Ο πρωθυπουργός Τεντ Μπέιλιου, έλυσε τα σοβαρά προβλήματα που «κληρονόμησε» από τις πρώην Εργατικές κυβερνήσεις και προσπαθεί να δημιουργήσει δικά του.
Όλως αιφνιδίως ανακοίνωσε, ότι καταργείται η υποχρεωτική αναγνώριση των ιθαγενών-ιδιοκτητών της Πολιτείας, που είχε καθιερώσει η πρώην Εργατική κυβέρνηση Στιβ Μπρακς, στο πλαίσιο της πολιτικής συμφιλίωσης με τους ιθαγενείς.

Όσοι έχετε παρακολουθήσει δημόσιες ομιλίες πολιτικών ή κρατικών λειτουργών της Πολιτείας, θα έχετε παρατηρήσει ότι αρχίζουν τις ομιλίες τους με δήλωση: «Ι acknowledge the traditional owners and custodians of this land» («αναγνωρίζω τους παραδοσιακούς ιδιοκτήτες και κηδεμόνες της γης που πατάμε»).
 Η δήλωση αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από την τυπική αναγνώριση των ιθαγενών ιδιοκτητών της αυστραλιανής γης, πριν τον εποικισμό της ηπείρου από τους λευκούς εποικιστές. Τυπική, μεν, αλλά και ουσιαστική, διότι υπηρετεί την ανάγκη αρμονικής, ειρηνικής συνύπαρξής μας με  τους ιστορικούς ιδιοκτήτες  της γης που μας φιλοξενεί.
Η αρμονική, ειρηνική συνύπαρξή μας ήταν το αποκλειστικό κίνητρο των εργατικών κυβερνήσεων της πολιτείας που την καθιέρωσαν μετά την εθνική προσπάθεια συμφιλίωσης με τους ιθαγενείς, που άρχισε μετά την υπόθεση Mabo -την  αναγνώριση (03 Ιουνίου 1992) από το Ανώτατο Δικαστήριο Αυστραλίας τίτλων ιδιοκτησίας γης στον ιθαγενή ακτιβιστή Eddie Mabo και άλλους κατοίκους των Νησιών Murray στον Πορθμό Torres (Torres Strait).

Η ιστορική αυτή απόφαση διέψευδε το δόγμα των αποικιοκρατών και των λευκών υποστηρικτών τους,  ότι «Η Αυστραλία δεν ανήκε σε κανένα» (Australia was terra nullius). Με πλειοψηφία έξι υπέρ και ένας κατά οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου αναγνώρισαν, ότι οι αμπορίτζινις είχαν ζήσει στην Αυστραλία χιλιάδες χρόνια πριν πατήσει στην ήπειρο πόδι λευκού εποικιστή.

 Ταυτόχρονα, η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου υποχρέωσε την τότε κυβέρνηση Χοκ να αναγνωρίσει δια νόμου (The Native Title Act 1993) την ιδιοκτησία της αυστραλιανής γης από τους ιθαγενείς.

Επιπροσθέτως, η υπόθεση Mabo αποτέλεσε αιτία διαμόρφωσης της πολιτικής «Εθνικής Συμφιλίωσης» -συμφιλίωσης των ιθαγενών με τους λευκούς εποικιστές, που άρχισε το 1996 με την εκδήλωση National Reconciliation Week, και ολοκληρώθηκε με τη «συγγνώμη» του λευκού πληθυσμού της Αυστραλίας προς τους ιθαγενείς από τον πρώην πρωθυπουργό, Κέβιν Ραντ, λίγο μετά την εκλογή του.

Η διάθεση συμφιλίωσης με τους ιθαγενείς, λοιπόν, ώθησε τις πρώην Εργατικές κυβερνήσεις της Βικτωρίας  να καθιερώσουν τη δήλωση συμβολικής αναγνώρισης των ιδιοκτητών και κηδεμόνων της βικτωριανής γης, αναγνώριση που θεμελίωσε τη συμφιλίωση και εξασφάλισε την αρμονική συμβίωσή μας με τους ιθαγενείς.
Συμφωνώ με τον κ. Μπέιλιου, ότι δεν ενέκριναν όλοι οι πολιτικοί και οι υπάλληλοι της Πολιτείας την υποχρεωτική δήλωση και το περιεχόμενο της. Απλώς την έκαναν, από υποχρέωση. Όμως, μεγάλο μέρος των Αυστραλών πολιτών, συμπεριλαμβανομένου και εμού, δεν  συμφωνούμε με την ύπαρξη βρετανικής συνταγματικής κεφαλής στην Αυστραλία, αλλά την αποδεχόμαστε διότι έτσι ορίζει το Σύνταγμα της χώρας.

Αυτό που διαφεύγει της προσοχής του κ. Μπέιλιου -ή το γνωρίζει και το αγνοεί- είναι ότι «ο τελετουργικός συμβολισμός» της δήλωσης συνέβαλε στην αποκατάσταση των σχέσεών μας με τους αμπορίτζινις. Βοήθησε στο να πεισθούν οι γηγενείς πολίτες της Βικτωρίας ότι σεβόμαστε την παρουσία τους στην Πολιτεία από χιλιάδων ετών καθώς και την ιδιαίτερη σχέση τους με τη γη τους. 

Ομολογώ, ότι δυσκολεύομαι να κατανοήσω το κίνητρο του κ. Μπέιλιου. Δυσκολεύομαι να κατανοήσω το λόγο που τον υποχρέωσε να καταστήσει προαιρετική τη δήλωση αναγνώρισης των ιθαγενών με κίνδυνο νέας ρήξης με τους ιθαγενείς. Οι συζητήσεις μας για τον πολυπολιτισμό -ενόσω ήταν αρχηγός της αντιπολίτευσης- και τα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνησή του για τη στήριξη και την προώθηση του πολυπολιτισμού με έχουν πείσει, ότι δεν είναι ρατσιστής.

Απορρίπτω, κατά συνέπεια, το ρατσιστικό κίνητρο και υποθέτω, ότι ο πρωθυπουργός μάλλον υιοθέτησε αβασάνιστα  πρόταση συνεργατών του ή γραφειοκρατών. Η άλλη υπόθεση που κάνω, λαμβάνοντας υπόψη μου την αυτόματη υιοθεσία της απόφασης Μπέιλιου από την αρχηγό των Φιλελευθέρων της Νότιας Αυστραλίας κ. Isobel Redmond,  και τον πρώην πρωθυπουργό Βικτωρίας Τζεφ Κένετ, είναι ότι οι μπορεί οι Λίμπεραλς, στο σύνολό τους, να αποφάσισαν να συγκρουστούν με τους ιθαγενείς για να εξασφαλίζουν την ψήφο της ακροδεξιάς. Οφείλουν να γνωρίζουν, όμως, ότι  στροφή κατά των ιθαγενών θα τους κοστίσει δεν θα τους δώσει ψήφους.
Κρίνοντας από τις πρώτες αντιδράσεις των ιθαγενών της Βικτωρίας και της υπόλοιπης επικράτειας, αλλά και λευκών παραγόντων της κοινωνίας μας, η διατάραξη της καλής σχέσης με τους ιθαγενείς είναι ρηξικέλευθη πολιτικά. Συλλήβδην οι ηγέτες των ιθαγενών καταδικάζουν την απόφαση του κ. Μπέιλιου και τον καταγγέλλουν για δυναμιτισμό της ενότητας και της αρμονίας της βικτωριανής κοινωνίας.

Ο πρώην πρωθυπουργός Στιβ Μπρακς, που προώθησε τη δήλωση αναγνώρισης των ιθαγενών ιδιοκτητών, θέτει τον κ. Μπέιλιου έναντι των ευθυνών του με την ακόλουθη δήλωσή του.

«Με λυπεί (η απόφαση)… είναι  οπισθοδρομική, διότι ο πρωθυπουργός καθορίζει το κλίμα που κυριαρχεί στην Πολιτεία». Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός δημιούργησε κλίμα έντασης στην πολιτεία, δίνοντας πολιτικό χαρακτήρα στα σχέσεις με τους ιθαγενείς που δυνητικά θα προκαλέσει επικίνδυνη πόλωση των πολιτών.