Το μυθιστόρημα του Φίλιππου Φιλίππου «Ο θάνατος του Ζορμπά» (3η έκδ. Πατάκης, 2007) εστιάζεται στην Αίγινα, τον Αύγουστο του 1941 εν μέσω Γερμανικής Κατοχής, στο σπίτι του Νίκου Καζαντζάκη, όπου ο τελευταίος δουλεύει πυρετωδώς το μυθιστόρημά του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» το οποίο, λίγο αργότερα, θα τον έκανε διάσημο και τον ίδιο και τον ήρωά του σε όλο τον κόσμο. Τον ίδιο μήνα τον επισκέπτεται απροσδόκητα ο γηραιός φίλος και πρώην συνεταίρος του Γιώργης Ζορμπάς (πρότυπο του μυθιστορηματικού του ήρωα Αλέξη Ζορμπά), για να του ζητήσει να επαναλειτουργήσουν το λιγνιτωρυχείο στη Μάνη αφού, σύμφωνα με το προλογικό σημείωμα του συγγραφέα, «Φαίνεται πως δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στις αναμνήσεις που τον έπνιγαν, θυμόταν τα παλιά χρόνια που ήταν νέος και υγιής και τον έπιανε νοσταλγία» (σ. 12-13). Εν συνεχεία καταφθάνουν σταδιακά και άλλοι επισκέπτες όπως οι: Γαλάτεια (πρώην σύζυγος του Καζαντζάκη), Άγγελος Σικελιανός, Κώστας Βάρναλης, Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Καββαδίας, Παντελής Πρεβελάκης, Μελίνα Μερκούρη, Μαρία Βοναπάρτη, μέχρι και ο νεαρός Μπάμπης Κλάρας (γνωστότερος, μετέπειτα, ως Άρης Βελουχιώτης!), καθώς και άλλοι λιγότερο γνωστοί φίλοι.

Η ομάδα αυτή των εκλεκτών προσωπικοτήτων της τέχνης και διανόησης, που άφησαν τη σφραγίδα τους στην πολιτιστική ζωή της χώρας, διασκεδάζει κι ευωχείται εν είδει πλατωνικού συμποσίου (έστω και πενιχρού, λόγω της κατοχικής πείνας, των γερμανικών περιορισμών κυκλοφορίας, βομβαρδισμών κλπ.) σα να μην τρέχει τίποτα, απολαμβάνοντας τον παραθερισμό τους. Επιδίδονται στις βόλτες, το κολύμπι, τα φλερτ, το τραγούδι, τις απαγγελίες ποιημάτων, καθώς και σε ατέρμονες συζητήσεις και διενέξεις περί τέχνης, λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, πολιτικής, ελευθερίας, έρωτα, μέχρι και της χρησιμότητας του…  χασίς! – συνήθως με αντικείμενο την παρουσία του αληθινού (Γιώργη) Ζορμπά αλλά και του κυοφορούμενου μυθοπλαστικού ήρωα του Καζαντζάκη (Αλέξη) Ζορμπά.

Η ιστορία αυτής της παράδοξης και παράτολμης, για τις συνθήκες της εποχής, σύναξης, με πρόσχημα ένα «δείπνο» στο σπίτι του Καζαντζάκη, τελειώνει όταν ο τελευταίος αναχωρεί επειγόντως και κρυφίως (μαζί με το Ζορμπά) για την Αθήνα ώσπου «να περάσει ο κίνδυνος και να ξεχαστεί η ιστορία με το δείπνο και τους ύποπτους καλεσμένους του» (σ. 301) – αφού κάποιος τους είχε «καρφώσει» στις γερμανικές αρχές Κατοχής. (Σημ.: Πρόκειται για πραγματικό γεγονός αφού φυγαδεύτηκε με τη βοήθεια του Γερμανού διοικητή της Αίγινας Γαβριήλ Βάλτερ, που προστάτευσε τον Καζαντζάκη από τα SS, αλλά χωρίς τον Ζορμπά, βέβαια, αφού ο τελευταίος δεν πήγε ποτέ στην Αίγινα).

Αλλά και ο Ζορμπάς, μετά από μια σύντομη ανάρρωση, επιστρέφει στα Σκόπια όπου και πεθαίνει μετά από ένα μήνα. Αυτή είναι η ιστορία του μυθιστορήματος η οποία, σύμφωνα με τον Φιλίππου, βασίστηκε σ’ «ένα περιστατικό από τη ζωή του Ζορμπά που μου είχε αναφέρει η Λιλή Ζωγράφου σε μια συνέντευξή μας. Αφορούσε το ταξίδι του στην Αίγινα τον Αύγουστο του 1941, ένα μήνα προτού πεθάνει. Είχε πάει να επισκεφθεί τον Καζαντζάκη στο σπίτι του για να του προτείνει να κατεβούν στη Μάνη και να ξαναλειτουργήσουν το μεταλλείο της Πραστοβάς» (σ. 12).

Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι ο Γιώργης Ζορμπάς, όπως προαναφέρθηκε, ουδέποτε επισκέφθηκε την Αίγινα, όπως και ουδέποτε έγινε η συνάθροιση με όλα αυτά τα πρόσωπα που περιγράφει ο Φιλίππου. Απλούστατα πρόκειται για αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα, όπως δηλώνει ο ίδιος σε συνέντευξή του: «Μα το βιβλίο μου είναι μυθιστόρημα. Λογοτεχνική αδεία έχω το δικαίωμα να αναμειγνύω στοιχεία της πραγματικότητας με ορισμένα επεισόδια που γέννησε η φαντασία μου. Όλοι όμως οι επισκέπτες του Καζαντζάκη ήταν φίλοι του ή γνωστοί του και όλοι βρέθηκαν στην Αίγινα είτε την ίδια χρονική περίοδο, τον Αύγουστο του 1941, είτε πριν και μετά. […] Ακόμη και αν αυτοί δεν βρέθηκαν στο σπίτι του τη συγκεκριμένη στιγμή, θα μπορούσαν να βρεθούν μιαν άλλη» («Το Βήμα της Κυριακής», 17.6.2007).
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Μολονότι το λογοτεχνικό είδος της μυθοπλαστικής βιογραφίας είναι εξ αντικειμένου γοητευτικό – λόγω του ανεκδοτολογικού του χαρακτήρα και της αλληλενέργειας (interplay) μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας και συγκινεί το ίδιο συγγραφείς και αναγνώστες – εντούτοις, βιβλία όπως το υπό συζήτηση δεν είναι χωρίς τα εγγενή προβλήματά τους. Το μεγαλύτερο εξ αυτών εντοπίζεται στην ειδολογική του χροιά. Δηλαδή μολονότι  πρόκειται για ντοκουμενταρισμένη μυθοπλαστική βιογραφία, ο συγγραφέας, ως ασφαλιστική δικλείδα, το χαρακτηρίζει απερίφραστα στο εξώφυλλο ως «μυθιστόρημα». Την ίδια στιγμή, τόσο στον «πρόλογο» όσο και στον επίλογο» του βιβλίου,  καταβάλλει εργώδεις προσπάθειες προκειμένου να τονίσει τη σημασία της ερευνητικής διαδικασίας (σ. 14) και τις συναφείς δυσκολίες που προηγήθηκαν σχετικά με την ανεύρεση της «αλήθειας» για τον αληθινό (Γιώργη) Ζορμπά και την αληθοφάνεια των γεγονότων της ιστορίας του.

Πώς εξηγείται όμως αυτή η εμμονή του περί του αντιθέτου (της αληθοφάνειας) και μάλιστα σ’ ένα «μυθιστόρημα» που εξ ορισμού αντίκειται στην αλήθεια; Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω ότι ο αφηγητής-συγγραφέας παρεμβαίνει κάπου 26 φορές (!) με την προσθήκη-κλισέ «υποστήριξε η Λιλή Ζωγράφου», προκειμένου να πείσει για την αληθοφάνεια της ιστορίας του.

Φρονώ ότι το εν λόγω μυθιστόρημα αποτελεί μια απροκάλυπτη παρωδία τόσο των δύο Ζορμπάδων (αληθινού και ψεύτικου) όσο και των ίδιων των δημιουργών τους (Καζαντζάκη, κυρίως, αλλά και Φιλίππου, λιγότερο), καθώς και όλων γενικά των δημιουργών. Το κάνει, δηλαδή, για να διακωμωδήσει τις ανορθόδοξες λογοτεχνικές πρακτικές και μυθοπλαστικές συμβάσεις που υιοθετούν αδίστακτα, με το αιτιολογικό ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και με το άλλοθι της «ποιητικής αδείας» που επικαλείται στη συνέντευξή του.

Ο Φιλίππου, με το πρόσχημα της απρόσμενης κι έγκαιρης δήθεν επίσκεψης του Γιώργη Ζορμπά στην Αίγινα, δράττεται της ευκαιρίας για να απομυθοποιήσει – μέσω της σύγκρισης – όχι μόνο τους δύο Ζορμπάδες (αληθινό και ψεύτικο) και τον δημιουργό τους (παρουσιάζοντας τον τελευταίο ως απατεώνα), αλλά ταυτόχρονα και όλο το σινάφι των προσωπικοτήτων που τον περιβάλλουν. (Ενδεικτικός είναι ο τρόπος που τους περιγράφει ο συγγραφέας: «Επρόκειτο για κοινούς θνητούς με ανάγκες, αδυναμίες και κρυφά πάθη. Ονειροπόλοι ή σαλτιμπάγκοι, ήταν δέσμιοι του ναρκισσισμού τους» (σ. 269). Απόδειξη αυτής της απομυθοποίησης, είναι ο εξωφρενικά στερεοτυπικός τρόπος που τους παρουσιάζει να άγονται και να φέρονται, σαν «αξιοθέατα»-καρικατούρες σ’ όλο το σκηνοθετημένο σκηνικό (σ. 93, 104, 129), με τα διάφορα αστεία έως κωμικά επεισόδια που παρωδεί (σ. 113, 119-120, 131, 234, 238-239, 265-266, 272, 274) και που συχνά τους γελοιοποιούν («Νομίζω πάντως πως πέρα από την ποιητική τους υπόσταση ήταν και άνθρωποι που έτρωγαν, ξύνονταν, βωμολοχούσαν», λέει στη συνέντευξή του ο Φιλίππου, ό.π.) όπως λ.χ. τον Σικελιανό που απέτυχε να…  αναστήσει το νεκρό αντιδήμαρχο (σ. 263). (Σημ.: Πρόκειται για αληθινό περιστατικό).

Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο Φιλίππου, δόκιμος και «ψαγμένος» συγγραφέας, δεν γνώριζε ότι δεν μπορεί να καταστρατηγεί ελαφρά τη καρδία και με το άλλοθι της «ποιητικής αδείας» τους κανόνες του λογοτεχνικού παιχνιδιού (ανατρέποντας και ανασκευάζοντας πραγματολογικά στοιχεία μέσω της μυθοπλασίας!) παίζοντας σε δύο ταμπλό ταυτόχρονα, όταν ο ίδιος τονίζει στη συνέντευξή του ότι «ο Ζορμπάς από τη στιγμή που έγινε λογοτεχνικός ήρωας δεν είναι πια ιστορικό πρόσωπο, όπως δεν είναι ο Ιησούς Χριστός ή ακόμη ο Άρης Βελουχιώτης» (ό.π.). Ή ότι επεδίωξε με το δικό του, τον (υποτίθεται) αληθινό ή αληθοφανή Ζορμπά να ανταγωνισθεί τον αντίστοιχο καθιερωμένο του Καζαντζάκη, πολύ δε περισσότερο να τον ισοπεδώσει και ανασκευάσει –όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι κριτικοί– αναδεικνύοντας τον (αληθινό;) δικό του, όπως επισημαίνει ο ίδιος: «Δεν επιχειρώ ούτε να συμπληρώσω ούτε να διορθώσω τον Καζαντζάκη –και ποιος είμαι στο κάτω κάτω; […] Ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη δεν είναι ο πραγματικός Ζορμπάς αλλά ούτε ο δικός μου είναι πραγματικός: είναι μια άλλη εκδοχή. Τίποτε άλλο» (ό.π.). Γιατί αν ήθελε να ανασκευάσει τον καζαντζακικό Ζορμπά, θα μπορούσε να το κάνει αποτελεσματικότερα μέσω ενός δοκιμίου ή μιας μελέτης και όχι με αυτό τον αντικομφορμιστικό τρόπο. Ο Φιλίππου όμως φαίνεται να ταυτίζεται με τον Καζαντζάκη όταν (σχολιάζοντας την απάντηση του τελευταίου στο γιο του Ζορμπά Μανώλη, αναφορικά με τις ενστάσεις του να ασχοληθεί με τον πατέρα του) τονίζει: «Αλήθεια και φαντασία, λοιπόν. Ας το θυμόμαστε αυτό» (σ. 311), γιατί το ίδιο ακριβώς κάνει και ο Φιλίππου στο δικό του μυθιστόρημα.

Τότε σε τι αποσκοπεί το εν λόγω μυθιστόρημα; Απλούστατα, έχοντας στα χέρια του ένα άκρως ενδιαφέρον πραγματολογικό και μυθοπλαστικό υλικό, επέλεξε μέσω της σύγκρισης και αντιπαράθεσής του να το αξιοποιήσει δεόντως, κάνοντας ένα γοητευτικό λογοτεχνικό παιχνίδι – δηλαδή ένα ευφάνταστο, πνευματώδες και άκρως ειρωνικό παιχνίδι αυτοαναφορικότητας, όπου δηλαδή η λογοτεχνία μιλάει για τον εαυτό της (απόδειξη οι διάλογοι που κάνουν τα πρόσωπα του μυθιστορήματος για τον ήρωα του Καζαντζάκη και τη σχέση πραγματικότητας και φαντασίας-μύθου – βλ. σ. 103-104, 106-107). Δηλαδή, προφανώς, ήθελε να διασκεδάσει ο ίδιος ο συγγραφέας, και να διασκεδάσει και τους αναγνώστες του, το ίδιο όπως διασκέδασαν οι προσωπικότητες στην Αίγινα, με αξιοθέατο τον αληθινό Γιώργη Ζορμπά, αλλά και όπως διασκέδασαν εκατομμύρια άνθρωποι με τον λογοτεχνικό και κινηματογραφικό Ζορμπά αργότερα. Κι επειδή ακριβώς ο Φιλίππου έχει επίγνωση αυτού του αντικομφορμιστικού του εγχειρήματος, δικαιολογείται απολογούμενος (;) ως εξής: «Ο ήρωάς μου ο Ζορμπάς είναι ένας φυσιολογικός άνθρωπος, ωστόσο κουβαλάει και τα “βάρη” που του φόρτωσε ο Καζαντζάκης […] Μέσα από την υπερβολή επιχειρώ να φέρω στα μέτρα του ανθρώπου ένα λογοτεχνικό πρόσωπο που πολύ αγάπησα την εποχή της νεότητάς μου. Ας μου συγχωρεθεί αυτό το “αμάρτημα”» (ό.π.).

Αυτή η παιγνιώδης αυτοαναφορικότητα, εκτός των άλλων, προκύπτει και από τη σωστή ανάγνωση του τίτλου του μυθιστορήματος. Προσέχουμε δηλαδή ότι «Ο θάνατος του Ζορμπά» είναι αμφίσημος, αφού είναι εντελώς ασαφές αν πρόκειται μόνο για τον βιολογικό θάνατο του πραγματικού (Γιώργη) Ζορμπά του Φιλίππου και του Καζαντζάκη, ή για τον μεταφορικό θάνατο του μυθοπλαστικού (Αλέξη) Ζορμπά του Καζαντζάκη, μετά από τη σύγκριση και απομυθοποίησή του από τον Φιλίππου. Όσο κι αν σε όλο το βιβλίο του ο Φιλίππου (φαίνεται να) επιμένει (κάπου 20 φορές σε αντίστοιχες σελίδες) στο ξεδίπλωμα της σταδιακής σωματικής κατάρρευσης και καταρράκωσης της αξιοπρέπειας του Γιώργη Ζορμπά (τόσο από τον τρόπο που συμπεριφέρεται ο ίδιος και παρουσιάζεται ως ρεντίκολο – βλ. ενδεικτικά σ. 102, 182 – όσο και από τον τρόπο που του συμπεριφέρονται οι άλλοι, βλ. σ. 135) που οδηγεί και στο μοιραίο και αναπόφευκτο βιολογικό τέλος του (ο Ζορμπάς είναι ήδη 76 ετών), αυτή η διαδικασία αποσύνθεσης δεν συνεπάγεται ούτε προοιωνίζει αναγκαστικά ένα μεταφορικό θάνατο, όπως υπαινίσσεται ο συγγραφέας κι ερμηνεύουν οι κριτικοί του. Το ακριβώς αντίθετο (θα μπορούσε να) συμβαίνει.

Είναι άραγε τυχαίο που ο θάνατος του πραγματικού (Γιώργη) Ζορμπά συμπίπτει με, και σηματοδοτεί την, γέννηση του αντίστοιχου μυθοπλαστικού ήρωα του Καζαντζάκη (Αλέξη) Ζορμπά (και που θυμίζει έντονα την κλασική σκηνή από την «Άννα Καρένινα» του Τολστόι) ο οποίος θα ήταν αδύνατον να διαιωνιστεί χωρίς την προϋπόθεση ύπαρξης του πρώτου; Απόδειξη ότι, μολονότι στο μυθιστόρημα του Φιλίππου τονίζεται διαρκώς η αταίριαστη συνύπαρξη του Ζορμπά μέσα στον κύκλο της πνευματικής ελίτ, όπου παρουσιάζεται ως ξένο σώμα στην ομήγυρη (σ. 94, 100-101, 124, 151-152, 179, 199, 244), αντιπαθής (σ. 135), ακόμη και ο φίλος του ο Καζαντζάκης με δυσκολία τον ανέχεται και νιώθει αδέξια μαζί του (σ. 54), εντούτοις, «αποτελούσε το επίκεντρο [του ενδιαφέροντος] της ομήγυρης» (σ. 286) και τελικά όλοι διαπιστώνουν ότι «ως ήρωας μυθιστορήματος κέντριζε το ενδιαφέρον τους, ακόμα κι αν δεν είχε πάνω του τίποτα το ηρωικό» (σ. 287).

Συνεπώς θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι ο ένας (αληθινός) Ζορμπάς όχι μόνο δεν είναι ασύμβατος, όχι μόνο δεν αναιρεί ή ακυρώνει τον άλλον (τον μυθιστορηματικό του Καζαντζάκη) αλλά, απεναντίας, ο ένας συμπληρώνει και ολοκληρώνει τον άλλον – πάντα μυθιστορηματικά εννοείται – αφού, όπως διαβεβαιώνει αφοπλιστικά ο Καζαντζάκης τον Ζορμπά (ο οποίος του ζητά: «να γράψεις την αλήθεια για μένα, αφεντικό!», καθώς αποχωρίζονται για τελευταία φορά): «Υπάρχει κάτι πιο αληθινό από την αλήθεια, Ζορμπά. Το παραμύθι! Αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια» (σ. 301).  Κάτι που –παραδόξως– αδυνατούν να κατανοήσουν οι άλλοι διανοούμενοι της παρέας, όπως και οι απόγονοι του Ζορμπά. Εξ ου και οι έντονες αντιρρήσεις κι ενστάσεις τους για το βιβλίο που ετοιμάζει και που θεωρούν ανήθικο, επειδή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αναφορικά με τον Ζορμπά, πολύ δε περισσότερο που το κάνει αγνοώντας τις έντονες επιφυλάξεις  του ήρωά του. Αυτό όμως (δηλ. το κατά πόσο «ο βίος του καθενός είναι προσωπική του υπόθεση και θα πρέπει να παραμένει κρυφός», σ. 78) είναι  ένα τεράστιο θέμα και αποτελεί αντικείμενο άλλης συζήτησης.

Άλλωστε, εκτός από τα συνεχή άγχη του Ζορμπά για τη φθίνουσα σωματική του κατάσταση και τον επικείμενο θάνατό του, παρακολουθούμε και την παράλληλη αγωνία του Καζαντζάκη για τη δική του (πνευματική) επιβίωση, καθώς και αυτός οδεύει προς τη δύση του βίου του (είναι ήδη 58 χρόνων κι ελάχιστα γνωστός ευρύτερα) και φοβάται, όπως λέει, ότι «Δεν ξέρω αν θα προλάβω να γράψω όλα όσα έχω στο μυαλό μου» (σ. 39) και ότι «Δεν θέλω να πεθάνω από τώρα, Ζορμπά. Έχω πολλά να πω ακόμα» (σ. 113). Ωστόσο, εν αντιθέσει προς τον Σικελιανό (που απέτυχε να… αναστήσει το νεκρό αντιδήμαρχο), ο Καζαντζάκης κατάφερε, μέσω του όποιου «θανάτου» του Ζορμπά (ηθικού και/ή βιολογικού), να τον αναστήσει μυθιστορηματικά, διαιωνίζοντας έτσι τον ίδιο (ως ήρωα), αλλά και τη δική του υστεροφημία – κάτι που ισοδυναμεί με ένα μικρό θαύμα για έναν Έλληνα συγγραφέα της τότε εποχής…

Εν κατακλείδι: Μολονότι μυθιστορήματα αυτού του είδους (fictional biography) λειτουργούν εκάστοτε αυτοϋπονομευτικά – για τους λόγους που εξηγήσαμε – διαβρώνοντας την αρχική σαγήνη που ασκούν στον αναγνώστη, εντούτοις το πόνημα του Φιλίππου διατηρεί τη φρεσκάδα και γοητεία του ως το τέλος, καταφέρνοντας, παράλληλα, να προβληματίζει τον υποψιασμένο – τουλάχιστον – αναγνώστη. Κι αυτό δεν είναι αμελητέο επίτευγμα.

Σημ.: (i) Το «Zorba the freak» είναι τίτλος σι-ντί του ροκ σταρ Παύλου Σιδηρόπουλου, δισέγγονου του Ζορμπά, γιου της Τζένης Αλεξίου-Σιδηροπούλου, κόρης της Αναστασίας Ζορμπά και του Ραδάμανθυ Αλεξίου, του αδελφού της Γαλάτειας. Πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης. Σε μια συνέντευξή του στην κρατική τηλεόραση, δήλωσε: «Ως Zorba the freak δεν έχω καμία σχέση με τους χαζοχαρούμενους λακέδες που πασάρανε τον προπάππου μου ως Zorba the Greek με tourist Greece στο Αμέρικα. Βρήκα ότι έχω μεγαλύτερη σχέση με τους καταπιεσμένους μαύρους της Αμερικής, γι’ αυτό ασχολήθηκα με τη μουσική τους κι όχι με το συρτάκι».
(ii) Πολλές ευχαριστίες στον κ. Φίλιππο Φιλίππου για την ευγενική αποστολή του βιβλίου του και την θερμή αφιέρωση.