Πωλείται όπως είναι, επιπλωμένο

Ποιος αγοράζει ένα σπίτι αξίας $4,5 εκατ. μέσα σε 20 λεπτά, χωρίς καν να έχει δει προηγουμένως το εσωτερικό του, το σχέδιο και χωρίς να έχει μετρητά ούτε καν για την προκαταβολή;

«Μόνο κάποιος τρελός», θα απαντούσε ένας λογικός άνθρωπος. Ε, λοιπόν, αν θέλετε να αποκαλέσετε τον ομογενή κομμωτή και μακιγιέρ των διασήμων Δημήτρη Σιδηρόπουλο… «τρελό» μπορείτε, μην βιαστείτε όμως. Όντως, πριν από τρία περίπου χρόνια ο Δημήτρης αγόρασε μέσα σε 20 λεπτά το Glynt Manor, ένα κάστρο 30 δωματίων, στο ειδυλλιακό Μount Martha της Βικτώριας, το οποίο το πλήρωσε $4,5 εκατ., χωρίς καν να έχει δει πριν το εσωτερικό του. Δεν είναι ο βιοπαλαιστής της σειράς ο Δημήτρης. Προέρχεται από οικογένεια βιοπαλαιστών, αλλά κάτι η αγάπη του για το γυναικείο φύλο, που, όπως μου λέει, τον οδήγησε στην κομμωτική, κάτι το πάθος του για το ωραίο και η αποφασίστικότητά του μαζί με την σκληρή δουλειά του έδωσαν όχι πολλά πλούτη, αλλά την ευκαιρία να ζει άνετα.

Η περιπέτεια ή, αν θέλετε, η «τρέλα» του Δημήτρη που αγόρασε ένα «ξεχαρβαλωμένο», ηλικίας 100 χρόνων, κάστρο, και το μετέτρεψε σε παλάτι του 21ου αιώνα, έγινε θέμα τηλεοπτικής σειράς της SBS. Πριν λίγες μέρες, το εντυπωσιακό Glynt Manor, μπήκε στην αγορά προς πώληση. Ο τυχερός, γιατί θα είναι πολύ τυχερός ο αγοραστής του, θα πρέπει να δώσει γύρω στα $6,5 εκατ. για να αποκτήσει το ιστορικό παλατάκι, που σήμερα θεωρείται ένα από τα δέκα καλύτερα και πολυτελέστερα μπουτίκ ξενοδοχεία του κόσμου.

Όσο για την «τρέλα» του Δημήτρη; Όπως θα διαπιστώσετε στη συνέχεια, η ρετσινιά αυτή δεν είναι δικαιολογημένη για τον κομμωτή που έχει ομορφύνει μερικά από τα πλέον διάσημα κεφάλια του Χόλιγουντ. Ναι, είναι παρορμητικός, τολμηρός άνθρωπος, που ερωτεύεται και παθιάζεται εύκολα, όχι όμως τρελός…

«45 ΜΑΣΤΟΡΟΙ ΚΑΙ 60 ΜΑΘΗΤΑΔΕΣ»

Το παλάτι του Δημήτρη και της συζύγου του Λίλας, έχει εμβαδόν 800 τετρ. μέτρων που μεταφράζεται σε 30 περίπου δωμάτια τα οποία κάθονται πάνω σε μία… οικοπεδάρα 8 στρεμμάτων. Για να το αγοράσει, ο Δημήτρης πριν από τρία χρόνια χρειάστηκε, όπως μου λέει, να πουλήσει κάμποσα ακίνητα που είχε και ένα κομμωτήριο. Και ο λόγος για τον οποίο το αγόρασε ήταν καθαρά ερωτικός….

«Το αγόρασα γιατί το ερωτεύτηκα. Δεν είχα την ώρα να ρίξω και δεύτερη εδώ που τα λέμε. Δεν το είχα ψάξει. Εκείνη την ημέρα κατέβηκα στο Μόρνιγκτον για δουλειά σε μία φωτογράφιση. Πήρα και τη Λίλα μαζί μου έτσι για βόλτα. Το όνειρο της γυναίκας μου, που μόλις είχε επιστρέψει από την Ελλάδα, ήταν να αποκτήσει ένα ξενοδοχείο-μπουτίκ, κάτι το ξεχωριστό, το διαφορετικό, και έψαχνα να βρω κάτι τέτοιο για να κάνω το όνειρό της πραγματικότητα. Ψάχναμε επί ενάμισι χρόνο και δεν είχαμε βρει τίποτα. Πέσαμε πάνω στην πινακίδα και είπαμε να πάμε να το δούμε. Ήταν 20 λεπτά πριν τη δημοπρασία. Με το που το είδαμε το ερωτευτήκαμε. Ούτε που μπήκα μέσα να το δω. Το κοιτούσα απ’ έξω και νόμιζα ότι ήμουν κάπου στην Ευρώπη, Ιταλία, Γαλλία, δεν ξέρω. Όχι, όμως, στη Μελβούρνη. Το λάτρεψα με την πρώτη ματιά».

Μετά την αγορά του Glynt Manor, ξεκίνησε μία άλλη πολύ μεγαλύτερη περιπέτεια για την οικογένεια Σιδηρόπουλου. Λίγο πριν φθάσουν στην φάση της πληρωμής της προκαταβολής, που ήταν γύρω στο μισό εκατομμύριο, ξεσπά -τι άλλο;- παγκόσμια οικονομική κρίση.
«Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μετρητά δεν είχαμε. Κάποια ακίνητα είχαμε και πουλώντας τα θα αγόραζα το Manor. Παγώνει τότε η αγορά και μένω να αναρωτιέμαι αν τελικά θα καταφέρω να το πάρω ή όχι. Πείσμωσα, όπως πείσμωνα στα νιάτα μου όταν ήθελα να κατακτήσω μία γυναίκα. Έχανα χρήματα, αλλά επέμενα. Με είχε μαγέψει αυτός ο χώρος».

Ο Δημήτρης δεν είναι αρχιτέκτονας, είναι κομμωτής, όμως το πάθος του για τη διακόσμηση, για το ωραίο γενικότερα, ήταν και παραμένει η χρυσή συνταγή της επιτυχίας όχι μόνο τους πολυτελούς Glynt Manor, αλλά και της καριέρας του.

«Όταν, τελικά, μπήκαμε μέσα στο σπίτι διαπιστώσαμε ότι χρειαζόταν πολύ δουλειά. Χρειάστηκε να ξοδέψουμε πολλά χρήματα για να το βάλουμε σε μία τάξη. Πέρα από τη διακόσμηση, που ήταν και το τελευταίο πράγμα, αλλάξαμε όλα τα ηλεκτρολογικά, τα υδραυλικά και πάει λέγοντας… Πολύ δουλειά» λέει ο Δημήτρης και, πληροφοριακά, να αναφέρουμε ότι για τρεις μήνες, 17 οικοδόμοι, ηλεκτρολόγοι, ελαιοχρωματιστές, υδραυλικοί, μαραγκοί δούλευαν για 15 ώρες την μέρα για να αποκτήσει το Glynt Manor, την αίγλη που είχε όταν πριν από 100 χρόνια το έχτισε η οικογένεια Buxton.

Ρωτάω τον Δημήτρη ότι κατάφερε να τα βγάλει πέρα με τόσους μαστόρους και μέσα σε τρεις μήνες να το κάνει στολίδι και διαπιστώνω ότι ο ομογενής κομμωτής των διασημοτήτων δεν διακατέχεται μόνο από παρορμητισμό. Η αποφασιστικότητά του είναι αξιοθαύμαστη.

«Καθημερινά ερχόμουν στις 6 το πρωί και τους έλεγα τι θέλω να γίνει εκείνη την ημέρα. Μετά έφευγα να πάω στη δουλειά μου. Τους έπαιρνα και τα κλειδιά των αυτοκινήτων τους για να μη φύγουν, τους είχα σεφ για να τους μαγειρεύει και δεν υπήρχε τηλεόραση. Γύριζα το βράδυ και δουλεύαμε όλοι μαζί έως τις 10 περίπου» λέει.
Τον ρωτάω πώς ένοιωσε όταν ολοκληρώθηκε το έργο…
«Υπέροχα. Το είχα ερωτευτεί. Το αγόρασα για να χαρίσω στον άλλο μου έρωτα, τη γυναίκα μου, το όνειρό της. Τα κατάφερα. Ένοιωθα υπέροχα».

ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΤΟΥ 1 ΔΩΜΑΤΙΟΥ ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΩΝ 30….

Ο Δημήτρης έχει ομορφύνει πολλά διάσημα κεφάλια. Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Κλαούντια Καρντινάλε, ο Ματ Ντέιμον, ο Τζέφρι Ρας, ο Μπερτ Νιούτον, η Σάντρα Σάλι συγκαταλέγονται στους πελάτες του. Έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο με το ψαλίδι και την τέχνη του και ετοιμάζεται για άλλη μία φορά αυτές τις μέρες να αφήσει την Μελβούρνη και μαζί με την οικογένειά του να πάει στο Λος Άντζελες για δουλειά.

Ως κοινή θνητή που μεγάλωσε σε ένα διάρι και ζει σε ένα τριάρι των βορείων προαστίων της Μελβούρνης, δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω πώς είναι να ζει κάποιος σε ένα σπίτι, έστω και λίγο ξενοδοχείο των 30 δωματίων και πώς το βαστάει η καρδιά του να το αποχωριστεί.

«Απόλυτα φυσιολογικό. Δεν ζούμε σε 30 δωμάτια. Με την οικογένειά μου μοιραζόμαστε τρία τέσσερα. Το υπόλοιπο είναι σουίτες προς ενοικίαση και αυτός ήταν εξάλλου και ο λόγος που το αγοράσαμε. Μου αρέσει το ωραίο. Ακόμα και το φαγητό που βάζω στο στόμα μου θέλω να είναι καλοσερβιρισμένο, να το απολαμβάνω. Πες το φινέτσα αν θες, πες το πάθος. Βέβαια, αν με ρωτήσεις από ποιο σπίτι έχω τις καλύτερες αναμνήσεις στην ζωή μου θα σου πω το Νο7 Rickets Street στο Λονδίνο. Υπόγειο, ένα δωμάτιο, με μία κουζίνα και οκτώ μπαλαρίνες ως συγκάτοικους μαζί μου να κοιμόμαστε σε ράντζα. Για μένα, η πολυτέλεια, αν είναι ωραία πολυτέλεια, είναι καλή αλλά όχι απαραίτητη. Μην νομίσεις ότι θα μας ξεβολέψει το ότι θα πρέπει να ζήσουμε από εδώ και εμπρός σε ένα τριάρι. Καθόλου. Ό,τι έκανα το έκανα εξαιτίας του πάθους μου για τη διακόσμηση. Και της αγάπης μου για την Λίλα.

Τώρα που το ολοκλήρωσα, μπορώ ανά πάσα στιγμή να φύγω από αυτό και ούτε καν θα μου λείψει» μου λέει ο Δημήτρης, επιβεβαιώνοντας με τον καλύτερο τρόπο αυτό που είπε κάποτε ο Μένκεν: «Όταν κυριεύει ο έρωτας, η λογική εξαφανίζεται, και η… φαντασία βασιλεύει»…