«Όσο πιο μακριά είμαστε από την πατρίδα μας, τόσο περισσότερο τη σκεφτόμαστε και τόσο περισσότερο, την αγαπάμε. Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα, βλέπω τις μικρότητες, τις ίντριγκες, τις ανοησίες, τις ανεπάρκειες των αρχηγών, τη μιζέρια του λαού. Όμως, από μακριά δεν βλέπουμε τόσο ευδιάκριτα την ασκήμια και έχουμε περισσότερη ελευθερία να πλάσουμε μια εικόνα της πατρίδας αντάξια ενός ολοκληρωτικού έρωτα. Να γιατί δουλεύω καλύτερα και αγαπώ καλύτερα την Ελλάδα όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό. Μακριά της καταφέρνω να συλλάβω καλύτερα την ουσία της και την αποστολή της στον κόσμο, και συνακόλουθα τη δική μου ταπεινή αποστολή. Κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει στους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό. Γίνονται καλύτεροι. Έχουν την περηφάνια της φυλής τους, νιώθουν ότι όντας Έλληνες έχουν την ευθύνη να είναι αντάξιοι των προγόνων τους. H πεποίθησή τους, ότι κατάγονται από τον Πλάτωνα και τον Περικλή, μπορεί ίσως να είναι μια ουτοπία, μια αυθυποβολή χιλιετιών, όμως αυτή η αυθυποβολή, γενόμενη πίστη, ασκεί μια γόνιμη επίδραση στη νεοελληνική ψυχή. Χάρη σ’ αυτή την ουτοπία επέζησαν οι Έλληνες. Μετά από τόσους αιώνες εισβολών, σφαγών, λιμών, θα έπρεπε να έχουν εξαφανιστεί. Όμως η ουτοπία, που έγινε πίστη, δεν τους αφήνει να πεθάνουν. Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα».
(Απόσπασμα από συνέντευξη του Ν. Καζαντζάκη στον Pierre Sipriot Γαλλική Ραδιοφωνία, Παρίσι, 6 Μαΐου 1955).

Έχοντας παραμείνει στη Μελβούρνη τα τελευταία τρία χρόνια για σπουδές και με ετήσιες επισκέψεις στην Ελλάδα, είχα αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου να ζήσω κατά κάποιο τρόπο τη ζωή του «μετανάστη». Να νιώσω ξένη σε μια χώρα που δεν είναι η πατρίδα μου, αλλά που μου δίνει ευκαιρίες και πολλά από όσα η Ελλάδα μου στέρησε τα 24 χρόνια που παρέμεινα εκεί. Αναρωτιέμαι πόσο Ελληνίδα νιώθω και πόσο καλύτερη είναι η ζωή μου στην Αυστραλία… πόσο έχω αλλάξει και πόσο διαφορετικά σκέπτομαι…

Αχ! Έλληνες, σε μια τόσο μικρή χώρα, που έχει περάσει τόσα πολλά, πώς μπορείτε να μην έχετε συλλογική συνείδηση; Πώς επικρατεί πάντα η νοοτροπία του «ωχαδερφισμού» και του «ο καθένας για την πάρτη του»; Πώς φτάσατε στο σημείο να έχετε μόνιμα μια ανεπαρκή διεφθαρμένη κυβέρνηση, διαδοχικά σκάνδαλα με πολιτικούς, κληρικούς, δικαστικούς, αστυνομικούς και πολλούς άλλους, που δεν διστάζουν να πατήσουν, όποτε βρίσκουν την ευκαιρία, στην πλάτη του απλού πολίτη, για να εξαπατήσουν και να νιώσουν λίγο τη χαρά ότι την «έβγαλαν καθαρή». Η Ελλάδα είναι μια χώρα που διώχνει τα παιδιά της στο εξωτερικό γιατί «δεν την παλεύουν» άλλο ή απλά τους περνάει τη νοοτροπία της λούφας και της απάτης.

Ο λαός αυτός εκφράζει την αγανάκτησή του έχοντας καταστήσει τις απεργίες, τις καταλήψεις και τα συλλαλητήρια ως εθνικό εβδομαδιαίο σπορ, δείχνοντας έτσι τη δυσφορία του να ζει κανείς σε μια χώρα που δεν σου δίνει ευκαιρίες να διακριθείς, ακόμη και να διαπρέψεις, αλλά σε κάθε περίπτωση να δουλέψεις και να ζήσεις με αξιοπρέπεια. Και, όμως, δεν φταίει μόνο το σύστημα για την κατάντια της Ελλάδας –ο απλός κόσμος που συσσωρεύεται στα μεγάλα αστικά κέντρα αφήνοντας την επαρχία άδεια (έναν προορισμό μόνο για τις γιορτές και τα Σαββατοκύριακα), προσπαθώντας να ζήσει τη μεγάλη ζωή ή αναζητώντας απλά περισσότερες ευκαιρίες, καταλήγει να ζει μίζερα, μια άθλια ζωή με καθημερινές ασχολίες το ποδόσφαιρο, τον καφέ, την τηλεοπτική ηλιθιότητα και τις νυχτερινές εξορμήσεις σε μπουζούκια και κλαμπ. Αυτοί που μένουν αναγκάζονται να συντηρούν το σύστημα και αυτοί που φεύγουν είτε θριαμβεύουν στο εξωτερικό είτε γυρνούν στην Ελλάδα, γιατί η ζωή που φαντάζονταν να συναντήσουν εκεί δεν συνάδει με την ελληνική τους νοοτροπία.

Αχ! Μικρόμυαλοι άνθρωποι, που ξεπουλάτε την πατρίδα σας χωρίς να σκέπτεστε τις συνέπειες…, που η αντίδρασή σας στη διαφθορά της εξουσίας είναι να καταστρέφετε περιουσίες και πόλεις, που είναι ήδη μη βιώσιμες. Αυτά και όσα άλλα κάνουν αυτή τη μικρή χώρα, ένα τόπο καταραμένο να προδίδεται καθημερινά από τους ανθρώπους που το κατοικούν ήταν οι λόγοι που έσπρωξαν και εμένα στο εξωτερικό. Πράγματι, θεωρώ ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα πολύ όμορφη, που, όμως, όταν βλέπει κανείς πώς σκέφτονται οι άνθρωποι που την κατοικούν, η ασχήμια της γίνεται αποτρόπαια..
Η ιστορία, όμως, δεν τελειώνει εδώ…

Πόσο διαφορετική είναι η ζωή μου στο εξωτερικό; Δεν έχω διακριθεί ακόμα εδώ που βρίσκομαι και ούτε ζω κάτι ταυτόσημο του αμερικανικού ονείρου στην Αυστραλία. Η ζωή μου εδώ είναι μια διαρκής πάλη για να ενταχθώ κατά κάποιο τρόπο στο αυστραλιανό σύστημα, ένα σύστημα με τις τακτικές του οποίου δεν συμφωνώ απόλυτα, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι, ομολογουμένως, έχει περάσει καλύτερα στον πολίτη του την ουτοπική φούσκα της καλής ποιότητας ζωής, των μεγάλων ευκαιριών και του φιλο-πολυπολιτισμού.

Με μια πολύ προσεκτική ματιά τριγύρω, όμως, θα παρατηρήσει κανείς το ρατσισμό, τους υψηλούς φόρους, τις καμπάνιες φόβου σε όλα τα μέσα επικοινωνίας και τη ψευδαίσθηση της ευτυχίας σε μια υποτιθέμενη κοινωνία υψηλής βιωσιμότητας. Κάποιες φορές νιώθω ότι οι άνθρωποι που συναντώ είναι ζόμπι, χωρίς πάθος, χωρίς θυμό, χωρίς θέλω –μηχανές παραγωγής που ζουν μόνο για να δουλεύουν, προκειμένου να αποκτήσουν ένα μεγαλύτερο σπίτι στα προάστια, ένα επιπλέον αυτοκίνητο ή ό,τι άλλο υλικό αγαθό. Συναντώ ανθρώπους που νιώθουν ότι δεν έχουν το δικαίωμα να αναπαυθούν, εκτός και αν το έχουν κερδίσει με σκληρή, συνεχή δουλειά. Είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι και ζω σε μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι νιώθουν τύψεις όταν έχουν πολύ ελεύθερο χρόνο –ίσως γιατί δεν είναι αρκετά δημιουργικοί ή μήπως επειδή ακολουθούν ένα καλοστημένο σχέδιο τυφλής υπακοής σε ένα σύστημα που δεν έχουν μάθει να αμφισβητούν, αλλά να αποδέχονται. Οι νεότεροι, δε, φαίνεται να μην έχουν καθόλου ιδέα από πολιτικά, η διασκέδασή τους είναι να γίνονται τύφλα στο μεθύσι στις παμπ και στα κλαμπ τα Σαββατοκύριακα και οι συζητήσεις τους με κάνουν απλά να χασμουριέμαι.

Δεν μπορεί κανείς να τα έχει όλα θα μου πει κάποιος. Και όμως, ερχόμενη στη Μελβούρνη από την Αθήνα κατάλαβα κάτι πολύ σημαντικό. Η Ελλάδα δεν είναι μόνο ο τόπος και οι άνθρωποι (για τους οποίους, είναι η αλήθεια, δεν είμαι ιδιαίτερα υπερήφανη), η Ελλάδα είναι μια ιδέα που κουβαλώ μέσα μου σαν αξία. Η Ελλάδα, που πέρασε και συνεχίζει να περνά τόσα μέσα από συμπληγάδες πέτρες, μου έχει μάθει να είμαι υπερήφανη, να αμφισβητώ τα πάντα –ακόμα και τον εαυτό μου– να αγαπώ και να εκτιμώ τις έννοιες της επανάστασης, της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, για τις οποίες ο λαός της πολέμησε τόσο πολύ στο παρελθόν να διατηρήσει και, ίσως, στην πραγματικότητα να μην το κατάφερε ποτέ. Δεν είναι οι αρχαίοι μου πρόγονοι και η ιστορία της Ελλάδας που με κάνει να την αγαπώ, αλλά περισσότερο οι αξίες που μου έδωσε ως εφόδια στη ζωή –να ζω με πάθος και να μη χαρίζομαι σε κανέναν.

 Η Μελβούρνη μου έδωσε κάτι αντίστοιχο, μου έμαθε τι θα πει συλλογική συνείδηση και αγάπη για τους άλλους λαούς. Ο Έλληνας έχει μάθει να κοιτάζει τους ξένους με καχυποψία, να είναι ακατάδεκτος και να μη ρίχνει την περηφάνια του. Το να είσαι εσύ, όμως, ο ξένος σε μια άλλη χώρα σου διδάσκει πώς να είσαι ταπεινός και ευγνώμων για τις ευκαιρίες που σου δίνονται απ΄ αυτήν, που σε φιλοξενεί και σε σέβεται. Να αγαπάς και να θεωρείς αδελφό κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως φύλου, χρώματος και κουλτούρας, καθώς υπάρχουν περισσότερα που σας ενώνουν σε σχέση με αυτά που σας χωρίζουν. Σ΄ αυτήν εδώ την πόλη γνώρισα τι σημαίνει να είσαι μετανάστης και κατάλαβα ότι δεν ανήκω πλέον πουθενά.

Το εξωτερικό, όπως λέει ο Καζαντζάκης, με έχει κάνει καλύτερη –με έχει βοηθήσει να καταλάβω την αξία και την αποστολή της Ελλάδας και να νιώσω τι σημαίνει να σέβομαι τον εαυτό μου και τους γύρω μου. Με έμαθε να απέχω και να αποστασιοποιούμαι από τις μικρότητες, τις ίντριγκες της πατρίδας μου και να σκέπτομαι την Ελλάδα σαν ιδανικό.

Δεν ανήκω πια στην Ελλάδα, όπως και δεν ανήκω στην Αυστραλία, είμαι εγκλωβισμένη θεωρητικά κάπου στο ενδιάμεσο να παρατηρώ τον εαυτό μου και τον κόσμο γύρω μου να αλλάζει…
Ο μετανάστης είναι μια αφήγηση προσωπικών μου βιωμάτων και σκέψεων και σε καμιά περίπτωση δεν υπαινίσσομαι ότι αποτελεί μια γενικευμένη αλήθεια.