«Φεύγω με πίκρα στα ξένα»

Είναι 50-60 χρόνια πριν (δεκαετίες 1950-1960), αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου, που η Ελλάδα απορφανιζόταν από το πιο εύρωστο δυναμικό της.
Ήγουν, νέους και υγιείς, κυρίως εξ επαρχίας, οι οποίοι, επειδή «δεν είχαν στον ήλιο μοίρα», έπαιρναν των ομματιών τους «για τη μαύρη ξενιτιά», χωρίς βέβαια κανένας να υποψιάζεται ότι θα ‘ρχόταν μέρα που ο τόπος που άφηναν θα γινόταν πόλος έλξης για άλλους απόβλητους, που θα επέλεγαν τη χώρα μας, αναζητώντας αυτό που οι δικοί μας αναζητούσαν τότε αλλού…

Βέβαια το μεταναστευτικό σύνδρομο ταλάνιζε τους Έλληνες παλαιόθεν, για όπου Γης -κατά προτίμηση Αμερική. Στις προαναφερόμενες δύο δεκαετίες ωστόσο, η επιλογή ήταν κυρίως Καναδάς, Αυστραλία, Γερμανία, Βέλγιο, καθώς οι χώρες αυτές είχαν ανάγκη από εργατικά χέρια – είτε επειδή δεν είχαν δικά τους είτε επειδή οι ντόπιοι δεν καταδέχονταν να κάνουν «παρακατιανές» δουλειές (όπως, καλή ώρα, συμβαίνει τα τελευταία χρόνια σ’ εμάς).

Η «ΑΤΙΜΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»

Έφευγαν οι άνθρωποί μας, αλλά σε καμιά περίπτωση χωρίς προϋποθέσεις. Για Γερμανία και Βέλγιο έπειτα από εξετάσεις και συμβόλαιο για συγκεκριμένο εργοστάσιο ή ορυχείο. Για Καναδά, Αυστραλία έπειτα από πρόσκληση συγγενή πρώτου βαθμού. Σε όλες δε τις περιπτώσεις συν το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» -απαραίτητο τότε για κάθε δραστηριότητα (ανεπιθύμητα ως εκ τούτου τα «κομμούνια»). Κι ας προστεθεί ότι γι’ αυτό το φευγιό ο αίτιος δεν ήταν κάποια εξουσία (που δεν τολμούσε κανένας να θίξει), αλλά η «άτιμη κοινωνία», το «κακό ριζικό», η μοίρα – κακομοίρα. Πράγμα που δηλωνόταν στα ντόπια κινηματογραφικά έργα και στα τραγούδια της εποχής. Και σ’ αυτά τα δεύτερα θα σταθώ: στα πονεσιάρικα της μετανάστευσης, του μισεμού, της «κακούργας ξενιτιάς».

Αντιπροσωπευτικός εκφραστής τους ο Στέλιος Καζαντζίδης, με άσματα που φέρουν την υπογραφή του ή άλλων δημιουργών, με εκτελεστή ωστόσο σε όλα τον ίδιο (και τη Μαρινέλλα δεύτερη φωνή). Ενδεικτικά μερικοί τίτλοι, με κάποιους στίχους: «Φεύγω με πίκρα στα ξένα» («Μανούλα θα φύγω μην κλάψεις για μένα / η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω / το μίσος του κόσμου με δέρνει σκληρά / και φεύγω με πίκρα στα ξένα»). «Ο εργάτης» («Τα καράβια και τα τρένα / μετανάστες φορτωμένα / φεύγουν για την ξενιτιά / άλλα πάν’ στη Γερμανία / άλλα πάν’ στην Αυστραλία / κι άλλα για τον Καναδά»). «Στις φάμπρικες της Γερμανίας» («Στις φάμπρικες της Γερμανίας / και στου Βελγίου τις στοές / πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν/ και κλαίν’ οι μάνες μοναχές / κακούργα μετανάστευση / κακούργα ξενιτιά / μας πήρες απ’ τον τόπο μας / τα πιο καλά παιδιά»).

Είναι και ο Μίκης Θεοδωράκης που «τραγούδησε» την ξενιτιά, κυρίως με στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου, με τη φωνή του Καζαντζίδη και άλλων: «Μετανάστης» («Φεύγω γιατί με πίκρανε / η πίκρα και ο πόνος / είχε πνιγεί η ελπίδα μου / είχε σβηστεί ο ήλιος μου / είχε χαθεί ο δρόμος»). «Φεύγω μακριά πατρίδα μου» («Πικρά είν’ τα μάτια του γιαλού / γι’ αυτόν που ταξιδεύει / γι’ αυτόν που πάει στην ξενιτιά / και μια φωνή γυρεύει»). «Της ξενιτιάς» – σε στίχους Ερρίκου Θαλασσινού («Φεγγάρι μάγια μού ‘κανες / και περπατώ στα ξένα»). Και βέβαια τα «Γράμματα από τη Γερμανία», ολόκληρη σειρά, σε στίχους Φώντα Λάδη («Βγήκε η ζωή μας στο σφυρί / μας παίρνουν μας πουλάνε / στα ξένα χάνετ’ η ζωή / μας στύβουν μας πετάνε»).

Τραγούδια της ξενιτιάς και από τον Μάνο Χατζιδάκι: «Αστέρι του Βοριά θα φέρει ξαστεριά», σε στίχους Νίκου Γκάτσου· τον Βασίλη Τσιτσάνη: «Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά»· καθώς και η σειρά «Μετανάστες» από τον Γιάννη Μαρκόπουλο, σε στίχους Γιώργου Σκούρτη.

Εκτός από τα πονεσιάρικα και τα νοσταλγικά, υπήρξαν και κάποια άλλα, όπου ο μισεμός ήταν οδυνηρός, όταν σήμαινε την εγκατάλειψη, εκείνης κυρίως που ξέμενε, οπότε πλέον δεν συνοδευόταν με ευχές, αλλά με κατάρες. Άκρως αντιπροσωπευτικό-βιτριολικό η «Μαύρη κατάρα», με τη φωνή του Πέτρου Αναγνωστάκη, που αξίζει να μεταφέρω ολόκληρο: «Σου δίνω μαύρη κατάρα με μια λαχτάρα / που έχω βαθιά στην ψυχή / Χέρι να σε αρπάξει και να ρημάξει / την ομορφιά σου την τρελή / Εκεί που θα πας για τα ξένα / μη σώσεις να βρεις σαν και μένα / Σε άσχημα χέρια να πέσεις / και όπως πονώ να πονέσεις / Να πέσεις μέσα στο μίσος της κοινωνίας / και τον βαρύ κατατρεγμό / Μπόρες να σε χτυπήσουν / όπως χτυπιέμαι μες στη ζωή / για σένα κι εγώ»…