρουμε τη θέση του. Όσοι δεν πέθαναν από καρκίνο, ζουν μ’ αυτόν», σχολιάζει. Οι περιπέτειες συνεχίζονται στο Old River Damn, στο Darwin, στο Derbin, στο Skarananta. «Φτάνοντας στο Dampier έτυχε και βρήκαμε καλή δουλειά και έτσι εγκαταστάθηκα στο Dampier» καταλήγει και ηρεμώ και ‘γω γιατί είχα αγχωθεί και μόνο βλέποντας τις τοποθεσίες στο χάρτη. Προσθέτει βέβαια ότι επισκεπτόταν τη Μελβούρνη και το Σίδνεϊ κάθε φορά και για την καλή ζωή και τη διασκέδαση και άλλα σχετικά.

– Πώς προέκυψε η ενασχόληση με το βυθό; Ήταν χόμπι ή επαγγελματική ενασχόληση;

– Στο Dampier δούλευα ως ship loader operator στην εταιρεία Hamersley Iron (ΗΙ). Η ενασχόληση με το βυθό και τα κοχύλια προέκυψε καθαρά ως χόμπι. Όταν κάποιος μου έριξε την ιδέα του μουσείου, έβγαλα άδεια και άρχισα την εξαγωγή συλλεκτικών κοχυλιών, αλλά πάντοτε κρατούσα τα καλύτερα για μένα με την προοπτική του μουσείου. Είκοσι χρόνια γύρω στην Αυστραλία, στο Great Barier Reef, Tasmania, New Zealand, Fiji, Ινδικό ωκεανό.

– Για ποιο λόγο επιστρέψατε στην Ελλάδα;
– Στην Ελλάδα επιστρέψαμε το ’89 με την γυναίκα μου και τα δύο μου παιδιά με σκοπό να δημιουργήσω το Μουσείο Θαλάσσης στην Κέρκυρα. Ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Έχοντας στην κατοχή μου μεγάλο αριθμό σπάνιων κοχυλιών, πήρα την απόφαση να δημιουργήσω το Μουσείο Θαλάσσης στην ιδιαίτερη πατρίδα μου την Κέρκυρα. Ήθελα να δώσω και στους Έλληνες την ευκαιρία να θαυμάσουν τον θαυμαστό πλούτο της θάλασσας καθώς στην Ελλάδα δεν υπήρχε ένα ανάλογο μουσείο.

– Οι εμπειρίες από την Αυστραλία συνέβαλαν στη δημιουργία του Μουσείου; Από ποιους αποτελείτο η ομάδα σας στην Αυστραλία;

– Φυσικά, διότι ο θαλάσσιος πλούτος της Αυστραλίας είναι μοναδικός. Η ομάδα μου στην Αυστραλία αποτελούνταν από επαγγελματίες συλλέκτες, βιολόγους θαλάσσης και φίλους. Για μένα το μουσείο είναι σαν άλμπουμ. Πάω, κάθομαι και κοιτάζω τα εκθέματα, θυμάμαι τα μέρη που τα βρήκα, που τα μάζεψα…

– Τι ακριβώς εκτίθεται στο μουσείο;
– Το Μουσείο περιλαμβάνει πολλές χιλιάδες εντυπωσιακά και σπάνια είδη από τις περισσότερες θάλασσες του πλανήτη και αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες και πληρέστερες συλλογές κοχυλιών στην Ευρώπη. Περιλαμβάνει κοχύλια, απολιθώματα, σφουγγάρια, κοράλλια, ταριχευμένα ψάρια, καρχαρίες και σαγόνια καρχαριών, αστακούς, καβούρια, αχινούς, φίδια κ.ά. από τον Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό, καθώς επίσης και τη Μεσόγειο Θάλασσα. Τα εκθέματα αποτελούνται κατά κύριο λόγο από την προσωπική συλλογή μου, η οποία εμπλουτίζεται συνεχώς, αλλά και από δωρεές.

– Πόσο καιρό λειτουργεί και τι απήχηση έχει στους Κερκυραίους και στους τουρίστες;
– Το μουσείο λειτουργεί από το 1989 από τους μήνες Μάρτιο έως Οκτώβριο. Ετησίως, το μουσείο μας επισκέπτονται χιλιάδες άτομα, συμπεριλαμβανομένων πολλών σχολείων, οργανωμένων γκρουπ, ελλήνων και ξένων επισκεπτών. Οι καλύτεροι διαφημιστές του μουσείου είναι οι επισκέπτες του. Από όπου και προέρχονται γινόμαστε φίλοι. Ακούω τα καλύτερα λόγια από τον κόσμο!
Έκανα τον Γεώργιο Ράλλη να πει το ‘ρ’ καθαρά. «Μπράβο, Ναπολέοντα!» μου είπε όταν ήρθε στο μουσείο. Βέβαια, όταν με ρώτησε για το αν με βοήθησε κανείς στο μεγάλο αυτό έργο του είπα «Πρόεδρε, υπάρχουν 300 διαφορετικά είδη καρχαριών. Ξέρετε ποιο είναι το πιο επικίνδυνο;» και κείνος μου λέει «Βεβαίως ξέγω, ο λευκός!» και του απαντάω με όλο το σεβασμό, ότι μετά τους 300 καρχαρίες της βουλής είναι ο λευκός καρχαρίας!

– Έχουν αναπτυγμένες ευαισθησίες οι Έλληνες για τέτοιου είδους μουσεία; Άξιζε τον κόπο;
– Οι Έλληνες έχουν ανεπτυγμένες ευαισθησίες, δεν θα έλεγα το ίδιο όμως και για το ελληνικό κράτος, το οποίο δυστυχώς δεν αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να υποστηρίξει τέτοια εγχειρήματα. Οι αρχικές αντιδράσεις ήταν «Τι; Μουσείο για μπομπόλια (σαλιγκάρια) θα κάνουμε;!!!». Στα εγκαίνια παρευρέθησαν πολλοί επίσημοι του κράτους και της Εκκλησίας, τα κανάλια, αποσπάσαμε πολλά ‘μπράβο’ αλλά την άλλη μέρα κανείς. Τώρα, δόξα τω θεώ, μας έχουν μάθει σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Συχνά μας παρουσιάζουν σε πολλά έντυπα και έχουν κάνει εκπομπές στην τηλεόραση.
Νιώθω ευχαριστημένος γιατί σε σύγκριση με άλλα παρόμοια μουσεία που στηρίχτηκαν σε δωρεές, αγορές και πακέτα Ντελόρ, αυτό που έχω φτιάξει εγώ είναι το καλύτερο στην Ευρώπη σε ποσότητα και σε ποιότητα, με προσωπική εργασία!

– Το μουσείο επισκέπτονται και πολλά παιδιά με τα σχολεία τους. Ποιες είναι οι πιο συχνές αντιδράσεις τους;
– Δεν θέλουν να φύγουν! Όντως το μουσείο επισκέπτονται πολλά παιδιά στο πλαίσιο των σχολικών τους εκδρομών. Οι συχνές αντιδράσεις τους είναι θαυμασμός και έκπληξη καθώς τα περισσότερα εκθέματα του μουσείου είναι εντελώς καινούργια γι’ αυτά. Αγαπημένα εκθέματα είναι οι καρχαρίες.
Το μουσείο όμως επισκέπτονται και πολλοί φοιτητές και βιολόγοι θαλάσσης με τις σχολές τους και μένουν έκπληκτοι με τις γνώσεις μου γιατί πολλά πράγματα που εκείνοι αγνοούν, εγώ, αν και τελειόφοιτος Δημοτικού Αγίου Ματθαίου Κερκύρας με βαθμό πέντε, τα ξέρω γιατί τα έζησα, τα βρήκα, τα καθάρισα, τα έβρασα, τα έφαγα, τα ταξινόμησα, γνωρίζω τις λατινικές τους ονομασίες και έχω πολλές γενικές γνώσεις.

– Επιτρέψτε μου μια παιδική ερώτηση: Τι έχουν δει τα μάτια σας; Έχετε δει ποτέ καρχαρία από κοντά; Νιώσατε ποτέ φόβο;

– Με τόσα χρόνια εμπειρίας, μπορώ να πω ότι τα μάτια μου έχουν δει πολλά και σπάνια. Οι καρχαρίες κολυμπούσαν δίπλα μας, έβλεπες κάτι σαν ένα μικρό υποβρύχιο δίπλα σου. Τις περισσότερες φορές έφευγαν, αλλά υπήρχαν και φορές που απλώς παραλύεις από το φόβο και δεν μπορείς να κάνεις κίνηση. Εκεί και ο φαλακρός βγάζει μαλλιά!
Μια φορά είχαμε ένα πάρτι στο σπίτι και ξεμείναμε από αστακούς. Οπότε λέω πάω να πιάσω μερικούς, στα 300 μέτρα από το σπίτι, και βουτάω χωρίς ψαροτούφεκο. Όπως έπιανα τους αστακούς και τους έβαζα στο τσουβάλι, έρχεται ένας καρχαρίας και μου αρπάζει το τσουβάλι… πάνε και οι αστακοί!!!

– Τι σας λείπει από την Αυστραλία;

Ο απλός κόσμος! Η Αυστραλία προσφέρει στο παιδί, στο γέρο, στον άνεργο, στην υγεία. Σου μιλούν καθαρά! Όσοι ήμαστε από κει πέρα στις περιοχές North Western, στο Dampier, Καράφα, Ταραπατού, Τοπ Φράι, Γουίκαμ, ήμασταν μια οικογένεια, λέγαμε τον πόνο μας, τη χαρά μας. Το πιστεύω ότι είμαστε πιο πολύ Έλληνες από τους Έλληνες της Ελλάδας γιατί εδώ δεν έχασαν τίποτα..

– Προτιμάτε τον θαλάσσιο κόσμο του βυθού από τη στεριά;
– Ο θαλάσσιος κόσμος σε σχέση με τον κόσμο της στεριάς είναι πολύ πιο ήσυχος και γαλήνιος. Όταν βρίσκεσαι στο βυθό βρίσκεσαι σε άλλο κόσμο, δε σκέφτεσαι τίποτα, ηρεμείς. Είναι ο ήρεμος κόσμος!

– Συνεχίζετε τις καταδύσεις-αναζητήσεις;
– Οι αναζητήσεις δεν σταματούν ποτέ! Οι καταδύσεις δυστυχώς λόγω ηλικίας έχουν σταματήσει. Δεν έχω πια τη νεανική τρέλα, έχω άλλες είδους τρέλες. Ευχαριστημένος είμαι παρά τις όποιες πικρίες και κακουχίες έχω περάσει.

– Σας ευχαριστώ πολύ!
– Και γω και θα ήθελα να χαιρετήσω όλους τους Έλληνες και την εφημερίδα καθώς και τους συλλέκτες κοχυλιών, τα μουσεία, τα shell club της Αυστραλίας.
Για περισσότερες πληροφορίες και εικόνες στην ιστοσελίδα του Μουσείου Θαλάσσης Κέρκυρας www.corfushellmuseum.com