Η Σουηδία διαθέτει ένα από τα υψηλότερα βιοτικά επίπεδα στον κόσμο και ένα από τα πιο ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικών ασφαλίσεων. Έχει περίπου 400.000 μετανάστες που αποτελούν το 4-5% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι Έλληνες (συνυπολογίζοντας και τα παιδιά των μεταναστών, πολλά από τα οποία έχουν πολιτογραφηθεί) δεν ξεπερνούν το 5%, περίπου, του συνόλου των μεταναστών. Το 1975 οι Έλληνες στη Σουηδία ήταν 17.836• το 1996 παρέμεναν στη χώρα 11.804 Έλληνες υπήκοοι, ενώ σουηδική υπηκοότητα είχαν αποκτήσει γύρω στα 6-8.000 άτομα ελληνικής καταγωγής.

Πριν από το 1960 είχαν εγκατασταθεί στη Σουηδία γύρω στους 300-400 Έλληνες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 δημιουργήθηκαν σουηδικά γραφεία στρατολόγησης εργατικής δύναμης στην Ιταλία, την Ελλάδα και σε άλλες μεσογειακές χώρες. Έτσι, πολλοί Έλληνες έφτασαν στη χώρα από το 1960 ως το 1975, στο πλαίσιο της οργανωμένης στρατολόγησης εργατι κής δύναμης από τις βιομηχανίες, για να εργαστούν ως ανειδίκευτοι εργάτες• αρκετοί άλλοι όμως μετακινήθηκαν αυτόνομα ή στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τη Μακεδονία και την Ήπειρο, ήταν αγροτικής καταγωγής και χαμηλού εκπαιδευτικού και μορφωτικού επιπέδου. Οι μισοί περίπου εγκαταστάθηκαν στην περιφέρεια της Στοκχόλμης, ενώ οι υπόλοιποι σκορπίστηκαν σε άλλα βιομηχανικά κέντρα, όπως το Μάλμε και το Γκέτεμποργκ.

Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας, η Σουηδία υποδέχτηκε πολλούς πολιτικούς πρόσφυγες, οι οποίοι υπολογίζεται ότι για ένα σύντομο χρονικό διάστημα έφτασαν να αποτελούν το 50% των Ελλήνων της χώρας. Άσυλο δόθηκε και στον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος δημιούργησε εκεί την αντιστασιακή οργάνωση ΠΑΚ, με τη βοήθεια του Ούλοφ Πάλμε και άλλων Σουηδών πολιτικών. Μετά τη μεταπολίτευση και κυρίως με την επιδείνωση της οικονομίας στη χώρα, σημειώθηκε ρεύμα παλιννόστησης που ενισχύθηκε κατά τη δεκαετία του 1980.

Το 1982 το 60,4% των Ελλήνων μεταναστών της Σουηδίας εργαζόταν, ενώ οι υπόλοιποι είτε ήταν άνεργοι είτε δεν υπήρχαν στοιχεία για την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Το 34% όσων εργάζονταν ήταν βιομηχανικοί εργάτες, ενώ το 63,6% απασχολούνταν σε υπηρεσίες (κυρίως καθαρισμού, αλλά και σε εστιατόρια ή στο λιανεμπόριο). Οι επιδόσεις των παιδιών ελληνικής καταγωγής στο εκπαιδευτικό σύστημα της Σουηδίας είναι υψηλότερες από αυτές των γόνων άλλων εθνοτήτων, ωστόσο, παρά τις σπουδές τους, η ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας έχει παρουσιάσει δυσκολίες.

Η Σουηδία από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 έλαβε μέτρα για τη διευκόλυνση της προσαρμογής των μεταναστών στη νέα τους ζωή, όπως, π.χ., την παροχή δωρεάν μαθημάτων σουηδικής γλώσσας, την εκπαίδευση διερμηνέων ή τη φροντιστηριακή διδασκαλία της σουηδικής στα παιδιά των μεταναστών. Παράλληλα, τα σουηδικά συνδικάτα επιχειρούσαν να επιτύχουν ένα υψηλό επίπεδο οργάνωσης των μεταναστών. Το 1967 η κυβέρνηση υιοθέτησε πολιτική ελεγχόμενης εισροής μεταναστών, αλλά και ενσωμάτωσης όσων είχαν ήδη εγκατασταθεί στη χώρα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1975, εξήγγειλε μια μεταναστευτική πολιτική βασισμένη στις αρχές της ισότητας, της ελεύθερης επιλογής και της συνεργασίας: όλες οι ομάδες μεταναστών, πέρα από ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, θα είχαν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τη μητρική τους γλώσσα και τον πολιτισμό της χώρας καταγωγής τους. Στο πλαίσιο αυτό καθιερώθηκε η ενεργητική διγλωσσία στο εκπαιδευτικό σύστημα: δημιουργήθηκαν δηλαδή μικτά δίγλωσσα σχολεία όπου οι ξένοι μαθητές φοιτούσαν σε κανονικές σουηδικές τάξεις, μέσα στις οποίες μπορούσαν να διδάσκονται τη μητρική τους γλώσσα 4-16 ώρες την εβδομάδα. Έτσι, για αρκετά χρόνια διδασκόταν η ελληνική ως μητρική γλώσσα παιδιών μεταναστών στα σουηδικά σχολεία. Σήμερα βέβαια αυτό έχει περιοριστεί πολύ, εφόσον, για να διδαχθεί μια ξένη γλώσσα ως μητρική σε ένα σουηδικό σχολείο, πρέπει να συμπληρωθεί ένας ελάχιστος αριθμός ενδιαφερόμενων παιδιών όπου δεν συγκεντρώνονται αρκετά παιδιά, τα οργανωμένα από το ελληνικό κράτος μαθήματα αποτελούν τους κυρίους χώρους διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας.

Η Στοκχόλμη είναι η έδρα της Ορθόδοξης Μητρόπολης Σουηδίας και Πάσης Σκανδιναβίας. Η Εκκλησία δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή των ελλήνων μεταναστών. Κατά την περίοδο της δικτατορίας, μάλιστα, αλλά και στο πρώτο διάστημα μετά τη μεταπολίτευση, σημειώθηκαν μεγάλες τριβές μεταξύ των κοινοτήτων και εκπροσώπων της Εκκλησίας. Οι Έλληνες της Σουηδίας οργανώθηκαν εξαρχής σε κοινότητες, ενώ αρκετοί εντάχθηκαν και σε ελληνικά πολιτικά κόμματα. Το 1972 ιδρύθηκε η Ομοσπονδία Ελληνικών Συλλόγων και Κοινοτήτων Σουηδίας. Στο πρώτο συνέδριό της έλαβαν μέρος μόλις 5 Κοινότητες, ενώ την περίοδο 1980-1981 συγκέντρωνε υπό την αιγίδα της 52 Κοινότητες. Η Ομοσπονδία και ο Σύλλογος Στοκχόλμης, σε συνεργασία με διάφορους σουηδικούς φορείς και προσωπικότητες της πολιτικής ζωής της χώρας, συνδέθηκαν άμεσα με τον αγώνα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Κατά τη δεκαετία του 1970, όσο το όνειρο της επιστροφής φαινόταν ακόμα πραγματοποιήσιμο, οι Κοινότητες και η Ομοσπονδία συσπείρωναν γύρω τους μεγάλο μέρος των Ελλήνων και ήταν ιδιαίτερα δραστήριες. Η Ομοσπονδία συνέβαλε, επίσης, στην προώθηση νόμων και διατάξεων για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των μεταναστών, την καθιέρωση ελληνικών προγραμμάτων στην κρατική ραδιοτηλεόραση και μαθημάτων μητρικής γλώσσας στα σουηδικά σχολεία. Ενισχύθηκε οικονομικά από το σουηδικό και, κατά καιρούς, και από το ελληνικό Κράτος, συνεργάστηκε με θεσμούς και υπηρεσίες της χώρας υποδοχής σε θέματα μεταναστών και μετείχε σε ομοσπονδίες με άλλες μεταναστευτικές εθνότητες. Εκδίδει μέχρι σήμερα το σημαντικότερο και πιο μακρόβιο περιοδικό έντυπο των Ελλήνων της Σουηδίας, τα Μεταναστευτικά Νέα, που κυκλοφορεί από το 1976.

Σήμερα στη Σουηδία λειτουργούν 40 Ελληνικές Κοινότητες (Στοκχόλμη, Γκέτεμποργκ, Μάλμε, Ουψάλα κ.α.), οι οποίες όμως έχουν απομαζικοποιηθεί. Υπάρχουν και αρκετές εθνικοτοπικές, πολιτιστικές και αθλητικές οργανώσεις και σύλλογοι γονέων. Στη Στοκχόλμη λειτουργεί με ιδιωτική πρωτοβουλία, επιχορηγούμενο από δημοτικές και κρατικές Αρχές της Σουηδίας και τη Γενική Γραμματεία Αποδήμου Ελληνισμού, η Ελληνική Βιβλιοθήκη και Αρχείο Σουηδίας, όπου έχουν συγκεντρωθεί χιλιάδες ελληνικά βιβλία, αλλά και αρχειακό υλικό για τους Έλληνες της Σουηδίας.

Η Σουηδία έδωσε στους αλλοδαπούς κατοίκους της τη δυνατότητα να πολιτογραφηθούν, επέτρεψε στους μετανάστες που επέλεγαν να μην γίνουν Σουηδοί πολίτες να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων για θέματα που τους αφορούσαν και τους παρείχε δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές. Γι’ αυτό και η ένταξη της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 1995, δεν επηρέασε θεαματικά το νομικό καθεστώς των Ελλήνων και των άλλων μεταναστών από τις χώρες-μέλη της Ένωσης.
Παρ’ όλα, πάντως, τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι μετανάστες στη χώρα αυτή, οι κοινωνικές και οι οικονομικές διακρίσεις δεν έχουν εκλείψει, ενώ τις τελευταίες ιδίως δεκαετίες έχουν αυξηθεί οι ρατσιστικές επιθέσεις εναντίον ξένων.