Μου το έλεγαν και δεν το πίστευα. Οι παππούδες είναι μόνο καλοί για ιστορίες, και αληθινά… παραμύθια. Τα μικρά και τα μεγάλα παιδιά θέλουν να μάθουν, ν’ ακούσουν ιστορίες, αληθινές, που έγιναν τότε.

Ο παππούς ο δικός μας και λίγο αργότερα ο πατέρας μας, μας μιλούσαν για πολέμους, για σπαραγμούς, για αδελφοσπαραγμούς, για… πείνα.
Σπάνια κάποιος δικός μας παππούς ή πατέρας βρέθηκε να μιλήσει για την…  κοκκινοσκουφίτσα ή για τη Χιονάτη.

Καλύτερα που μας έτυχε έτσι. Περισσότερη αλήθεια και πόνο είχαν οι ιστορίες των δικών μας παππούδων από την… πασαλειμμένη ομορφιά της βασίλισσας του χιονιού που δεν… πείνασε ποτέ.

Πιο μαλακές οι ιστορίες της γιαγιάς της εποχής μας. Είχαν περισσότερη φτώχια και λιγότερο αίμα. Περισσότερο ρομαντικές, απαλές ιστορίες φτώχιας από τη γιαγιά. Πολλές από τις πικρές ιστορίες της γιαγιάς έντεχνα σκεπασμένες ή ωραιοποιημένες.

Μαλακές οι ψυχές των παιδιών και ας μην σκληρύνουν από τώρα, σκεφτόταν η γιαγιά κι ας ήξερε ότι μόνο η σκληρή ψυχή μπορεί ν’ αντέξει τούτη τη ζωή.
Άφησε για τώρα την ψυχούλα, σκεφτόταν η γιαγιά, με το βάρος τούτης της ζωής, θέλει δε θέλει θα σκληρύνει. Όσο αργότερα τόσο καλύτερα. 
Κι εγώ παππούς, θα πω μια ιστορία σήμερα, που ίσως κάποιος άλλος γέροντας, μετά τριάντα χρόνια, την θυμηθεί και κάποιο μαβί δειλινό την τραγουδήσει για να την ακούσει και η φόνισσα θάλασσα της χώρας του.

«Τι να σου λεω πάλι. Πολλές φορές αναρωτιέμαι γιατί θέλεις ν’ ακούς και να ξανακούς τις ίδιες ιστορίες. Και αναρωτιέμαι γιατί κάθε φορά κι εγώ, με προθυμία, θέλω ν’ ανοίγω τις πληγές μου λέγοντας και ξαναλέγοντας μια ιστορία που πονάει τόσο πολύ. Πολλές φορές δικαιολογώ τον εαυτό μου και χαίρομαι γιατί νομίζω πως κάνω κάτι για τη μνήμη τους.

Τι λέω; Κουταμάρες λέω. Κάνω κάτι για τη μνήμη τους, μνημόσυνο, σημαίνει ότι ήλθε η ώρα να τους θυμηθώ, μια τακτή ημερομηνία μνήμης.
Μα και όλοι οι άλλοι, όπως κι εγώ, ποτέ δεν ξεχάσαμε εκείνης της ημέρας το χαλασμό. Τον θυμούνται οι ξένοι από τις περιγραφές και από τις ταινίες, από τις εικόνες. Πώς γίνεται να τον ξεχάσουμε εμείς οι πρωταγωνιστές;
Εκείνη την ημέρα που η θάλασσα είχε κουραστεί να στέκει μέσα στα ίδια περιθώρια και να βλέπει τις ίδιες εικόνες. Εκείνη την ημέρα βγήκε πρώτα ο σεισμός για να ανοίξει το δρόμο στην ανήσυχη σκοτεινιασμένη θάλασσα κι εκείνη αποφάσισε ξαφνικά να σπάσει τα ευρύχωρα δεσμά της και να ξεχυθεί στη στεριά. Εκείνη τη φοβερή ημέρα, την ημέρα που δεν θα ξεχάσουν ποτέ οι κάτοικοι αυτού του νησιού, εμείς είχαμε φύγει.

Η μάνα σου ήταν άρρωστη στο σπίτι. Καλή γυναίκα κι όμορφη. Την αγαπούσε ο πατέρας σου, κι αυτή τον λάτρευε.
Μοναχοπαίδι εσύ. Καλό παιδάκι. Το καμάρι τους. Επτά χρονών μονάχα. Φύγαμε οι δύο μας να πάμε στην πρωτεύουσα, στη θεία σου, την αδελφή της μάνας, να σε κρατήσει μέχρι να έλθει η μάνα στα συγκαλά της.

Τι όμορφο ταξίδι. Γελούσες συνέχεια με τα αστεία που σου έλεγα και μου είχες ζαλίσει το μυαλό με τις ερωτήσεις σου. Τι είναι αυτό το κτίριο παππού; Πώς το λένε αυτό το βουνό παππού;
Απ’ ό,τι είπαν οι άνθρωποι των σωστικών συνεργείων και από τη θέση που τους βρήκαν, χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι σας, τα θυμωμένα κύματα πέταξαν το γιο μου και τη γυναίκα του, τους γονείς σου, σφιχταγκαλιασμένους στη σκεπή κάποιου γκρεμισμένου σπιτιού. Τρόμαξαν να τους ξεχωρίσουν, το είδα με τα μάτια μου σαν πήγα να αναγνωρίσω τα πτώματα.  

 Ναι, λίγα μέτρα πιο κάτω βρήκαν και τον πατέρα του φίλου σου. Άλλο δράμα και τούτο.
Έφυγε από τη δουλειά να πάει να δει τη μάνα του που ήταν άρρωστη. Να μείνει για λίγο κοντά της μέχρι να γυρίσει η θυγατέρα της, η αδελφή του. Εκείνη θα πήγαινε στο γιατρό για να της γράψει φάρμακα για τη γιαγιά. Η άμοιρη γριά δεν ήταν καλά. Η παλιαρρώστια τη βασάνιζε. Πονούσε πολύ. Τους βρήκαν κάτω από κάτι χαλάσματα αγκαλιά. Τρόμαξαν να ξεκολλήσουν τα χέρια της τα γαντζωμένα γύρω από το λαιμό του γιου της. Τα μαραμένα χείλη της κολλημένα στο μάγουλό του. Ίσως, ποίος ξέρει, να πρόλαβε να του δώσει και την ευχή της.

Τι με ρωτάς; Δέκα φορές, αν όχι και παραπάνω, σου έχω πει ότι υπάρχουν συγκλονιστικές ιστορίες την κατάρα του Μάρτη του 2011.
Ο Μάρτης του 2011 μένει μια αγιάτρευτη πληγή για όλη τη χώρα και μια πληγή που ακόμη αιμορραγεί για μας που χάσαμε αγαπημένους και για τον τρόπο που τους χάσαμε.

Ιστορίες σαν αυτές των γονιών σου και τις άλλες που σου έχω πει δεν μπορούμε να τις πιστέψουμε ούτε εμείς που είδαμε και κλάψαμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα, εμείς που φιλήσαμε τα παγωμένα αλλοιωμένα πρόσωπά τους.

Τρελός γέρος, κυκλοφορεί ακόμη κλαίει και γελάει στους δρόμους της πόλης και όλοι ξέρουν την ιστορία του και οι μεγάλοι που έζησαν το χαμό, κλαίνε μαζί του.
Τον φώναξαν ν’ αναγνωρίσει το πτώμα της γυναίκας του. Κράταγε στην αγκαλιά της σφιχτά ένα δεματάκι. Τα χέρια της κομματιασμένα, σφιχτά δεμένα στο δεματάκι, το μωρό τους. Το μόλις λίγων εβδομάδων αγοράκι τους. Εκείνος, ο πατέρας, ο τρελός της μικρής πόλης, από εκείνη την ημέρα άρχισε να γελάει. Εμείς που τον βλέπουμε και ξέρουμε κλαιμε κρυφά».

Όπως οι δικοί μας οι παππούδες μας έλεγαν ιστορίες για πείνα, για πόλεμο και αίμα. Σε τριάντα χρόνια κάποιος παππούς στη Μιναμισανρίκου της Ιαπωνίας, αγναντεύοντας τη φόνισσα θάλασσα, θα λεει στο εγγόνι του κάποια αληθινή ιστορία, σαν την παραπάνω, μνημόσυνο στις χιλιάδες νεκρούς της Ιαπωνίας.