Ο σεφ που «σκότωσε» το tzatziki…

Τίποτα δεν του ήρθε έτοιμο στο πιάτο. Ο ελληνοαυστραλός σεφ Τζορτζ Καλομπάρης σιχαίνεται – λέει – να ακούει τη λέξη «κουρασμένος». Στα 32 του είναι ήδη ένας από τους κορυφαίους σεφ της Αυστραλίας και ιδιοκτήτης έξι εστιατορίων. Στη Μελβούρνη, η εικόνα του έχει συνδεθεί με τη σύγχρονη ελληνική κουζίνα, ενώ σε ένα από τα πρόσφατα επεισόδια του αυστραλιανού ριάλιτι μαγειρικής «Master Chef» γευμάτισε με τον Δαλάι Λάμα.

Ο Τζορτζ Καλομπάρης θεωρεί την καταγωγή του μια μείξη πολιτισμών. Το ίδιο και την κουζίνα του. Παιδί ελλήνων μεταναστών πρώτης γενιάς από την Κύπρο και με καταγωγή από την Ιταλία, γεννήθηκε στην περιοχή Μαλγκρέιβ της Μελβούρνης το 1978. Οι γονείς του – Τζιμ και Μαίρη – γνωρίστηκαν στην Αυστραλία και άνοιξαν μαζί εκεί ένα μικρό σούπερ μάρκετ. Μαγειρική διδάχθηκε εμπειρικά παρακολουθώντας τη μητέρα του στην κουζίνα της μετά το σχολείο.

Ελληνικές συνταγές – ωστόσο – δεν έμαθε ποτέ. Αντιθέτως, τις δημιούργησε ως σεφ κερδίζοντας δεκάδες βραβεία για τα εστιατόριά του και εννιά εθνικές και διεθνείς διακρίσεις ως μάγειρας. «Η μητέρα μου δεν είχε ποτέ συνταγές. Οι δυο μας όμως μοιάζουμε. Είμαστε γεννημένοι να υπηρετούμε τους άλλους», είχε δηλώσει σε αυστραλιανή εφημερίδα.

Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ

Από τα 27 του έδειξε να γνωρίζει τι ζητά η αγορά της εστίασης στην Αυστραλία. Η δική του συνταγή επιχειρηματικής επιτυχίας είχε δύο βασικά υλικά: πολυεθνικές επιρροές και κλασική ελληνική φιλοξενία. Άνοιξε το πρώτο του εστιατόριο μοντέρνας ελληνικής κουζίνας – το «Press Club» – το 2006 διατηρώντας μεν το ελληνικό φαγητό, αλλά καταρρίπτοντας τα στερεότυπα της ατμόσφαιρας και των γεύσεων ενός τυπικού ελληνικού εστιατορίου στο εξωτερικό. «Στο εστιατόριό του δεν θα βρεις ακροκέραμα και τεράστια μπουκάλια με ούζο. Δεν θα ακούσεις “Ζορμπά”, αλλά Κωνσταντίνο Βήτα», λέει ο ζαχαροπλάστης και επιχειρηματίας Στέλιος Παρλιάρος.
Με τον σεφ Χριστόφορο Πέσκια γνωρίστηκαν την ίδια χρονιά σε ένα φεστιβάλ μαγειρικής στη Μελβούρνη, όπου κλήθηκαν να μαγειρέψουν μαζί. «Έχω την εντύπωση πως επειδή μεγάλωσε σε μια σύγχρονη και γαστρονομικά εξελιγμένη κοινωνία, θέλησε να επικαιροποιήσει την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας στο εξωτερικό. Αν παρέμενε πιστός στον παραδοσιακό μουσακά και το τζατζίκι, κανείς δεν θα τον είχε προσέξει», σημειώνει ο κ. Παρλιάρος.

Πέντε χρόνια μετά την πρώτη του επιχειρηματική απόπειρα, έχει ανοίξει συνολικά έξι εστιατόρια – ελληνικής, ανατολίτικης κουζίνας και ένα γαλλικό μπιστρό – και απασχολεί 360 υπαλλήλους. Χρησιμοποιεί τις τεχνικές της μοριακής κουζίνας, ενώ σήμερα ο μέσος χρόνος αναμονής για μια κράτηση στο «Press Club» είναι τρεις μήνες.

Ο ίδιος ομολογεί πως ήταν μέτριος μαθητής. Ωστόσο, από τα 15 του ήξερε πως θα εργαζόταν ως σεφ. Το 1996 ξεκίνησε επίσημα ως μαθητευόμενος σε κεντρικό ξενοδοχείο της Μελβούρνης. Τους πρώτους τρεις μήνες έπλενε πιάτα και ταψιά. Έχει δηλώσει: «Είναι σημαντικό να μάθεις πρώτα πώς να καθαρίζεις, να σεβαστείς αυτή τη δουλειά και ύστερα να μάθεις να μαγειρεύεις».

Ήταν η δυσκολότερη περίοδος εκπαίδευσης της ζωής του. Ωστόσο, στα ρεπό του τα Σαββατοκύριακα δεν σταματούσε να μαγειρεύει. Συμμετείχε σε διαγωνισμούς μαγειρικής εκπροσωπώντας την Αυστραλία, ενώ το 1999 κέρδισε το εθνικό βραβείο Bonland για τον καλύτερο μαθητευόμενο σεφ της χρονιάς. Λίγο αργότερα, βρέθηκε να διευθύνει 11 μαθητευόμενους σεφ στην κουζίνα του σεφ Γκάρι Μέχιγκαν, του πρώτου του εργοδότη με τον οποίο συνεργάζεται σήμερα ισάξια ως κριτής στο αυστραλιανό ριάλιτι μαγειρικής «Master Chef».

Η αναγνωρισιμότητα ήρθε το 2004, όταν σε ηλικία 25 ετών αναδείχθηκε καλύτερος νεαρός σεφ της χρονιάς από το περιοδικό «Age Good Guide», ενώ το «Global Food and Wine Magazine» τον ψήφισε ως έναν από τους 40 πιο ισχυρούς σεφ στον κόσμο. Η τηλεόραση ακολούθησε. Εμφανίστηκε σε τηλεοπτικές εκπομπές μαγειρικής, συμπεριλαμβανομένης της «Ready Steady Cook», έγραψε έξι βιβλία με συνταγές, ενώ το 2008 ψηφίστηκε ως ο καλύτερος σεφ και ένας από τους 100 πιο ισχυρούς ανθρώπους της Μελβούρνης.

Οι εμφανίσεις του στο «Master Chef» ξεκίνησαν το 2009. Στο πρόγραμμα χειρονομεί έντονα, φωνάζει, κάνει αστεία με τους διαγωνιζόμενους και έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να δοκιμάζει τα πιάτα. Συχνά δεν διστάζει να γλείψει τα υλικά από τα σκεύη. Η εκπομπή διανύει ήδη τον τρίτο της κύκλο. Η συμμετοχή του στη σεζόν του παιδικού διαγωνισμού τον έφερε πιο κοντά στα παιδιά. Τους έμαθε – λέει – να προσθέτουν φρέσκα λαχανικά στη διατροφή τους. Ένα παιδικό βιβλίο μαγειρικής με τίτλο «Georgie Porgie» ακολούθησε την τηλεοπτική επιτυχία.

Δεν φαίνεται να έχει επικοινωνιακή στρατηγική. «Είναι ένα παιδί όλο χαρά. Εχει εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ και ένα χαρακτηριστικό γέλιο», λέει ο κ. Πέσκιας. Σε ένα από τα επεισόδια του «Master Chef», οι διαγωνιζόμενοι σεφ προσπάθησαν να εντυπωσιάσουν τον θρησκευτικό ηγέτη Δαλάι Λάμα, που κάθησε στο τραπέζι της κριτικής επιτροπής. Η πρόσκληση έγινε από τους παραγωγούς του ριάλιτι και η εμφάνισή του περιορίστηκε στο γεύμα μαζί με τους κριτές. Για τον Καλομπάρη ήταν μια εξαιρετικά δυνατή εμπειρία.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΑΛΛΙΩΣ

 Θεωρεί το φαγητό «θρησκευτική εμπειρία». Θυμάται τις εναλλαγές στο οικογενειακό τραπέζι ανάλογα με τις γιορτές της εκκλησίας και λατρεύει τη χορτοφαγία κατά τη Σαρακοστή. «Η κουζίνα του παραμένει ελαφριά, η παρουσίαση των πιάτων του είναι σύγχρονη και οι πρώτες ύλες αποτελούν μια μείξη Ελλάδας και Αυστραλίας», λέει γι’ αυτόν ο κ. Παρλιάρος. Σε συνέντευξή του το 2008 είχε δηλώσει πως οι Αυστραλοί είχαν συνδέσει το ελληνικό φαγητό με αυτό της ποιότητας ενός τυπικού τουριστικού εστιατορίου σε κάποιο νησί. Ο ίδιος τόλμησε την αλλαγή. Η οικογενειακή ατμόσφαιρα έγινε σύντομα σήμα κατατεθέν του. «Η μαγειρική είναι ο τρόπος που εκφράζεται και μιλά για τους προγόνους του και την ελληνική παράδοση. Εκείνη που ζει ο ίδιος στην Αυστραλία όπως διαμορφώθηκε από τους Ελληνες που μετανάστευσαν εκεί», εξηγεί ο σεφ Χριστόφορος Πέσκιας.

Στα τοπικά μέσα ενημέρωσης ο κ. Καλομπάρης δηλώνει περήφανος εκπρόσωπος της μοντέρνας ελληνικής γαστρονομίας στην Αυστραλία. Διαφημίζει προϊόντα ελληνικών εταιρειών που εξάγονται εκεί. Το περασμένο Πάσχα βρέθηκε στην Αθήνα και επισκέφτηκε εστιατόρια, γεύτηκε τυριά και τοπικά προϊόντα, ενώ ταξίδεψε και στην Κρήτη για να επιβλέψει την παραγωγή του λαδιού του. Τα πρωινά σηκώνεται ακόμα για να παρακολουθήσει αγώνες του Παναθηναϊκού στα δορυφορικά κανάλια. Η ελληνική καταγωγή του τον εμπνέει τόσο στη ζωή όσο και στην κουζίνα. Θυμάται: «Όταν φτιάχναμε ελληνική σαλάτα, ο πατέρας μου δεν σερβίριζε τον εαυτό του προτού σερβιριστούν όλοι. Ύστερα θα έπαιρνε το βαθύ πιάτο, θα έκοβε μια γενναία φέτα ψωμί και θα στράγγιζε τους χυμούς. Αυτού του είδους το φαΐ έχει ψυχή, κότσια, πάθος». Από τους γονείς του έμαθε να σέβεται τους συνδαιτυμόνες του. Σε αυτούς και τους πελάτες του αφήνει να πουν και τον τελευταίο λόγο για τις δημιουργίες του.