Τελευταία φορά τον είχα δει στο Ηρώδειο, το καλοκαίρι.
 «Έχω µια τίγρη µέσα µου, άγρια λιµασµένη που όλο µε περιµένει κι όλο την καρτερώ».
Ο µεγάλος Ανωγιανός κοιτούσε σπάνια προς το κοινό. Σκυφτός πάνω στη λύρα του προσπαθούσε νατην κάνει να µιλήσει όσο πιο πολύ µπορούσε. Και στις παύσεις έπαιρνε ανάσες κοιτώντας τον ουρανό.
 «Στην γκρεµισµένη τους φωλιά απάνω κελαηδούνε γι’ αυτό ζηλεύω τα πουλιά όχι γιατί πετούνε».
Δίπλα του τα παιδιά του, η Νίκη, ο Γιώργης, ο Λάµπης, ο αδελφός του ο Γιάννης, όλοι µε ένα όργανο στο χέρι περίµεναν τις µατιές του για να µπουν και αυτοί στον «χορό».
«Θα ανεβώ στον ουρανό
Να ρωτήξω τον Θεό (…)
Πού ‘σαι τετραπέρδικά µου
που πετάς στον ουρανό».
Απέναντί του ήταν Κρητικοί κάθε ηλικίας– ανάµεσά τους και η Ουρανία, η γυναίκα του αδελφού του, του Νίκου Ξυλούρη – αλλά και φοιτητόκοσµος γοητευµένος από το γεγονός ότι αυτόν έχει επιλέξει δύο φορές ο Νικ Κέιβ για τα φηµισµένα «πάρτι του αύριο» στην Αγγλία και την Αυστραλία.
 «Ω, την παντέρµη θάλασσα αµοναχή φουσκώνει
αµοναχή λυσσοµανεί και µόνη χαµηλώνει».
Σε αυτή τη συνάντησή µας έβρεχε. Δεν υπήρχε κοινό, ούτε λύρα. Κράτησε όµως όσο µια συναυλία. Τσικουδιές, εξοµολογήσεις, σιωπές.

Πότε ξεκίνησε αυτή η ιστορία µε τα φεστιβάλ;

Αυτά είναι από το ‘82. Έπαιζα στο Ηράκλειο, στη «Λύρα». Έρχονται τρεις φυσιογνωµίες περίεργες. Έπειτα από έναν µήνα ξανάρχονται και µου πιάσανε γνωριµία. Με κάλεσαν στο φεστιβάλ ενός καναλιού της Γερµανίας. Πάω και κάνω τη συναυλία. Αυτοί το κάνουν CD και κυκλοφορεί σε όλο τον κόσµο. Και από εκεί τώρα µε καλούν σε όλα τα φεστιβάλ που γίνονται έξω.
Rock φεστιβάλ τα περισσότερα.
Στο Άµστερνταµ θα παίξεις µε Ισπανό. Στη Ζυρίχη έπαιξα µε Αράπη. Αλλού έπαιξα µε Κινέζο.

Σου αρέσουν οι µουσικές των άλλων; Του Κινέζου, ας πούµε;

Παίζουν πολύ ωραία όλοι αυτοί. Έχουν ψυχή. Τρελαίνονται, έρχονται στο δωµάτιο και λένε «του Θεού το όργανο», το χαϊδεύουν, το κοιτάζουν.

Τη λύρα;
Τη λύρα, ναι. Βγαίνω και παίζω ένα κοµµάτι και χειροκρότησε ο κόσµος θερµά. Και παίρνει φόκο ο παρουσιαστής και λέει αυτή είναι η κραυγή που έρχεται από την Κρήτη, από το νησί των θεών. Ο Δίας, ο Ορφέας, ο Απόλλωνας, οι Κουρήτες δεν είναι µυθολογία, είναι πραγµατικότητα. Η λύρα, τα τύµπανα, οι αυλοί, φύγανε από την Κρήτη µε τον στόλο και κατέκτησαν όλο τον κόσµο.

Με πολλή υπερηφάνεια το λες.
Αυτή είναι η ιστορία µας, Σταύρο. Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Έξω έµαθα ποιοι είµαστε. Είµαστε η περισπωµένη του πλανήτη.

Οι Κρητικοί;
Οι Έλληνες. Όλος ο κόσµος τα ξέρει, τα διδάσκουν και εδώ δεν τα λέµε. Να τα πούµε και ας µας πολεµήσουν. Το δέντρο που έχει καρπό θα πάνε να πετροβολήσουνε.

Δεν ξέρω όµως αν πρέπει να είµαστε περήφανοι και για το παρόν µας.

Άλλο το παρόν. Τώρα όλους µας στενοχωρεί. Ποιος έχει την ευθύνη;
Εµείς έχουµε την ευθύνη. Πρέπει να ξυπνήσουµε και να αµυνθούµε. Να φτιάξουµε τον εαυτό µας.
Ξέρεις τι έλεγε ο Καζαντζάκης; Ότι αν δεν αλλάξει ο κόσµος εγώ θα φταίω.
Ο ίδιος ο εαυτός σου. Α, µπράβο! Δική µας είναι η ευθύνη. Σωστά τα λες. Οι άλλοι είναι αυτοί που είναι.

Από πότε τη θυµάσαι την Κρήτη;
Από τότε που είδα το χωριό χαλασµένο, µε µαυρισµένους τοίχους. Στον ώµο του πατέρα µου. «Τα χαλάσανε οι Γερµανοί». Το φτιάξαµε το σπίτι σιγά σιγά… και έβαλε µέσα τα παιδιά του, την όρνιθα, την αίγα.

Σχολείο πήγες;
Βέβαια. Στην Ε’. Έφυγα µετά, πήγα στα όρη, βοσκάκι. Και έρχεται ο δάσκαλος και µου λέει «να έρχεσαι πότε πότε στο νυχτερινό να σου δώσω το απολυτήριο». Αυτός είχε ένα µαντολίνο και έτσι πήγαινα στο σχολείο και του το κούρδιζα. Και µου έδωσε το απολυτήριο µε «7» και του λέω «πολύ µου έβαλες». Λέει «πάρ’ το και σώπα». Και όντως µου χρειάστηκε. Στον στρατό έγινα λοχίας και έκανα και τον καπετάνιο.

Τη λύρα πότε την έπιασες;
Έπαιζε ο Νίκος. Του πείραζα τη λύρα και µου έλεγε «µη µου κάνεις ζηµιά». Άκουσε µια φορά που έπαιζα ένα κοµµάτι, άνοιξε την πόρτα σιγά, αφήνω εγώ τη λύρα στο κρεβάτι, «για παίξε τον σκοπό» µου λέει. Με µάθαινε. Ωραίο χαρακτήρα είχε ο Νίκος.

Ποιοι ήταν τότε οι µεγάλοι µουσικοί της Κρήτης εκτός από τον Ξυλούρη;

Ακούγαµε τον Καλοµοίρη, τον Μανουρά, τον Πασπαράκη τον «Στραβό». Μάθαµε πολλά από αυτούς που άφησαν αθάνατα κοµµάτια. Τον Ναύτη, τους Κουτσουρέληδες. Αυτοί οι άνθρωποι γεννιούνται, δεν µαθεύονται.

Πού είναι η τέχνη; Στα δάχτυλα, στο µυαλό, στην καρδιά;
Είναι το συναίσθηµα του ανθρώπου. Και πού πάει ο νους του. Όσες φορές να παίξω ένα κοµµάτι δεν θα βγει ποτέ το ίδιο. Έχει στολίδια, κεντήµατα, ανεβάσµατα, κατεβάσµατα. Είναι µια µάχη. Η µουσική δεν έχει άκρη. Από ‘δώ µέχρι εκεί το µαθαίνουµε όλοι. Η µαγκιά είναι να κάνεις κάτι και να µην µπορεί να το κάνει ο άλλος.

Στα πανηγύρια πια δεν πας.
Στα πανηγύρια παλιά πήγαινες µε τα άλογα από τα χωριά, µε τις βελέντζες. Αυτά ξέχασέ τα τώρα, δεν γίνονται. Τώρα γίνονται χοροεσπερίδες. Οι σύλλογοι κάνουν δήθεν γλέντια.

Και συναγωνίζονται ποιος θα πιει τα περισσότερα νεροπότηρα. Δεν τα είχαν αυτά οι παλιοί.
Ναι, δεν το ήξερα εγώ παλιά. Είναι µια επίδειξη που την κάνει µια µερίδα. Εµένα οτιδήποτε πολύ µε ενοχλεί.

Ποιο είναι το αγαπηµένο σου ριζίτικο;
Μια βραδιά µε πάνε στον µπαρµπα-Ρούσσο. Έναν 95άρη τότε, µε τρισέγγονα να γεµίζει το σπίτι. Και αρχινάει να τραγουδεί.
 «Ζηλεύω του σταυραετού που πετά στα νέφη
και παίζει µετση αστραπές και µε τα αστροπελέκια.
Στο βράχο χτίζει τη φωλιά, στο χιόνι ζευγαρώνει».
Δάκρυσα. Και µου λέει ο Ρούσσος, «να το πεις εσύ, να τα µάθει ο κόσµος να µορφωθεί». Και βάζω και τη φωνή του στο CD και πάω να προλάβω τον γέρο όσο ζει. Ακούει τη φωνή του και µου γνεύει να µου πει. Σκύβω και µε φίλησε.

Τον Χατζιδάκι τον είχες γνωρίσει;
Αυτός έκανε εκδηλώσεις στα Ανώγεια. Μια βραδιά εγώ δεν ήθελα να πάω και µου λένε όλοι θα γίνει προβολή. Πήγα. Όταν τελείωσα, σηκώνεται και λέει στους άλλους, Καραΐνδρου, Μαµαγκάκη: «Ακούσατε; Εδώ είναι χιλιάδες χρόνια πίσω και µπροστά». Ο µεγάλος µουσικός λέει το άσπρο άσπρο, δεν είναι κοµπλεξικός. Λέει,«δεν τον βάζουµε µε τους άλλους, θα του δώσουµε ειδικό βραβείο σε διπλή τιµή». Εγώ δεν πήρα ποτέ λεφτά από το χωριό µου. Τα έδωσα στο Δήµο. Ήταν νοµίζω 500.000, ένα εκατοµµύριο.

Στο Ηρώδειο έβγαλες µαζί σου τον Αγγελάκα.
Ναι. Είπαµε δυο-τρία τραγούδια. Ωραίος ποιητής.

Έχεις ακούσει Τρύπες;

Άκουσα, ναι, πολλές φορές.

Στο σπίτι τι µουσική ακούς;
Στο σπίτι µου τώρα µόνο θα παίξω. Θα βγάλω τα λαούτα µου, τα µαντολίνα µου, τις λύρες, για να κάνω καινούργια µουσική.

Πώς γεννιέται ένα νέος σκοπός;

Έρχονται ήχοι, εικόνες, βουβοί ήχοι, αλλά ακούγονται όµως. Και πας και πιάνεις τα όργανα και τους δίνεις να ακουστούν.

Πόσες λύρες έχεις;

Μπορεί να έχω και 40. Έχω και µικρό µικρό, έχω και τη µαµά, έχω και τη γιαγιά. Ένα πράγµα θα σου πω, Σταύρο. Τα φύλλα των δέντρων δεν είναι ίδια. Το σύκο έχει άλλη γεύση απ’ το ένα δέντρο στο άλλο. Το αποτύπωµα του ανθρώπου δεν είναι το ίδιο. Από έναν κορµό, από το ίδιο δέντρο, τα ίδια χέρια, τα ίδια εργαλεία θα βγουν όργανα µε άλλη φωνή. Τα νερά, το ξύλο, κάτι αλλάζει.

Η λύρα σου πώς βρέθηκε στο µουσείο στην Αριζόνα;

Με ειδοποίησαν ότι θέλουν µια λύρα στο Μουσείο Μουσικών Οργάνων στην Αµερική και την έστειλα.

Σε κάθε ταξίδι παίρνεις άλλη λύρα;

Όχι, έχω την αγαπηµένη µου, που δεν τη δίδω, να µου δώσουν όλη την Ελλάδα. Την έχει κάνει ο Σήφακας από το Αµάρι. Είναι τώρα πολλά χρόνια, 25-30. Σε ένα ξύλινο βαρέλι είχε 5-6 λίρες µέσα. Και φέρνει αυτή και παίζω και λέω: Δεν έχω ακούσει πιο ωραία λύρα. Είναι δική σου, µου λέει…  Την είχε φτιαγµένη µε τα χέρια του τη λύρα.
Πήγα µια µέρα και ήταν δίπλα από ένα παραθυράκι και πελέκα. Στέκοµαι πίσω. Κάποια στιγµή του κάνω: Εεε, τι κάνεις; Λέει: Ξανοίγω τον Ψηλορείτη και ό,τι µου λέει κάνω. Ό,τι του λέει το βουνό κάνει. Η φύση τα έχει όλα. Δεν υπάρχει Θεός άνθρωπος. Ο αέρας έχει ρυθµό, η θάλασσα πάλλεται. Η αρµονία είναι ο Θεός. Ο παλµός της φύσης. Όχι ο Χριστούλης που ήρθε να µας σώσει. Και πριν ήµασταν άσωτοι. Οι αρχαίοι που µιλούσαν µε τη φύση και κάνανε αυτά που δεν µπορούµε να τα κάνουµε τώρα, τι ήταν;

Τον θάνατο δεν τον φοβάσαι;
Όχι, γιατί είναι υποχρεωτικός. Εδώ είµαστε, ας έρθει. Ξαναγεννιέται ο άνθρωπος, δεν χάνεται. Έτσι πιστεύω εγώ. Δεν µπορούν να µε πείσουν εµένα ότι κάπου υπάρχει ο Θεός. Και πού ‘ναι τον; Γιατί δεν σηκώνεται να έρθει να µας πει: Εδώ είµαι, µη φοβάστε; Και όταν είσαι Θεός, θα ήθελες να έρχονται να σου κάνουν µμετάνοιες, να σου κάνουν σταυρούς, να σε παρακαλάνε; Εγώ αν ήµουν Θεός δεν θα ήθελα τέτοια πράγµατα.

Τι γεννάει τις µαντινάδες; Η χαρά ή ο πόνος;
Και τα δυο βοηθάνε. Ο Κίκης, Χαράλαµπος Σκουλάς λέγεται, ήταν άρρωστος. Πήγα στο χωριό και δεν µπαίνω στο σπίτι µου, πάω να τον δω. Με βλέπει, σηκώνεται και µου λέει:
«Με τους µικρούς ήµουν µικρός, µε τους άντρες αντρειωµένος και µε τους παραπονιάρηδες πιο παραπονεµένος». Τον αγκαλιάζω και τρέχανε τα µάτια του. Και του λέω: Τι κλαις και µε έκανες κι εµένα; Λέει «η µαντινάδα που είπα είσαι εσύ ο ίδιος». Τέτοια ωραία πράγµατα άκουγες. Τώρα πάω στο χωριό µου και βιάζοµαι να φύγω γιατί λείπουν αυτοί οι άρχοντες που έπαιρνες ανθρωπιά.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΓΙΑΝΟΥ ΛΥΡΑΡΗ ΠΟΥ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΣΑΝ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΟΙ ΡΟΚΑΔΕΣ

«Ο άνθρωπος άµα πεθάνει ξαναγεννιέται. Δεν χάνεται».
Ο αέρας έχει ρυθµό, η θάλασσα πάλλεται. Η αρµονία είναι ο Θεός. Ο παλµός της φύσης. Όχι ο Χριστούλης που ήρθε να µας σώσει. Και πριν ήµασταν άσωτοι;
Στην Ε’ Δηµοτικού έφυγα, πήγα στα όρη, βοσκάκι. Και έρχεται ο δάσκαλος και µου λέει «να έρχεσαι πότε πότε στο νυχτερινό να σου δώσω το απολυτήριο».Και µου έδωσε το απολυτήριο µε «7» και του λέω «πολύ µου έβαλες». Λέει «πάρ’ το και σώπα».