Την περασμένη εβδομάδα έκανα μια γενική αναφορά στο βιβλίο «Ο Πολιτισμός του Πόντου» του Ομέρ Ασάν, ο οποίος είναι Τούρκος ποντιακής καταγωγής, γεννημένος το 1961.

Στο βιβλίο του ο Ομέρ Ασάν από τη μια μας ενημερώνει για την έρευνα που έχει κάνει, στην αναζήτηση της φυλετικής και πολιτισμικής του ταυτότητας, και από την άλλη αναφέρεται σε παραδόσεις, έθιμα, πολιτιστικά και γλωσσικά στοιχεία, που διαφοροποιούν τους κατοίκους του χωριού του Ερένκιοϊ, και των άλλων 48 χωριών της περιφέρειας Όφη, από τους άλλους Τούρκους. Η περιφέρεια του Όφη βρίσκεται νοτιοανατολικά της Τραπεζούντας.
Πρόκειται για τους Οφλήδες, Έλληνες του Πόντου, που είναι από τους πρώτους που εξισλαμίστηκαν, με άλλα λόγια έγιναν Οθωμανοί, πριν από τρεις περίπου αιώνες. Όπως ανέφερα την περασμένη εβδομάδα, λόγω του θρησκεύματός τους, οι ελληνικής καταγωγής Οθωμανοί της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας το 1923.

Σε συνέντευξη που έδωσε ο Ομέρ Ασάν στην αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή (30 Iανουαρίου 2000) με τίτλο «Tουρκία: 300.000 ελληνόφωνοι ζητούν ταυτότητα» υπολογίζει στις 300.000 τους ελληνόφωνους, αλλά μωαμεθανούς, κατοίκους της Τουρκίας, οι οποίοι λόγω του θρησκεύματός τους εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας το 1923, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Μεταξύ αυτών ήταν και οι πρόγονοι του Ομέρ Ασάν.
Αυτή είναι η πρώτη φορά που γίνεται λόγος για έναν τόσο μεγάλο αριθμό Τούρκων που ομιλούν την ποντιακή διάλεκτο, με άλλα λόγια Τούρκων πολιτών ελληνικής καταγωγής.

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΘΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Το βιβλίο του Ομέρ Ασάν προλογίζει ο Νεοκλής Σαρρής, Καθηγητής Κοινωνιολογίας της Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Σημειώνω πως ο Δρ Ν. Σαρρής γεννήθηκε και σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, και θεωρείται ένας από τους καλύτερους γνώστες της ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της σύγχρονης ιστορίας της Τουρκίας.

Σε ένα σημείο του Προλόγου ο Δρ Σαρρής κάνει την ακόλουθη παρατήρηση:
«Στην επίσημη ιστοριογραφία δεν υπάρχει αξιόλογη αναφορά στην οθωμανική περίοδο και όταν υπάρχει, η προσέγγιση είναι πολύ επιφανειακή. Για παράδειγμα, όταν γίνεται λόγος για άτομα ελληνικής (ρωμαίικης) καταγωγής τα οποία προσέφεραν στο οθωμανικό κράτος (και στην κοινωνία), αναφέρονται μόνο οι διερμηνείς της Πύλης και οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας. Ενώ στην πραγματικότητα, τα ελληνικής καταγωγής άτομα που κατείχαν αξιώματα πρωθυπουργού, βεζίρη έως και αρχηγού των γενιτσάρων ήταν τόσα, όσα και τα τουρκικής καταγωγής. Αν κοιτάζουμε τις μητέρες των Σουλτάνων η κατάσταση είναι και πάλι η ίδια…
{…} Το οθωμανικό κράτος, επειδή ήταν μια αυτοκρατορία, ήταν πολυεθνικό και όχι μονοεθνικό. Όσο πρόσφεραν οι Τούρκοι στην ιστορία του, άλλο τόσο πρόσφεραν και οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, οι Άραβες, οι Αλβανοί κ.λπ.», σελ. 15-16.

 Στην τελευταία παράγραφο του Προλόγου ο Δρ Σαρρής γράφει τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, για το βιβλίο του Ομέρ Ασάν:
«Η ιστορία εκδικείται εκείνους που την απαρνήθηκαν. Το έργο αυτό δεν είναι ένα βιβλίο ιστορίας, αλλά ένα βιβλίο το οποίο θα ανοίξει το δρόμο στην ιστορία, που θα γράψει ιστορία. Με αυτή την έννοια ο Ομέρ Ασάν είναι ένας πρωτοπόρος και ένας ποιητής. Ένας πρωτοπόρος και αγωνιστής της ελευθερίας της σκέψης. Και η ελευθερία θέλει αρετή όπως ακριβώς θέλει και τόλμη…», σελ. 22.

ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά για το τι ήταν εκείνο που τον παρακίνησε να γράψει το βιβλίου του είναι τα σχόλια που κάνει ο Ομέρ Ασάν στον Πρόλογο με τίτλο «Λίγα Λόγια» στην τουρκική, και ελληνική, έκδοση του βιβλίου του, καθώς και στον Πρόλογό του ειδικά για την ελληνική έκδοση.

Στον Πρόλογο της τουρκικής έκδοσης αναφέρει πως έναυσμα για τη συγγραφή του βιβλίου του ήταν το ενδιαφέρον του για την ιστορία, το οποίο ενδιαφέρον σύντομα εστιάστηκε στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, με άλλα λόγια του ιστορικού Πόντου, και ιδίως για την ιστορία και τον πολιτισμό της Τραπεζούντας. Ήθελε να μάθει για την καταγωγή των δικών του και των συγχωριανών του, γιατί διαισθανόταν πως δεν ταυτιζόταν με την καταγωγή και την ταυτότητα των Τούρκων.
Γράφει σε ένα σημείο: «Όταν ξεκίνησα με αυτά τα συναισθήματα και αυτές τις σκέψεις, δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να κάνω. Συνεχώς διάβαζα, ερευνούσα. Ήμουν σίγουρος πως θα βρω διέξοδο. Δεν θα συμβιβαζόμουν με κάτι λιγότερο… Ο μόνος δρόμος για να ξεφύγει κανείς από το να είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ώστε να μπορέσει να γίνει αποδεκτός, περνά από την απάντηση που θα δώσει στο ερώτημα «ποιος είμαι;». Από αυτήν την ερώτηση ξεκίνησα την πορεία.

Όπως ήταν φυσικό, ρώτησα πρώτα τον παππού μου. Η απάντηση ήταν ανεπαρκής. Άρχισα να ρωτώ τους πάντες, ενδιαφερόμενους και μη… Δεχόμουν και εγώ ερωτήσεις όπως «γιατί ρωτάς παιδί μου;», «γιατί σε απασχολεί αυτό;». Απαντούσα: «γυρεύω την ταυτότητά μου, παππού»… Άλλες φορές αντίκριζα μάτια που δεν καταλάβαιναν, και άλλες μάτια γεμάτα απορία», σελ. 30-31.

Από τη στάση, και τις απαντήσεις των μεγάλων, ο Ομέρ έβγαλε το συμπέρασμα πως δεν ήθελαν να αναζητήσουν την καταγωγή τους, πως είχαν συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ήταν Οθωμανοί, και ως εκ τούτου Τούρκοι. Με άλλα λόγια, ταύτιζαν το θρήσκευμα με την καταγωγή.
Έλα όμως που αυτή η νοοτροπία τους δεν συμβιβαζόταν με το γεγονός ότι στα σπίτια τους οι μεγάλοι μιλούσαν μια γλώσσα που δεν ήταν η τουρκική. Γράφει σχετικά ο Ομέρ:
«Οι χωρικοί στο Ερένκιοϊ του Όφη μιλούσαν μεταξύ τους μια γλώσσα που την έλεγαν ρωμαίικα. Όταν τους ρώτησα πού την έμαθαν, μου απάντησαν: «Εμείς αυτή τη γλώσσα μιλούσαμε, τα τουρκικά τα μάθαμε μετά».

Σύμφωνα με την Αγγελική Ράλλη, Καθηγήτρια Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, τα ρωμαίικα του Όφη είναι μια τοπική παραλλαγή της ποντιακής, η οποία παρουσιάζει τα βασικά χαρακτηριστικά της ποντιακής της διαλέκτου.

Έχοντας συνειδητοποιήσει ο Ομέρ πως διαμέσου της ποντιακής διαλέκτου πιθανόν να εξιχνίαζε την φυλετική του καταγωγή, βάλθηκε στην καλύτερη εκμάθησή της. Σύντομα όμως διαπίστωσε πως η προφορική χρήση της ρωμαίικης (ποντιακής) διαλέκτου δεν επαρκούσε για την επιστημονική μελέτη της.
Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η γνώση της γραμματικής, και για το σκοπό αυτό αποτάθηκε σε ερευνητές και ποντιακούς συλλόγους στην Ελλάδα, κάποιοι από τους οποίους τον κάλεσαν στην Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε τρεις μήνες, και παρακολούθησε μαθήματα γραμματικής.
Όταν επέστρεψε στην Τουρκία ήταν πλέον σε θέση να κάνει την επιστημονική ανάλυση του ιδιώματος της ποντιακής διαλέκτου που μιλούσαν στο χωριό του, και στην ευρύτερη περιφέρεια του Όφη.

Γράφει στον Πρόλογο του βιβλίου του:
«Όλη αυτή η διαδικασία της έρευνας μού φανέρωσε μια πραγματικότητα. Το όνομά της ήταν Πόντος. Η ταυτότητα που αναζητούσα και δεν εύρισκα ήταν ο Πόντος, που αρχικά δεν ήξερα τι είναι και αργότερα έμαθα ότι είναι ένα κομμάτι της ιστορίας και της γεωγραφίας της Μικράς Ασίας. Μια ταυτότητα που δεν ήξερα το περιεχόμενό της.

{…} Αντί να καταπιαστώ με όλη τη Μαύρη Θάλασσα, εξέτασα ένα χωριό, δηλαδή το χωριό μου, τον πολιτισμό του, και κατ’ επέκταση τον πολιτισμό του Όφη. Το αποτέλεσμα, ακόμη και αν δεν είναι ο Πολιτισμός του Ευξείνου Πόντου, είναι μια αντανάκλαση, ένα δείγμα αυτού του πολιτισμού».
Κι εγώ με τη σειρά μου, την ερχόμενη Πέμπτη θα σας δώσω ένα δείγμα αυτού του πολιτισμού, όπως αναδύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Ομέρ Ασάν.

Σημείωση
Την Δευτέρα, 11 Απριλίου, από το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Γιώργου Κοβρίδη «Οι Αργοναύτες στους Αντίποδες του Νότου» πήρα συνέντευξη από τον Ομέρ Ασάν, ο οποίος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, για να μας μιλήσει για το βιβλίο του. Ο κ. Δημήτρης Καπούδαγλης, ο οποίος κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη, και μιλάει άπταιστα τα τουρκικά, έκανε τη διερμηνεία των ερωτήσεων και των απαντήσεων.
Το βιβλίο του Ομέρ Ασάν «Ο Πολιτισμός του Πόντου» διατίθεται από τον Εκδοτικό Οίκο Αδελφών Κυριακίδη στη Θεσσαλονίκη, τηλ. 0011 30 2310 208540.