Η ταινία μικρού μήκους «Άψυχο Ξύλο» το σενάριο της οποίας, τη σκηνοθεσία και την παραγωγή έκανε ο ομογενής Αλέξανδρος Κοσκινιώτης από τη Μελβούρνη, βραβεύτηκε ως μία από τις δεκαπέντε καλύτερες ταινίες μικρού μήκους της χρονιάς στο φετινό φεστιβάλ κινηματογράφου του Λος Άντζελες Indie Fest.

Πάνω από 3.000 ταινίες ανεξαρτήτων κινηματογραφιστών λαμβάνουν μέρος κάθε χρόνο στο φεστιβάλ κινηματογράφου Indie Fest, που στοχεύει στο να δώσει σε νέους κινηματογραφιστές την ευκαιρία να δείξουν την δουλειά τους, ενώ λειτουργεί παράλληλα και ως αφετηρία για πολλούς από αυτούς, να έρθουν σε επαφή με εταιρίες διανομής που θα προωθήσουν τις ταινίες τους στις κινηματογραφικές αίθουσες.

ΤΟ «ΑΨΥΧΟ ΞΥΛΟ» ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ ΔΙΑΝΘΙΣΜΕΝΟ ΜΕ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΝΟ ΧΙΟΥΜΟΡ

Ο Αλέξανδρος, που σήμερα εργάζεται ως γραφίστας στο «Νέο Κόσμο», λόγω της ιδιαίτερα χαμηλών τόνων προσωπικότητάς του μας αποκάλυψε εντελώς τυχαία αυτήν την καλλιτεχνική του επιτυχία. Από κουβέντα σε κουβέντα που λένε, ανακάλυψα ότι ο συνάδελφος είχε κάμποσα κρυφά ταλέντα. Όταν η κουβέντα έφτασε στις κινηματογραφικές μας ανησυχίες το «Άψυχο Ξύλο» ζωντάνεψε την συζήτηση.

Το σενάριο της ταινίας «Άψυχο ξύλο», όπως μου ανέφερε, βασίζεται στον Μύθο του Αισωπου «Ο γέρος και ο θάνατος» και γυρίστηκε στη Μελβούρνη.
«Ποτέ δεν πίστευα ότι μία ταινία που έκανα ουσιαστικά ως πρότζεκτ για τις σπουδές μου θα αναγνωριζόταν από ένα φεστιβάλ κινηματογράφου» είπε ο… «ερασιτέχνης» κινηματογραφιστής, όπως ο ίδιος θέλει να αυτοαποκαλείται, Αλέξανδρος.

«Βασικά, η ταινία είναι μία κωμωδία με ηθικό δίδαγμα, κάτι για το οποίο εξάλλου φημίζονται όλοι οι μύθοι του μεγάλου αρχαίου Έλληνα παραμυθά. Έχει μία κωμικοτραγική νότα αυτός ο μύθος και τον επέλεξα γιατί ήθελα να διευρύνω την κωμική του πλευρά».

Ο συγκεκριμένος μύθος του Αισώπου αναφέρεται στην ιστορία ενός γέρου ξυλοκόπου που, κάποια μέρα, κουρασμένος από τα τόσα χρόνια δουλειάς απελπίζεται και καλεί τον Χάρο να τον πάρει. Ο Χάρος τον ακούει και εμφανίζεται μπροστά του, ρωτώντας τον γιατί τον κάλεσε. Ο γερο-ξυλοκόπος μετανιώνει αμέσως για την απερισκεψία του και προσπαθεί να τα μπαλώσει απαντώντας στον Χάρο ότι ο μόνος λόγος που τον κάλεσε ήταν για να τον βοηθήσει να μεταφέρουν τα ξύλα που είχε κόψει.

Μπορεί η ιστορία του κουρασμένου γέρου ξυλοκόπου που δεν αντέχει άλλο τις κακουχίες της ζωής να γράφτηκε από ελληνικό μυαλό αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Αλέξανδρο να δημιουργήσει μία ταινία που έχει ένα ιδιαίτερα αυστραλιανό χρώμα. Έστω και αν η αυστραλιανή φύση παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία, δεν είναι μόνο αυτή που εντυπωσίασε τους κριτές οι οποίοι όπως είπαν είδαν στο «Άψυχο Ξύλο» του Αλέξανδρου την αυστραλιανή προσωπικότητα της ταινίας.
«Οι διάλογοι που πλαισιώνουν την εικόνα χαρακτηρίζονται από το αυστραλιανό χιούμορ. Απλό, ωμό χιούμορ που πιστεύω ότι χαρακτηρίζει τους Αυστραλούς. Συνειδητά επέλεξα να χρησιμοποιήσω αυτό το χιούμορ, όχι μόνο γιατί μου αρέσει, αλλά γιατί πιστεύω ότι η ωμότητά του δένει με την ωμότητα και την σκληρή αυστραλιανή φύση» λέει ο Αλέξανδρος, που να σημειωθεί ότι η πρώτη φορά που πάτησε το πόδι του στην Αυστραλία ήταν πριν από περίπου τρία χρόνια.

ΜΕ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΔΟΛΛΑΡΙΑ

Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι αυτό το μικρό κινηματογραφικό διαμαντάκι από «μαθητική» δουλειά κατάφερε να γίνει βραβευμένη ταινία που το κάνει ξεχωριστό. Το «Άψυχο Ξύλο» δημιουργήθηκε με πολύ ψυχή και αυτό ήταν το μόνο άφθονο ‘νόμισμα’ που στήριξε και οικονομικά την ταινία, αν διαννοηθεί κανείς ότι ο Αλέξανδρος στην κυριολεξία δεν είχε δεκάρα στην τσέπη του για να κάνει το κινηματογραφικό του όνειρο πραγματικότητα.
Έτσι με μία χούφτα δολάρια, και μιλάμε για παιδική χούφτα, κατάφερε να οργανώσει τα κοστούμια για την παραγωγή της ταινίας. «Την κάμερα την δανείστηκα από την σχολή του Πανεπιστημίου RMIT όπου σπούδαζα και στις εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου ολοκλήρωσα την ταινία εννοώ, μοντάζ, και εφέ που χρησιμοποίησα στην ταινία» μας λέει ο Αλέξανδρος. Η ευγενική συνδρομή του Loic Valmy, ενός ταλαντούχου συνθέτη από το Κουίνσλαντ, έκανε θαύματα. Την αφήγηση στην ταινία έκανε η Nicki Paul.

Όσο για τους ηθοποιούς Chris Gaffney και Harry Brimage, αυτοί δέχθηκαν να πληρωθούν με το πλέον «ευγενές» νόμισμα αυτό του καλλιτεχνικού πάθους που ο ομογενής κινηματογραφιστής όπως απέδειξε η βράβευσή του είχε μπόλικο. Ο ίδιος ακόμα τσιμπιέται απορώντας πως τα κατάφερε τελικά να κάνει ταμείο χωρίς καλλιτεχνικές ή οικονομικές απώλειες.

Για περισσότερες πληροφορίες για την ταινία στο μπλογκ με διεύθυνση http://sweet1ife.wordpress.com