ΜΕΡΟΣ 2Ο

Παρέκβαση: Μου άρεσε ο πρωτοσέλιδος υπότιτλος του «Ν.Κ.» της Δευτέρας (15/6/09), που λέει: «Την Εκκλησία και το φούτι απειλεί η γρίπη των χοίρων». Δηλαδή ένας ιός ασήμαντος απειλεί τον οίκο του δημιουργού του σύμπαντος! Κι αν ο οίκος του Θεού δεν προστατεύει τους πιστούς, τότε ποιος διάβολος θα τους προστατέψει; Απλή απάντηση: Η άνασσα Επιστήμη! Τέλος παρέκβασης.
 
Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε τον Τίμαιο να συζητά με τον Σωκράτη το θέμα της κοσμογονίας. Έγινε λόγος για κάποιον θεό-δημιουργό τούτου του αισθητού κόσμου. Ο θεός αυτός ήταν αγαθός και άριστος, δεν είχε μέσα του κανένα φθόνο, εν αντιθέσει προς τον Θεό-Δημιουργό της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης, που ο ίδιος φανερώνει τη ζήλια του για τους άλλους θεούς, διατάζοντας τον Μωυσή και τον λαό του να εκτελέσουν τις ακόλουθες ανίερες πράξεις:
 «Τους βωμούς αυτών καθελείτε και τας στήλας αυτών συντρίψετε και τα άλση αυτών εκκόψετε και τα γλυπτά των θεών αυτών κατακαύσετε εν πυρί. Ου γαρ μη προσκυνήσητε θεώ ετέρω. Ο γαρ κύριος ο θεός ζηλωτόν όνομα, θεός ζηλωτής εστιν» (Έξοδος, 34:13-4). Δηλαδή: «Κατεδαφίστε τους βωμούς τους, συντρίψτε τις στήλες τους, κόψτε τα ιερά τους άλση και ρίξτε στη φωτιά τα αγάλματα των θεών τους. Να μην προσκυνήσετε άλλον θεό, γιατί ο κύριος, ο θεός σας, είναι θεός ζηλιάρης».

Ναι, και η φασολάδα το ίδιο περίπου είπε στους Νεοέλληνες: «Κακομοίρηδες, μη σας δω να τρώτε ρεβίθια ή φακές, θα φτιάξω τα στομάχια σας θαλάμους αερίων και τις κοιλιές σας φουσκωμένα αερόστατα!». Φοβήθηκαν τις πρωκτικές συνέπειες κι από τότε κάθε χρόνο με θρησκευτική ευλάβεια προσέρχονται στην ομώνυμη γιορτή της για να τιμήσουν τη ζηλιάρα θεά! Αλλ’ ας επιστρέψουμε στο θέμα. Τον λόγο εξακολουθεί να έχει ο Τίμαιος. Ο Σωκράτης ακούει αμίλητος.

Ο ΤΙΜΑΙΟΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ . . .

 «Αφού λοιπόν ο θεός-δημιουργός σκέφτηκε (λογισάμενος), είπε ότι από τα φυσικά ορατά πράγματα, αν κάτι δεν έχει νου, δεν θα είναι ποτέ, ως σύνολο, έργο καλύτερο από ένα άλλο σύνολο που έχει νου, και ότι νους χωρίς ψυχή είναι αδύνατο να υπάρξει σε κάτι. Ύστερα από αυτή τη σκέψη, αφού έβαλε νου στην ψυχή (νουν εν ψυχή) και ψυχή στο σώμα (ψυχήν εν σώματι), κατασκεύασε το σύμπαν για να πετύχει ένα έργο, που να είναι όσο το δυνατόν ωραιότερο και άριστο από φυσικής πλευράς.

»Πρέπει να παραδεχόμαστε, σύμφωνα με τη λογική (κατά λόγον), ότι αυτός ο κόσμος, ο ζωντανός, ο έμψυχος, ο νουνεχής, δημιουργήθηκε χάρη στη θεία πρόνοια (δια την του θεού γενέσθαι πρόνοιαν). Κι αφού το πράγμα είναι έτσι, πρέπει στη συνέχεια να εξετάσουμε το εξής ερώτημα: ο δημιουργός, που δημιούργησε αυτόν τον κόσμο, ποιον άλλον ζωντανό κόσμο είχε υπόψη του και τον έκανε όμοιο μ’ εκείνον; [. . .] ο δημιουργός δεν έπλασε ούτε δύο ούτε άπειρους κόσμους. Ένας και μοναδικός είναι αυτός εδώ ο ουρανός και πάντοτε έτσι θα είναι [. . .].

»Κατ’ ανάγκη, ό,τι γεννιέται έχει σώμα, φαίνεται και πιάνεται. Κανένα όμως πράγμα δεν μπορεί να φαίνεται, αν χωριστεί από το πυρ, ούτε να πιάνεται, αν δεν έχει κάτι το στερεό. Αλλά στερεό δεν υπάρχει, αν δεν έχει χώμα (γη). Επομένως, ο θεός, όταν άρχιζε να δημιουργεί το σώμα του σύμπαντος, το έκαμε από φωτιά και χώμα. Δεν είναι όμως δυνατό να συναρμολογηθούν καλά δύο πράγματα χωρίς να χρησιμοποιηθεί και κάποιο άλλο, διότι αυτό το τρίτο πρέπει να χρησιμεύσει ως σύνδεσμος μεταξύ των δύο [. . .]. Για τον λόγο αυτό, ο θεός, αφού έβαλε ανάμεσα στη φωτιά και στο χώμα το νερό και τον αέρα . . . έτσι τα συνέδεσε και δημιούργησε έναν ουρανό, έναν κόσμο, που είναι προσιτός στην όραση και στην αφή. Έτσι από αυτά τα τέσσερα στοιχεία (φωτιά, νερό, αέρας, χώμα) . . . γεννήθηκε το σώμα του κόσμου, αρμονικό, εξαιτίας της αναλογίας των στοιχείων που συνενώθηκαν [. . .].

»Όταν λοιπόν ο δημιουργός του κόσμου είδε ότι αυτός ο κόσμος κινήθηκε και ήταν σαν μια εικόνα των αιώνιων θεών, θαύμασε, κι από ευχαρίστηση (ευφρανθείς) θέλησε να τον κάνει ακόμη περισσότερο όμοιο με το πρότυπο που χρησιμοποίησε (έτι δη μάλλον όμοιον προς το παράδειγμα). Όπως αυτό το πρότυπο είναι ζωντανό και αιώνιο, έτσι επιχείρησε να κάνει, όσο μπορούσε, και τον κόσμο που έπλασε. Αλλά το ζωντανό αυτό πρότυπο έχει φύση αιώνια, την οποία δεν ήταν δυνατό να μεταδώσει εξ ολοκλήρου και στον κόσμο που πλάστηκε. Σκέφτηκε λοιπόν να κάνει τον ορατό κόσμο σαν μια κινητή εικόνα του αιώνιου, αόρατου κόσμου [. . .].

ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ

»Η φτιαγμένη αυτή εικόνα, αιώνια και αυτή, κινείται σύμφωνα με τους νόμους των αριθμών. Αυτή την αιώνια κίνηση, της αιώνιας εικόνας, την ονομάζουμε «χρόνο». Ο δημιουργός δηλ. μηχανεύτηκε, τότε που δημιουργούσε τον κόσμο, να κάνει τις ημέρες, τις νύχτες, τους μήνες και τα έτη, που δεν υπήρχαν πριν γεννηθεί ο ουρανός (ουκ όντας πριν ουρανόν γενέσθαι). Όλ’ αυτά είναι μέρη του χρόνου. Επίσης το παρελθόν και το μέλλον είναι είδη του χρόνου, που έχουν κι αυτά γεννηθεί. Αυτά εμείς, χωρίς να το καταλαβαίνουμε ότι κάνουμε λάθος, τα αποδίδουμε σ’ αυτή την αιώνια ουσία. Λέμε δηλ. ότι αυτή η ουσία υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει [. . .].
»Ο χρόνος γεννήθηκε μαζί με τον ουρανό . . . Από τέτοιον υπολογισμό και σκέψη του θεού (εκ λόγου και διανοίας θεού) για τη γένεση του χρόνου, και προκειμένου να γεννηθεί ο χρόνος, δημιουργήθηκαν ο ήλιος, η σελήνη κι άλλα πέντε άστρα, που ονομάζονται «πλανήτες» . . . Ο θεός λοιπόν, αφού έπλασε τα σώματα του καθενός από αυτά τα άστρα, τα τοποθέτησε στις τροχιές τους (έθηκεν εις τας περιφοράς).