ΜΕΡΟΣ 1ο
Αναταράξεις προκάλεσε στην Ελλάδα η πρόσφατη τηλεοπτική παραγωγή, με θέμα «1821. Η γέννηση ενός έθνους», που προβλήθηκε από το κανάλι ΣΚΑΪ. Χορηγός της παραγωγής: Εθνική Τράπεζα. Ιστορικοί σύμβουλοι οι πανεπιστημιακοί καθηγητές: Θάνος Βερέμης και Ιάκωβος Μιχαηλίδης. Παρουσιαστής: Πέτρος Τατσόπουλος. 
Έξαλλος ο Γιώργος Καρατζαφέρης, αρχηγός του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού (φίλε Γιώργη, τι ακριβώς πάει να πει «ορθόδοξος συναγερμός»;), δήλωσε τα παρακάτω: «Θα καταγγείλουμε την προδοτική για το έθνος πολιτική του καναλιού ΣΚΑΪ. . . Ο πόλεμος ξεκίνησε!» Μάλιστα. Ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός συναγείρεται και συνοπλίζεται, πανέτοιμος για τη «μεγάλη μάχη»!  

Αυτό που προφανώς «έτσουξε» τον Καρατζαφέρη – και πολλούς άλλους του ιδίου συναγελασμού που γαλουχήθηκαν με «ωφέλιμες» ψευτιές – ήταν το εισαγωγικό κομμάτι του Τατσόπουλου, στην αρχή του πρώτου επεισοδίου. Το παραθέτω εδώ όπως το άκουσα:

Ο ΘΡΥΛΟΣ

«Ο θρύλος λέει πως όλα ξεκίνησαν την 25η Μαρτίου στην Αγία Λαύρα. Εδώ, στο μοναστήρι, πάνω από τα Καλάβρυτα, ο Κολοκοτρώνης είχε συγκεντρώσει τον στρατό του. Παρών ήταν και ένας ιεράρχης με φήμη και επιρροή: ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Αφού χοροστάτησε στη θεία λειτουργία και δέχτηκε εξομολογήσεις, ο Γερμανός ανέβηκε σ’ έναν λόφο και έδωσε γενική άφεση αμαρτιών στο συγκεντρωμένο πλήθος. Οι ένοπλοι ήσαν 5000, όσοι κι εκείνοι που είχαν ακούσει τον Χριστό να κηρύττει στην έρημο.

»Στην Αγία Λαύρα ο Γερμανός υποσχέθηκε στους Έλληνες ένα θαύμα. Τώρα που οι Τούρκοι έχουν στρέψει την προσοχή τους στον Αλί Πασά, μπορούν να πετύχουν την απελευθέρωσή τους, από την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου, μέχρι και τη ήπειρο.

»Η ελληνική επανάσταση ξεκίνησε την άνοιξη του 1821, αλλά το συγκεκριμένο επεισόδιο είναι προϊόν καθαρής επινόησης. Ούτε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ούτε ο Κολοκοτρώνης βρίσκονταν στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου. Ο μύθος προέκυψε από την πέννα του Γάλλου Προξένου, Φρανσουά Πουκεβίλ, συγγραφέα ενός τετράτομου έργου για την ιστορία των Ελλήνων, που εκδόθηκε το 1824.

»Η αφήγηση του Πουκεβίλ είναι ιδιαίτερα γοητευτική, γιατί ενώνει την Επανάσταση με την ορθόδοξη πίστη. Η σκηνή διαδραματίζεται σε μοναστήρι, οι παρευρισκόμενοι είναι 5000, όπως στην Καινή Διαθήκη, και όλα αυτά ανήμερα του Ευαγγελισμού. Η αλήθεια είναι ότι, στις αρχές του 1821, κανείς δεν ήταν σίγουρος για το πότε και το πώς θα ξεκινούσε η Επανάσταση».

ΠΡΩΤΕΣ ΠΗΓΕΣ

Όταν καταπιάνομαι με τέτοια «γαργαλιστικά» ιστορικά θέματα (όπως ο μύθος του «Κρυφού Σχολειού» κ.ά.), εφαρμόζω την εξής μεθοδολογική αρχή: Προσπερνώ τους σημερινούς ιστορικούς και τρέχω στις πρωτογενείς πηγές να δω τι λένε αυτοί που έζησαν τα γεγονότα από κοντά. Ένας από αυτούς που έζησε τα γεγονότα της Επανάστασης του Εικοσιένα από πολύ κοντά, είναι και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Ο «Γέρος του Μοριά» κάθισε και αφηγήθηκε τη ζωή και τη δράση του στον Γ. Τερτσέτη. Από τα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, που εκδόθηκαν στην Αθήνα το 1901, έχω σταχυολογήσει τα κομμάτια που έκρινα ότι ενδιαφέρουν τον μέσο αναγνώστη τούτης της στήλης. Η μόνη επέμβαση που έκανα είναι στην ορθογραφία κάποιων λέξεων –πουθενά αλλού. Λέει λοιπόν ο Κολοκοτρώνης:
 «Εις τον καιρόν του Μπότσικα, εμβήκαν οι Τούρκοι εις Μοριά. Οι Χρυσοβιτσιώται και οι Αρκουροδεματίται επήγαν και επολένησαν εις του Ντάρα τον Πύργον 6000 Τούρκους. Αυτοί εχαλάσθησαν και εγλίτωσε ο Μπότσικας. Αυτός είχε ένα παιδί Γιάννη, και ένας Αρβανίτης είπε: «Βρε τι Μπιθεκούρας είναι αυτός!» Δηλαδή πόσον ο κώλος του είναι σαν κοτρόνι, και έτζι του έμεινε το όνομα Κολοκοτρώνης. Ο Μπότσικας εσκοτώθη, ο Γιάννης εκρεμάσθη εις την Ανδρούσαν, ώστε από τα 1553 όπου εφάνηκαν εις τα μέρη μας οι Τούρκοι, ποτέ δεν τους ανεγνώρισαν, αλλ’ ήσαν εις αιώνιον πόλεμον (σελ. 4).

»Εγεννήθηκα εις τα 1770, Απριλίου 3, την δευτέραν της Λαμπρής. Η αποστασία της Πελοποννήσου έγινε εις τα 1769. Εγεννήθηκα εις ένα βουνό, εις ένα δένδρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι. Ο πατέρας μου ήτον αρχηγός των αρματολών εις την Κόρινθον. Κάθεται εκεί τέσσερους χρόνους. Αναχωρεί από την Κόρινθον δια την Μάνην. Έβγαινεν από την Μάννην και εκυνηγούσε τους Τούρκους. 

»Έγινα είκοσι χρονών, υπανδρεύτηκα και επήρα ενός πρώτου προεστού του Λεονταριού, τον οποίον τον χάλασε ένας Πασάς εις το Ανάπλι. Έκτισα σπίτια, επήρα προικιό ελιές, αμπέλι, έγινα νοικοκύρης, εφύλαγα και το βιλαέτι. Εστεκόμαστε πάντοτε με το τουφέκι. Μας εφθόνησαν οι Τούρκοι και ήθελαν να μας σκοτώσουν, δεν ημπορούσαν όμως, διότι ο τόπος ήτον σε άκρη. Και επολεμούσαν να μας χαλάσουν με κάθε τέχνη . . .  Οι Τούρκοι αφάνισαν όλα τα αγαθά μας, και έδωσαν διαταγήν: όπου ακουσθούμε να μας χαλάσουν.

»Έμεινα με δώδεκα Κολοκοτρωναίους, μικρότεροι εις την ηλικίαν, επήγαμεν εις την Μάνην, αφήκαμεν ταις φαμίλιαις μας και έπειτα εγυρήσαμε, εσηκωθήκαμε φανερά, εσυνάξαμε στρατιώτας, πότε εξήντα, πότε ολιγωτέρους. Εμείναμε δύο χρόνους κλέφτες . . . Είχα το Λιοντάρι και την Καρύταινα, έκαμα τέσσερους χρόνους αρματολός. Ο Αναγνώστης Κολοκοτρώνης δίδεται εις την μέθην δια να αλησμονήσει τα συμβάντα. Το μεγαλύτερον του πατρός μου αδελφόν τον εσκότωσαν εις το Λεοντάρι έπειτα, και του επήραν το κεφάλι (χέρι κομμένο εις την νεότητά του) . . . Άφησε παιδιά τρία αρσενικά, Γιαννάκη, Δημητράκη, Γεωργάκη. Άφησε και επτά θυγατέρες… (σ. 10).

»Τότε κάμνει ένα φιρμάνι ο Σουλτάνος να σκοτώσουν τους κλέφτας. Αφοριστικό έρχεται του Πατριάρχου δια να σηκωθεί όλος ο λαός, και έτσι εκινήθηκεν όλη η Πελοπόννησος, Τούρκοι και Ρωμαίοι, κατά των Κολοκοτρωναίων» (σ. 16).
(Συνεχίζεται)