Αν ζούσε, θα είχε γιορτάσει την Τρίτη, 8 Φεβρουαρίου του 2011, τα 80ά γενέθλιά του. Αν ζούσε βέβαια, ίσως και να μην ασχολούμασταν με ιδιαίτερη όρεξη μαζί του. Διότι πολύ συχνά ένας θνητός γίνεται θρύλος όταν το νήμα της ζωής του κοπεί βίαια, ξαφνικά και νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως. Έτσι συμβαίνει με αυτούς που πεθαίνουν ή αυτοκτονούν νέοι, από τον Τουταγχαμών και τον Μέγα Αλέξανδρο ως τον Κερτ Κομπέιν και τον Χιθ Λέτζερ. Τους κρατάμε ζωντανούς για πάντα. Ίσως επειδή δεν θέλουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με τη δική μας θνητότητα. «Να ονειρεύεσαι σαν να πρόκειται να ζήσεις για πάντα. Να ζεις σαν να πρόκειται να πεθάνεις σήμερα» ήταν το μότο του καστανόξανθου ζεν πρεμιέ με το μυωπικό βλέμμα και τις στοχαστικές ρυτίδες στο μονίμως συνοφρυωμένο μέτωπο, που σκοτώθηκε σε δυστύχημα το 1955 για να περάσει στην αιωνιότητα. Τζέιμς Ντιν το όνομά του, σημείο αναφοράς στην ποπ κουλτούρα των τελευταίων 60 χρόνων, τόσο που μνημονεύεται ακόμη και από τη Lady Gaga στο τραγούδι «Speechless» (παραγωγής του 2010).

«Ένας ηθοποιός πρέπει να μεταφέρει στο πανί ή στη σκηνή την αληθινή ζωή και προκειμένου να το καταφέρει πρέπει να είναι πρόθυμος να δεχτεί όσες εμπειρίες η ζωή τού προσφέρει. Στο μικρό διάστημα της ζωής του, ένας ηθοποιός πρέπει να μάθει όλα όσα μπορεί να μάθει, να βιώσει όσα μπορεί να βιώσει ή έστω να φτάσει όσο πιο κοντά γίνεται σε αυτόν τον στόχο. Θα πρέπει να είναι υπεράνθρωπος στην προσπάθειά του να αποθηκεύει στο υποσυνείδητό του οτιδήποτε μπορεί να του ζητηθεί να χρησιμοποιήσει για να εκφράσει την τέχνη του». Δεν θα μάθουμε ποτέ τι πρόλαβε να μάθει ο Τζέιμς Ντιν κατά τη διάρκεια των 24 ετών της ζωής του ή πόσο ακόμη καλύτερος ηθοποιός θα γινόταν. Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε: Ότι αν ζούσε θα υπέφερε από την τυποποίηση στον ρόλο του επαναστατημένου εφήβου που δεν ωριμάζει ποτέ, πως θα χανόταν στη δίνη της υπέρμετρης δόξας, ότι ίσως να είχε μια καταπληκτική καριέρα και μια ήσυχη ζωή σαν τον Πολ Νιούμαν.

Ο ρόλος τού ταίριαζε γάντι. Ποιος άλλος θα μπορούσε να ενσαρκώσει τόσο πειστικά ένα μπερδεμένο αγόρι, χαμένο στο χάσμα ανάμεσα στην εφηβεία και στην ενηλικίωση;

Αυτά που γνωρίζουμε σίγουρα είναι τα εξής: Ο Τζέιμς Μπάιρον Ντιν (αντίθετα με ό,τι πολλοί πιστεύουν, το μεσαίο του όνομα δεν το πήρε ως φόρο τιμής στον Λόρδο Βύρωνα, αλλά από έναν άσημο συγγενή του) γεννήθηκε στη μεσοδυτική Πολιτεία της Ιντιάνα, λίγους μήνες έπειτα από την έλευση στον κόσμο, στα ίδια περίπου μέρη, ενός άλλου γαλανομάτη καρδιοκατακτητή, του Στιβ Μακ Κουίν. Όταν ο Τζίμι – έτσι τον φώναζαν όλοι χαϊδευτικά, διότι ήταν μικρόσωμος – έκλεισε τα πέντε, ο πατέρας του, οδοντοτεχνίτης στο επάγγελμα, πήρε τη φαμίλια του και μετακόμισαν στην Καλιφόρνια. Τέσσερα χρόνια αργότερα η μητέρα του ευαίσθητου αγοριού πέθανε και ο μικρός επέστρεψε στη γενέτειρά του (στο ίδιο τρένο που μετέφερε το φέρετρό της) για να τον μεγαλώσει μια θεία του. Ο πατέρας του είχε υποσχεθεί ότι θα παρευρισκόταν στην κηδεία. Δεν τα κατάφερε ποτέ. Οι αναγνώστες-ακόλουθοι της ψυχανάλυσης έβγαλαν ήδη πολλά συμπεράσματα.

Μέχρι τα 18 του, ο Τζέιμς Ντιν ήταν ένα κοντό, αδύνατο αγόρι, που φορούσε γυαλιά με χοντρούς φακούς και είχε μαλλιά άγρια, κοντοκουρεμένα και ατημέλητα. Αφού αποφοίτησε από το λύκειο, έχοντας πρώτα σπάσει μερικά δόντια στην προσπάθειά του να γίνει από τους δημοφιλείς αθλητές του σχολείου στο μπάσκετ, αποφάσισε να ζήσει με τον πατέρα του και τη δεύτερη σύζυγό του στη Σάντα Μόνικα, όπου και θα εγγραφόταν στο κολέγιο. Τις ακαδημαϊκές επιδιώξεις τις παράτησε το 1950 για να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού. Οταν ανακοίνωσε τις προθέσεις του στον πατέρα του, εκείνος τον έδιωξε κλοτσηδόν από το σπίτι.

Το 1951 έκανε τέσσερις σύντομες εμφανίσεις, σχεδόν κομπάρσος δηλαδή, σε ταινίες σκηνοθετών όπως ο Ντάγκλας Σερκ, ο Σάμιουελ Φούλερ και ο Μάικλ Κέρτιζ. Ο τότε δάσκαλός του στην υποκριτική, ο ηθοποιός Τζέιμς Γουίτμορ, τον συμβούλεψε να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη για να εκπαιδευτεί στο περίφημο «Actors’ Studio» και να «ψηθεί» στο θέατρο. Στη δεύτερη εμφάνισή του στο σανίδι του Μπρόντγουεϊ, εν έτει 1954, σε μια θεατρική μεταφορά της νουβέλας του Αντρέ Ζιντ «Ο ανηθικολόγος», ο Ντιν έκλεψε τις εντυπώσεις. Υποδυόταν ένα αδίστακτο αγόρι που αποπλανεί ένα ανδρόγυνο. Δύο μόλις εβδομάδες μετά την πρεμιέρα βρισκόταν στον δρόμο για τη Δυτική Ακτή. Το κινηματογραφικό στούντιο Warner Brothers τού πρότεινε συμβόλαιο και ο φιλόδοξος νεαρός μετακόμισε στο Χόλιγουντ για να πάρει μέρος στα γυρίσματα της ταινίας «Ανατολικά της Εδέμ» με σκηνοθέτη τον Ηλία Καζάν, ο οποίος είχε υπάρξει και δάσκαλός του στο Μεγάλο Μήλο. Πάλι μεταφορά μυθιστορήματος, κλασικό αμερικανικό, του Τζον Στάινμπεκ αυτήν τη φορά.

Ο ρόλος τού ταίριαζε γάντι. Ποιος άλλος θα μπορούσε να ενσαρκώσει τόσο πειστικά ένα μπερδεμένο αγόρι, χαμένο στο χάσμα ανάμεσα στην εφηβεία και στην ενηλικίωση; Οι προσδοκίες του τεράστιες. Επρόκειτο επιτέλους να δουλέψει πλάι στον άνθρωπο που είχε κάνει διάσημο το μεγάλο του είδωλο, τον Μάρλον Μπράντο. Ενώ όμως στη Νέα Υόρκη είχε δείξει άψογη διαγωγή και πειθαρχία, εδώ η συμπεριφορά του ήταν εντελώς διαφορετική. Υστερικός, αλλοπρόσαλλος, δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα στους άλλους ηθοποιούς με τις ξαφνικές αλλαγές στη διάθεσή του. Επιπλέον, αυτοσχεδίαζε όποτε το θεωρούσε ο ίδιος σκόπιμο και σχεδόν ποτέ δεν έλεγε τις ατάκες του όπως ήταν γραμμένες στο σενάριο. Έμοιαζε με κακομαθημένο παιδί, που πάσχιζε να τραβάει την προσοχή του Καζάν. Ανταγωνιζόταν στο μυαλό του τον Μάρλον Μπράντο για τον θαυμασμό του σκηνοθέτη, όπως ο Καλ ανταγωνιζόταν στην ταινία τον αδελφό του για την αγάπη του αυταρχικού πατέρα τους. Ο Ηλίας Καζάν φέρεται να έχει πει για τους δύο ηθοποιούς που καθόρισε με τις ταινίες του: «Το σώμα του Ντιν ήταν πολύ ιδιαίτερο. Μερικές φορές ήταν σαν να κουλουριαζόταν από πόνο. Ηταν πάντα ζαρωμένος. Ετσι ήταν και ψυχολογικά. Μέσα του δεν ήταν σαν τον Μπράντο και ας τους συνέκριναν συχνά ως όμοιους. Δεν υπήρχε σύγκριση. Ο Ντιν ήταν ένα πολύ, πολύ άρρωστο παιδί ψυχολογικά, ενώ ο Μπράντο δεν ήταν άρρωστος, ήταν απλώς ανήσυχος, ταραγμένος».

Αμέσως μετά ο Τζέιμς Ντιν έπαιξε τον πιο εμβληματικό του ρόλο, εκείνον του Τζιμ Σταρκ στον «Επαναστάτη χωρίς αιτία» του Νίκολας Ρέι, ενός εφήβου που αντιδρά στον κομφορμισμό της μικροαστικής τάξης και στην απουσία κατανόησης από την πλευρά των γονέων του. Μετά το πέρας αυτής της υποχρέωσης, χωρίς ανάσα σχεδόν, αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο φιλμ «Ο γίγας», που έμελλε να γίνει τεράστια επιτυχία και να είναι για δεύτερη φορά υποψήφιος για Όσκαρ μετά θάνατον (η πρώτη ήταν με το «Ανατολικά της Εδέμ»), ο μοναδικός ηθοποιός στην ιστορία του θεσμού που έχει βρεθεί υποψήφιος δύο φορές χωρίς να βρίσκεται εν ζωή.
 
Η σχέση του με τα αυτοκίνητα και την ταχύτητα άγγιζε τα όρια της εμμονής. Τόσο που στα συμβόλαιά του με τα στούντιο υπήρχε ο όρος να του απαγορεύεται η οδήγηση αγωνιστικών αυτοκινήτων κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, κυρίως για να μη χαλάσει σε κάποιο ατύχημα το ωραίο του πρόσωπο. Με το που τελείωσε τα γυρίσματα του «Γίγαντα», ο Ντιν πήρε τη γυαλιστερή Porsche του και οδηγώντας προς τα βόρεια για να παρευρεθεί σε αγώνα στη Σαλίνας, στις 30 Σεπτεμβρίου του 1955, συγκρούστηκε με το αμάξι ενός νεαρού φοιτητή. Τραυματίστηκε θανάσιμα. Ο γερμανός μηχανικός που ήταν συνοδηγός του και ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου – εκείνος στον οποίο το αστυνομικό πόρισμα καταλόγιζε την υπαιτιότητα για το δυστύχημα – τη γλίτωσαν με ελαφριά τραύματα.

Δεν γνωρίζουμε αν αισθάνθηκε καθόλου σαν την Κασσάνδρα, αλλά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «The Swan» ο Αλεκ Γκίνες γνώρισε τον νεαρό σταρ. Όταν εκείνος του έδειξε την ολοκαίνουργια Porsche του, ο μετέπειτα σερ τον συμβούλεψε: «Ξεφορτώσου αυτό το αμάξι, αλλιώς θα βρεθείς νεκρός μέσα σε μία εβδομάδα», όπερ και εγένετο. Και κάπως έτσι δημιουργήθηκε μια βιομηχανία με σήμα κατατεθέν το όνομά του και την εικόνα του. Τα έσοδα από τα πνευματικά δικαιώματα χρήσης των φωτογραφιών του φτάνουν ακόμη και σήμερα ετησίως (μαζί με αυτά της Μέριλιν Μονρόε – ανήκουν και τα δύο στην ίδια εταιρεία) τα 13 εκατ. δολάρια. Υπολογίζεται ότι τα μισά από αυτά τα χρήματα πηγαίνουν στους διαχειριστές του trademark James Dean.

Όπως είναι φυσικό, πολλοί θέλησαν μερίδιο από τον θησαυρό. Ο Γουίλιαμ Μπαστ, ο οποίος πράγματι υπήρξε κολλητός φίλος και συγκάτοικος του Τζέιμς Ντιν από το 1950 ως τον θάνατό του, κάποτε επίδοξος ηθοποιός και μετέπειτα σχετικά επιτυχημένος σεναριογράφος, συγγράφει μία στις τόσες από ένα βιβλίο για τη φιλία τους. Το πιο πρόσφατο τιτλοφορείται «Surviving James Dean», κυκλοφόρησε το 2006 και είναι το πιο πικάντικο, αφού σε αυτό αποκαλύπτει τις ομοφυλοφιλικές τάσεις και εμπειρίες του Ντιν, την πονηρή πλευρά της σχέσης τους, αλλά και τα προβλήματα που δημιουργούσε ο σταρ φίλος του με την ανευθυνότητά του και την αλόγιστη σπατάλη των χρημάτων που κέρδιζε.

Αλήθεια ή ψέματα; Δεν αφορά κανέναν, σημασία έχει να συντηρείται ο μύθος. Στον αχανή κόσμο του Διαδικτύου κυκλοφορεί επίσης μια γυμνή φωτογραφία του Ντιν, στην οποία ανεβασμένος πάνω σε ένα δέντρο κοιτάζει ηδυπαθώς τον φακό, κρατώντας με το ένα χέρι «το σκήπτρο του ανδρισμού του», όπως λέει και ο Ναμπόκοφ στη «Λολίτα». Καλή λοιπόν η υστεροφημία, αλλά ακόμη καλύτερη μια μεγάλη, γεμάτη ζωή, θα σκεφτείτε οι πιο πολλοί και, μεταξύ μας, δίκιο θα έχετε. Ειδικά αν το τίμημα του να είσαι αιώνιο είδωλο είναι να κυκλοφορεί το συνοφρυωμένο πρόσωπό σου πάνω σε ένα πλαστικό παπάκι για την μπανιέρα – celebriduck το λέει η μαρκετίστικη ορολογία – το οποίο πωλείται στο Internet προς 9 δολάρια και 95 σεντς…