ΜΕΡΟΣ 2ο ‘

Παρέκβαση:  Με πληροφορούν ότι σήμερα, που κάθομαι και γράφω τούτες τις αράδες, είναι – λέει – «καθαρή Δευτέρα».  Συνεπώς, μέχρι την επόμενη «ακάθαρτη Δευτέρα», θα κρατήσω το στόμα μου «καθαρό».  Θ’ αφήσω τον Κολοκοτρώνη να συνεχίσει την αφήγησή του και μετά θα βγάλω κάποια πράγματα έξω από «το έρκος των οδόντων». 

Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίσουμε όμως τρεις ενδιαφέρουσες φράσεις του Κολοκοτρώνη: α) «Τούρκοι και Ρωμαίοι, κατά των Κολοκοτρωναίων» (σ. 16), β) «Τότε επρόσταξε ο Πασσάς όλαις ταις επαρχίαις δια να έβγουν Τούρκοι και Ρωμαίοι να μας βαρέσουν» (σ. 19), γ) «Είμεθα ημείς οι Έλληνες 1400, όλοι οι καπεταναίοι του Ολύμπου» (σ. 32).   

Παρατηρούμε εδώ ότι ο Κολοκοτρώνης θεωρεί «Ρωμαίο» (Ρωμιό) αυτόν που συμπολεμά με τον Τούρκο εναντίον του Έλληνα επαναστάτη.  Κεφαλή των Ρωμαίων είναι ο Πατριάρχης, που στέλνει αφοριστικό κείμενο και ξεσηκώνει τους Ρωμιούς της Πελοποννήσου εναντίον των Κολοκοτρωναίων.  Να πώς το θέτει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης:  «Αφοριστικό έρχεται του Πατριάρχου δια να σηκωθεί όλος ο λαός, και έτσι εκινήθηκεν όλη η Πελοπόννησος, Τούρκοι και Ρωμαίοι, κατά των Κολοκοτρωναίων» (σ. 16).  Η περιλάλητη «Ρωμιοσύνη» είναι να την κλαίει κανείς, στημένη μπροστά στο τουφέκι του Κολοκοτρώνη!  Τέλος παρέκβασης.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ Ο ΓΕΡΟΣ . . .

    «Εμάθαμε ότι ήλθε το συνοδικό και το φερμάνι.  Εμάζωξα όλους έως 150 και τους είπα να ανχωρήσωμεν να πάμεν εις την Ζάκυνθον.  Αυτοί αφού ήκουσαν ότι οι Ρούσσοι είχαν πάρει όλους τους Έλληνας και τους επήγαν εις την Νεάπολι, με απεκρίθηκαν όλοι με ένα στόμα:  ότι «ημείς δεν πηγαίνομεν εις την Φραγκιά και θέλομε ν’ αποθάνωμεν επάνω εις την πατρίδα μας.»  Ο αδελφός μου ο Γιάννης με είπε ότι «θέλω να με φάγουν τα όρνεα του τόπου μας.» (σ. 18).
»Ζάκυνθος 1806.  Επήγα εις την Ζάκυνθον τον Μάϊ.  Μετά ένα μήνα διατριβής έμαθα ότι ήρθε εις το νησί ο στρατηγός των Ρώσσων Παπαδόπουλος, και με έκραξε στους Κορφούς για να μου προβάλει να έμβω εις την δούλευσιν, και του είπα, ότι: «Δεν εμβαίνω εις την δούλευσιν, διότι έχω σκοπόν να υπάγω πάλιν εις τον Μωρέα, για να εκδικηθώ δια τον θάνατον των συγγενών μου και δια τας ζημίας οπού έλαβα, και δεν ειμπορώ να κάμω όρκον και έπειτα να γίνω επίορκος με το να φύγω κρυφίως.»

»Και έτσι επέστρεψα εις το Κάστρο, και εκάθησα δέκα μήνας χωρίς δούλεσι.  Είχα δώσει γράμμα εις την φαμιλιά μου με ένα Μαγουλιανίτη Ρόντικα, για να μου φέρει όσο βιό είχα εις διάφορους ανθρώπους, και εκείνος επήγε, το εμαρτύρησε του Δεληγιάννη.  Ο Δεληγιάννης του Βόϊβοντα, και έτσι εχάθηκαν όλα μου τα πράγματα, 1897.

»Όλα τα στρατεύματα, τα καπετανάτα, τα κλέφτικα της Ρούμελης είχαν καταφύγει εις την Επτάνησον από τον ίδιον κατατρεγμόν τον εδικόν μου:  Η Ρωσσία εκήρυξε τον πόλεμον της Τουρκιάς και διετάχθησαν όλα τα στρατεύματα να εβγούν εις την Ρούμενλην δια να κτυπήσουν τους Τούρκους.  Εδοκίμασα και εγώ να υπάγω εις την Αγιά Μαύρα . . . (σ. 29)

ΤΑ ΕΙΩΘΟΤΑ

»Οι πρώτοι αξιωματικοί εγίνοντο δια την ανδρείαν των ή δια την φρόνησίν των.  Ο μισθός των όταν ήσαν αρματολοί, το μοίρασμα των λαφύρων όταν ήσαν κλέπται.  Εδίδοντο και βραβεία εις τους αριστεύοντας,.  Όταν έσφαλλον ήτον το κόψιμον των μαλλιών, το ξαρμάτωμα.  Σέβας προς τας γυναίκας.  Εδίωχναν όποιος ήθελε βιάσει καμία γυναίκα.  Παιχνίδια, ταμπουράδες, πηδήματα, χορούς, τραγούδια ηρωικά, ταις αμάδες.  Τα τραγούδια τα έκαμναν οι χωριάτες, οι στραβοί με ταις λύραις.  Τα τραγούδια ήσαν ύμνοι, εφημερίδες στρατιωτικαίς.

»Τ’ άρματά τους ήσαν πιστόλαις, χαρπί (μελουδάρι), σπαθιά ζωστά, ζάβες στα ποδάρια, τον χειμώνα έβαζαν θώρακας (τσαπράσια) κουμπιά μεγάλα εις τα γελέκα.  Τα καπετανάτα διεδίδονταν εις τους υιούς, εις τον αξιότερο και όχι εις τον πρωτότοκο.  Η σημαία μου ήτον ένα Χ, καθώς η Ρωσσική σημαία (σ. 40).
»Όταν εις τον πόλεμο ελαβώνετο κανένας βαρέως και δεν ημπορούσαν να τον πάρουν, τον εφιλούσαν και έπειτα του έκοφταν το κεφάλι.  Το είχαν εις ατιμίαν οπού οι Τούρκοι να πάρουν το κεφάλι του.  Από 36 πρωτοξαδέλφια, μόνον 8 εγλίτωσαν, οι άλλοι εχάθηκαν όλοι.  Δεν είναι διάσιλο, οπού δεν είναι θαμμένος Κολοκοτρώνης, χωριστά τα δευτεροξαδέρφια, θείοι και λοιποί φίλοι χαϊμένοι.  Το κλέφτης ήτον καύχημα.  Έλεγε: «είμαι κλέφτης», και η ευχή των πατέρων ενός παιδιού ήτον να γίνει κλέφτης – Το κλέφτης εβγήκε από την εξουσία (σ. 41). 
 
Η ΠΕΡΙΒΟΗΤΗ ΜΕΡΑ

»25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως.  Οι Άγγλοι έμαθαν ότι έλαβα κάτι γράμματα, και ήλθε η αστυνομία δια να με εξετάσει την νύκτα, αλλ’ εγώ τα γράμματα τα είχα φυλάξει (σ. 48).

»Τέλος πάντων το μυστήριον της Εταιρείας άρχισε να διαδίδεται εις κάθε λογής ανθρώπους και καλούς και κακούς, και εβιασθήκαμε να κινήσωμε μίαν ώραν αρχήτερα την επανάστασιν.  Ο Ντόγιος το εμαρτύρησε εις τον Αλί Πασά.  Έτζι λοιπόν εις τας 3 Ιανουαρίου ανεχώρησα από την Ζάκυνθον, και εις τας 6 Ιανουαρίου έφθασα εις την Σκαρδαμούλα, εις του πατρικού μου φίλου καπετάν Παναγιώτη Μούρτζινου.  Το κίνημά μας έγινε εις τας 22 Μαρτίου, εις την Καλαμάταν.

»Από τας 6 Ιανουαρίου έως εις τας 22 Μαρτίου, επροσπάθησα, ενέργησα εις την Μάνην να ενώσωμεν διάφορα σπίτια μανιάτικα κατά την συνήθειάν τους, και τους ενώσαμεν, τους αδελφώσαμεν.  Έστειλα και εις τας επαρχίας της Μεσσηνίας, Μιστρώς, Καρύταινας, Φαναριού, Λεονταριού, Αρκαδίας, της Τριπολιτσάς, και ήλθαν εκεί οπού ευρισκόμουν, και τους έλεγα, ότι την ημέρα του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθεί εναντίον των Τούρκων των τοπικών, και να τους πολιορκήσουν εις τα διάφορα φρούρια, καθώς οι Αρκαδιανοί να πολιορκήσουν το Νεόκαστρο, οι Μοθωναίοι την Μοθώνη, και ούτω καθεξής» (σ. 50).
 (Συνεχίζεται)