Ιστορίες του «ψυχρού πολέμου» στην Ελλάδα

Η ακόλουθη είναι η αληθινή ιστορία δύο φίλων -του Λάμπρου Κούνδου και του συμπάροικου Γιώργου Σαββίδη- κατοίκων Ομορφοκκλησιάς Καστοριάς στη δεκαετία του 1950, μιας εποχής στιγματισμένης από τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα που υποκίνησε ο Αμερικανός γερουσιαστής ΜακΚάρθι καθώς και το αμφιλεγόμενο «κυνήγι μαγισσών» που εξαπέλυσε εναντίον των κομμουνιστών, προξενώντας φόβο και παράνοια ακόμα και στη μικρή κοινωνία της Ομορφοκκλησιάς.
Τέτοιος ήταν ο φόβος για τυχόν δίωξή τους που οι κάτοικοι δωροδοκούνταν για να «κατασκοπεύσουν» φίλους, γείτονες ακόμα και συγγενείς, χωρίς βέβαια να γνωρίζουν ότι οι ίδιοι οι υπάλληλοι που διέτασσαν αυτές τις έρευνες ήταν κομμουνιστές.

Ένα από νέα και τα πιο ενθουσιώδη μέλη ήταν ο Λάμπρος, ο οποίος προσεγγίστηκε από λοχαγό του στρατού στην Καστοριά για να κατασκοπεύσει τον καλύτερο του φίλο Γιώργο, καθώς ο δεύτερος ήταν ιδιαίτερα γνωστός στο χωριό του ως ένα από τα πιο επιχειρηματικά μυαλά της Καστοριάς, και σε συνδυασμό με την εργατικότητά του και τη θέση που είχε ως δεκανέας στο στρατό, ήταν ισχυρός υποψήφιος για τη θέση του λοχία στο τάγμα.

Αλλά πρώτα θα έπρεπε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι ο Γιώργος είχε οποιεσδήποτε κομουνιστικές αποκλίσεις, καθώς υπήρχαν φήμες ότι ο πατέρας του Νικόλας Σαββίδης, είχε κάποια κομμουνιστική ανάμειξη κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Οι αξιωματικοί, όμως, δεν έλαβαν υπόψη τις φιλοαγγλικές τάσεις του Νικόλα Σαββίδη: Ιμπεριαλιστής μέχρι το κόκκαλο που λάτρευε οτιδήποτε αγγλικό -όπως κι ο γιός του Γιώργος άλλωστε. Και αυτό φαινόταν στο τυπικό αγγλικό κουστούμι του καθώς και την προτίμησή του στο αγγλικό τσάι και κινηματογράφο. Φυσικά, εκείνοι που γνώριζαν τον Γιώργο, μεταξύ αυτών και ο Λάμπρος, ήξεραν πολύ καλά ότι όσο κομμουνιστής ήταν ο βασιλιάς της Αγγλίας άλλο τόσο ήταν κι ο Γιώργος!

– Φοράς κοστούμι επειδή σε κάνει να νιώθεις υπέροχα; τον ρώτησε ο Λάμπρος, γεμάτος περιφρόνηση.
– Ακριβώς!
– Νόμιζα ότι το όνειρό σου ήταν να πάς στη Ρωσία και να ζήσεις μια «υπέροχη» κομμουνιστική ζωή!
– Μα τι είναι αυτά που λες; Τί σε κάνει να πιστεύεις ότι το όνειρό μου είναι να γίνω κομμουνιστής;
– Μα αφού που είπες προ καιρού ότι ήθελες να γίνεις μέλος του Κόκκινου Στρατού και να έχεις μουστάκι σαν τον Στάλιν!
– Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο! Αυτό που είπα ήταν ότι ήθελα να πάρω τη προαγωγή μου ως λοχίας και να κάνω καριέρα στην Καστοριά. Αλλιώς, αυτό που μου απομένει είναι να μεταναστεύσω στην Αυστραλία, αφήνοντας τον ανήμπορο γέρο πατέρα μου πίσω.
Ο Γιώργος ήταν αρχηγός στους προσκόπους, στρατιώτης και μάγειρας του τάγματος, αλλά η δουλειά του δεν τον γέμιζε. Παρομοίαζε την εργασία του σαν σούπα χωρίς ψωμί. «Το να αισθάνεσαι κενός, έλεγε, από τη δουλειά σου, είναι σαν πείνα που ποτέ δεν μπορείς να κατευνάσεις».

«Έχει το θράσος να πιστεύει ότι αξίζει περισσότερα από όσα μπορεί να του προσφέρει το χωριό» σκέφτηκε ο Λάμπρος. «Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας φαντασμένος καπιταλιστής!» Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Λάμπρου είχαν αλλοιωθεί από τη ζήλια και το φθόνο που είχε στην ψυχή του για τον νεαρό και φιλόδοξο Γιώργο.

Ο Γιώργος, γιος δασκάλου, ήταν γνωστός ακόμα και στα γύρω χωριά για το ήθος του, το όμορφο παρουσιαστικό του, για τους καλούς τρόπους του, αλλά και για την αποφασιστικότητα, τη φιλοδοξία και την αστείρευτη ενεργητικότητά του.

Ο Λάμπρος, πάλι, είχε τη φήμη του θρασύδειλου ανακατωσούρα και κουτσομπόλη και, σε αντίθεση με το Γιώργο, δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του. Όπως έλεγε «άμα ήθελε ο Κύριος να δουλεύω, θα μου είχε δώσει το σώμα μουλαριού και το μυαλό κατσίκας!»
Όλοι έβλεπαν με καχυποψία την περίεργη φιλία μεταξύ των δύο αντρών. Ανάμεσά τους και ο δάσκαλος του χωριού ο κ. Πασάς: «Ο Γιώργος δεν το έβαζε ποτέ κάτω, πάντα προσπαθούσε να καλυτερεύσει τον εαυτό του. Ο Λάμπρος πάλι έπρεπε να ‘πειστεί’ για να μάθει γράμματα χρησιμοποιώντας το ‘αν ήθελε ο Κύριος’ ως δικαιολογία για τη τεμπελιά του».

Όταν οι αξιωματικοί έφτασαν από την Καστοριά για να αναθεωρήσουν την προαγωγή του Γιώργου ως λοχία, εντυπωσιάστηκαν από τη γενναιότητα και την ηγετική του φύση, καθώς και την κλίση του στη μαγειρική. Ο Γιώργος ήλπιζε ότι η θέση του λοχία θα του έδινε αρκετή οικονομική σταθερότητα για να μπορέσει να παντρευτεί την αγάπη της ζωής του, τη Νίκη Σταμπουλτζή, χωρίς να χρειάζεται πλέον την οικονομική υποστήριξη του πλούσιου πατέρα της. Δυστυχώς, ο Γιώργος έζησε την υπέρτατη προδοσία από τον καλύτερο του φίλο Λάμπρο, ο οποίος πληροφόρησε τα μέλη της επιτροπής για την δήθεν κομμουνιστική δραστηριότητα του Γιώργου, κάτι που του κόστισε την δουλειά του αλλά και την πατρίδα του. Ο Λάμπρος όμως έχασε πολύ περισσότερα: την ηρεμία και τον αυτοσεβασμό του.
Τελικά, ο Γιώργος βρήκε μια πολύκαρπη και ευτυχισμένη ζωή στην Αυστραλία καθώς ξεκίνησε μια πετυχημένη επιχείρηση, η οποία ευδοκιμεί εδώ και 30 χρόνια. Ο Λάμπρος ζει ακόμα μια λιτή και σεμνή ζωή στο χωριό, όπως ακριβώς ήθελε ο Κύριος…