Μετά από 213 χρόνια κάτω από τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννου (1309-1522) και άλλα 390 χρόνια κάτω από τους Οθωμανούς (1522-1912), στις 5 Μαΐου του 1912, οι Τούρκοι παρέδωσαν στους Ιταλούς πρώτα την Ρόδο και μέχρι τις 20 Μαΐου και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα εκτός από του ακριτικού Καστελόριζου, το οποίο (πούλησαν) οι Γάλλοι στη Ιταλία το 1920. Οι Ιταλοί παρέμειναν στα νησιά μας μέχρι την πτώση του Μουσολίνι και με τη συνθηκολόγηση του νέου πρωθυπουργού Pietro Badoglio, στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, γνωστή και ως  Armistizio, τη διοίκηση αναλαμβάνει ο Γερμανός στρατηγός Ulrich Kleeman. Στις 8 Μαΐου 1945 ο αρχηγός των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στρατηγός  Wagener, υπογράφει στη Σύμη το πρωτόκολλο της χωρίς όρους παράδοσης της Δωδεκανήσου στους Βρετανούς συμμάχους και στο διοικητή του Ιερού Λόχου, συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε.

Την άλλη ημέρα, αγγλικές δυνάμεις με τμήματα ινδικών ταγμάτων και του Ιερού Λόχου αποβιβάζονται στη Ρόδο. Ο λαός της πόλις και των χωριών κρατώντας Ελληνικές σημαίες τους επιφυλάσσει αποθεωτική υποδοχή. Γίνεται αμέσως η εγκατάσταση των νέων αρχών και έτσι αρχίζει η περίοδος της αγγλοκρατίας στα Δωδεκάνησα. Στις 27 Ιουνίου 1946 στο Παρίσι αποφασίζεται από το Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών των 4 μεγάλων δυνάμεων Αγγλία, Γαλλία Ρωσία και Η.Π.Α, τα νησιά να περιέλθουν στη Ελλάδα. Πρόκειται για απόφαση-σταθμό στην πορεία του δωδεκανησιακού λαού προς την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Στις 10 Φεβρουαρίου υπογράφεται στο Παρίσι η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ των συμμάχων και την Ιταλία, σύμφωνα με την οποία η Ιταλία εκχωρεί στην Ελλάδα με πλήρη κυριαρχία τα νησιά της Δωδεκανήσου και τις παρακείμενες νησίδες. Μετά από μια μεταβατική περίοδο ενός περίπου έτους και έπειτα από 639 χρόνια σκλαβιάς ορίζεται ως ημέρα πανηγυρικής τυπικής Ενσωματώσεως η ιστορική 7η Μαρτίου 1948.

Όπως αναφέρω και στη αρχή το Καστελόριζο δεν παρεδόθη στους Ιταλούς μαζί με τα άλλα νησιά το 1912 αλλά το αγόρασαν οι Ιταλοί από τους Γάλλους το 1920. Στο σημερινό μου ιστορικό γύρω από την ενσωμάτωση να μου επιτρέψετε να ασχοληθώ εν περιλήψει με το ακριτικό Καστελόριζο, από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα.

Από την αρχαιότητα το επίσημο όνομα του νησιού είναι Μεγίστη, αλλά επεκράτησε η ονομασία Καστελόριζο –κατά μία εκδοχή, από το κοκκινωπό χρώμα του νησιού και κατά μία άλλη από το κόκκινο χρώμα του οικόσημου (επτά χρυσοί πύργοι σε κόκκινη βάση) του 8ου Μεγάλου Μαγίστρου των Ιπποτών της Ρόδου και το οποίο βρισκόταν στο μεσαιωνικό Κάστρο, οχυρωματικό έργο κτισμένο πάνω στα αρχαία ελληνιστικά κρηπιδώματα της εποχής του Σωσικλή Νικαγόρα. Αν και αρχαιολογικά το νησί δεν έχει ερευνηθεί συστηματικά, εντούτοις, από τα ευρήματα λίθινων εργαλείων που βρέθηκαν σε σπηλιές, η ζωή του χρονολογείται από τη Νεολιθική εποχή. Στη Μεγίστη λατρευόταν ο Απόλλων και ο Δίας ο Μεγιστεύς. Στη συνέχεια, λέει η παράδοση, εμφανίστηκαν οι Φοίνικες, ενώ από το 350 π.Χ. το νησί εξαρτάται από τη Ρόδο. Την Ροδιακή εξουσία καταλύει στη συνέχεια ο τύραννος Ιδριεύς της Αλικαρνασσού και τη δική του οι στόλαρχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Μετά τον θάνατο του στρατηλάτη, όλα τα νησιά του Αιγαίου περιέρχονται στη δικαιοδοσία του Πτολεμαίου Λάγου και κατόπιν καταλαμβάνονται από τους Ρωμαίους. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, το Καστελόριζο απέκτησε κάποιο είδος αυτονομίας που καταργήθηκε το 38 π.Χ. από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό. Μετά τη διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους περιήλθε στο Βυζάντιο. Το 1306 καταλαμβάνεται από τους Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου, από το Μέγα Μάγιστρο Φούλκ ντε Βιλλαρέ. Οι πληροφορίες μας λένε ότι οι Ιππότες εξόριζαν στο Καστελόριζο τους ανεπιθύμητους και γενικότερα όλους εκείνους που ήθελαν να τιμωρήσουν. Το  1523 το καταλαμβάνουν οι Ισπανοί και το 1526 ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής. Από το 1570 μέχρι το 1659 γίνονται κυρίαρχοι οι Ενετοί και μετά από αυτούς πάλι οι Τούρκοι. Η ζωή κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, γίνεται μαρτύριο σε ολόκληρο το Αιγαίο. Το Καστελόριζο λόγω της ξεχωριστής του αξίας, της γεωγραφικής του θέσης, αλλά και της φυσικής του διαμόρφωσης, το καθιστούν σημαντικό σταθμό για τα πολεμικά γεγονότα και σταθμό για τη ναυσιπλοΐα σ’ ένα σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης.

Οι Καστελοριζιοί κατόρθωσαν να αναπτύξουν εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με τα μικρασιατικά παράλια κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής με ένα είδος αυτονομίας και με κυριότερη υποχρέωση να καταβάλλουν τον ετήσιο φόρο. Κατά την περίοδο αυτή. λέγεται ότι επικρατούσε ηρεμία και ομαλή εξέλιξη της ζωής. Έτσι παρουσιάστηκε η ακμή της ναυτοσύνης και της οικονομίας γενικότερα. Οι κάτοικοι του νησιού δημιούργησαν αποικίες στα παράλια της Μικράς Ασίας, Καλαμάκι, Αντίφυλλο, Τρίστομη, Κάκαβα, Μύρα, Λιβίσι, Φοίνικα κλπ

Οι Καστελοριζιοί επιδόθηκαν στο εμπόριο της ξυλείας, του κάρβουνου, των χαλιών και άλλων ειδών, που αγόραζαν από την Ανατολή και τα πουλούσαν στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, την Κύπρο, τα νησιά του Αιγαίου και έφταναν μέχρι την Ιταλία. Διέθεταν 500 περίπου μικρά και μεγάλα ιστιοφόρα. που τους απέφεραν δεκάδες χιλιάδες λίρες από το εξαγωγικό εμπόριο. Οι κάτοικοι όλα αυτά τα χρόνια, Έλληνες στο σύνολό τους, χριστιανοί ορθόδοξοι, υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, στη Μητρόπολη Πισιδίας (Μ. Ασία), τη δε δικαστική εξουσία και την τοπική αυτοδιοίκηση είχαν οι δημογέροντες και λαοπρόβλητα πρόσωπα του νησιού.

Το 1821 οι Καστελοριζιοί, επαναστατούν προσφέροντας τα πλοία τους για πυρπολικά, ενώ καταναυμαχούν τον τουρκικό στόλο με νεότερα, κατορθώνοντας σημαντικές επιτυχίες και αποκτώντας λάφυρα. Προηγουμένως, οι άντρες φρόντισαν και έστειλα τα γυναικόπαιδα στην Κάρπαθο, την Κάσο και την Αμοργό. Παρά τους αγώνες και την αυτοθυσία τους, δεν μπόρεσαν τότε να συμπεριληφθούν στα όρια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το 1832, το νησί περιέρχεται ξανά στη τουρκική κυριαρχία, ωστόσο οι κάτοικοι κατόρθωσαν με σκληρή δουλειά να φτάσουν σε εξαιρετική ακμή.
Το 1904-1905 με την επικείμενη στρατολόγηση νέων από την Τουρκία αρχίζει η μετανάστευση αλλά και η παρακμή του. Το 1913, με τη βοήθεια σώματος Κρητών, οι Καστελοριζιοί επαναστατούν, διώχνουν τους ελάχιστους Τούρκους και ζητούν ένωση με την Ελλάδα. Μπροστά σε μια σειρά δυσχερειών που πρόβαλε η τότε ελληνική κυβέρνηση για να μην γίνει η Ενσωμάτωση, ναυτική δύναμη Γάλλων, στο1915 καταλαμβάνει το νησί και στη συνέχεια στο 1920 το…. πουλά μετά από συμφωνία, στους Ιταλούς που ήδη είχαν καταλάβει τα Δωδεκάνησα.

Κατά τη διάρκεια της γαλλικής κατοχής, το νησί βάλλεται συνεχώς από τα τουρκικά παράλια, με αποτέλεσμα να καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά ο εμπορικός στόλος. Εν τω μεταξύ, ο ισχυρός σεισμός του 1926 μεγέθους 8 Ρίχτερ, βοήθησε κατά πολύ να αυξηθεί η μετανάστευση των κατοίκων προς Αυστραλία, Αίγυπτο, Αθήνα, Ρόδο και αλλού.

Το 1941, Ξξένοι κομάντος αποβιβάζονται και απελευθερώνουν το νησί, για να απασχολήσουν τους Γερμανούς και να περάσει ο συμμαχικός στόλος στο Αιγαίο. Η απελευθέρωση κράτησε ελάχιστα 24ωρα (24-2-1941). Επιστρέφουν οι Ιταλοί και αφού συλλαμβάνουν πατριώτες αντιστασιακούς τους δικάζουν σε στρατοδικείο και τους κλείνουν στις υγρές φυλακές της Ιταλίας. Το 1943, οι Άγγλοι απελευθερώνουν το νησί. Τα γερμανικά αεροπλάνα το βομβαρδίζουν ανελέητα, οι κάτοικοι μεταφέρονται στα προσφυγικά στρατόπεδα της Γάζας στη Παλαιστίνη. Οι Άγγλοι στρατιωτικοί λεηλατούν τα αρχοντόσπιτα και αφού τα πυρπολούν. πουλούν τις πολύτιμες οικοσκευές στα παζάρια της Κύπρου και της Αιγύπτου. Το 1945 οι Καστελοριζιοί επιστρέφουν στο νησί τους σε τρείς αποστολές. Η τελευταία είχε σοβαρές απώλειες, αφού άρπαξε πυρκαγιά το πλοίο στο οποίο επέβαιναν, με αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους 33 άτομα.
Στις 7 Μαρτίου 1948 οι αγώνες για την πολυπόθητη ελευθερία ευοδώνονται και το Καστελόριζο μαζί με τα άλλα νησιά γιορτάζουν την Ένωσή τους με την Ελλάδα. Ξεχωριστό κεφάλαιο στην νεότερη ιστορία του νησιού είναι η σύλληψη και φυλάκιση 29 πατριωτών στις φυλακές της Ιταλίας με ποινές φυλάκισης από 5 έως 30 χρόνια.

Τα ονόματα των πατριωτών είναι Θεόδωρος Αχλαδιώτης, Ιωάννης Βαλσάμης, Γεώργιος Εξηκάνας, Αναστάσιος και Ιωάννης Επιφάνης, Μάρκος Ευσταθίου, Σταύρος Ζαμπακλής, Βλάσιος Ζαναίλης, Κώστας Ζερβός, Ηλίας Θεοφίλου, Νικόλαος Κονδυλιός, Ανδρέας Κοντούζογλου, Μιχαήλ Κουτσούκος, Γεώργος Κρασάς, Ε. και Σ. Κωνσταντινίδης, Κών. Μαγιάφης, Νικόλαος Μιχαλάκης, Νικόλαος Μούλαλης, Αναστάσιος Οικονόμου, Κων. Πανταζίδης, Κων. Πασαρής, Νικόλαος Πατινιώτης, Γεώργιος Πισπινής, Γεώργιος και Συμεών Σαρίνας, Βασίλειος και Μιχαήλ Χονδρός.