Nα μην ξεχνάμε τις ρίζες μας…

Στην πόλη μας βρέθηκε πρόσφατα, για πολύ λίγες μέρες, ο συμπάροικος κ. Αντώνης Κουφός, ο οποίος ζει μόνιμα στην Πέρθη από το 1955.
Ο κ. Αντώνης, ένας από τους γνωστότερους Έλληνες της Πέρθης, με πλούσια δραστηριότητα πέντε δεκαετών στα κοινά όπως θα δούμε παρακάτω, επισκέφτηκε τη Μελβούρνη για πρώτη φορά από το 1958, για να παρευρεθεί στους γάμους του εγγονού του Νίκου Κατρή με την Παναγιώτα Καραμήτου.

Τις λίγες αυτές μέρες που ήταν κοντά μας, είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω πολύ καλά (λόγω του συμπεθεριού) και να μιλήσω μαζί του αρκετές φορές. Με τη γνωριμία μου αυτή, ανακάλυψα ότι ο κ. Αντώνης είναι…  ζωντανή εγκυκλοπαίδεια, είναι η άγραφη ιστορία του Έλληνα μετανάστη στην μακρινή Πέρθη.
Με τις αφηγήσεις του, ξετυλίγονται μνήμες από όλα τα συμβάντα που έζησε ως παιδί στο Καστελόριζο (επί κυριαρχίας των Ιταλών) την πείνα και τη δυστυχία της κατοχής, τους βομβαρδισμούς των Γερμανών που κατέστρεψαν όλο το νησί, την προσφυγιά της οικογένειάς του στην Παλαιστίνη για τρία χρόνια και, βέβαια, από τη ζωή του στην Πέρθη, όπου τιμήθηκε τρεις φορές με διακρίσεις για την προσφορά του στην ελληνική παροικία.

Με τον κ. Αντώνη τα είπαμε, όπως προανέφερα, αρκετές φορές, για τη συνέντευξή αυτή στο «Νέο Κόσμο» (αφού πρώτα ενημέρωσα τον αρχισυντάκτη κ. Σωτήρη Χατζημανώλη) και θα ξεκινήσω από την ημέρα που περάσαμε από το Όκλι για καφέ, παρέα με τον γαμπρό του Μιχάλη Κατρή, παλαιό ποδοσφαιριστή της Αθηνάς και της Δυτ. Αυστραλίας, την εποχή του ’60 και του ’70.

Βλέποντας την αλυσίδα των μαγαζιών και τον πολυκοσμία στην ελληνική πλατεία του Όκλι… έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Ομολογώ ότι αυτό που βλέπω σήμερα μπροστά μου δεν το περίμενα ποτέ… » ήταν τα πρώτα του λόγια, μ’ ένα χαμηλό τόνο στη φωνή του. «Τόσα πολλά ελληνικά μαγαζιά και τόσοι πολλοί Έλληνες, νέοι και γέροι να έρχονται στην πλατεία αυτή για έναν καφέ ή ένα γλυκό και μάλιστα μέρα καθημερινή… ε, λοιπόν, αυτό ξεπέρασε και τη φαντασία μου. Είναι μεγάλη έκπληξη για μένα, νοιώθω σαν να βρίσκομαι κάπου στην πατρίδα».

ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ

Ο κ. Αντώνης, λοιπόν, είναι γέννημα-θρέμμα του Καστελλόριζου. Γεννημένος το 1929, μεγάλωσε σε μια εποχή που στο νησί έκαναν κουμάντο οι Ιταλοί, αφού όλα τα Δωδεκάνησα ήταν υπό την κυριαρχία των Ιταλών, από το 1921 μέχρι το 1945.
Στο δημοτικό, θα πει ο ίδιος, ήταν υποχρεωτικό να μαθαίνουμε πρώτα τα Ιταλικά και μετά ως δεύτερο μάθημα τα ελληνικά. Εγώ θυμάμαι πήγαινα τα βράδυ στο σπίτι ενός Έλληνα δάσκαλου για να μάθω καλύτερα τα Ελληνικά. Ξέρετε, όμως, κάτι; Τα Ιταλικά που έμαθα τότε μικρός με βοήθησαν πολύ εδώ στην Αυστραλία και στις δουλειές μου και στη ζωή μου.

Μετά ήρθε ο πόλεμος του ’40, τι να σας πω, ήταν δύσκολα χρόνια τότε, έπεσε πείνα και δυστυχία. Οι Γερμανοί έκαψαν τα σπίτια μας, κατέστρεψαν τις περιουσίες μας, ισοπέδωσαν όλο το νησί. Ο κόσμος πεινούσε, κανένας δεν είχε λεφτά και οι περισσότεροι δούλευαν για ένα πιάτο φαΐ, και τι φαΐ… ψωμί και ελιές τρώγαμε τις περισσότερες μέρες.

Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, στα μέσα του ’43, ήρθαν οι Άγγλοι στρατιώτες στο νησί και μας είπαν ότι πρέπει να φύγουμε αν θέλουμε να σώσουμε το πετσί μας από τους βομβαρδισμούς. Τα μαζέψαμε και φύγαμε…  Πρώτα περάσαμε από την Κύπρο και μετά καταλήξαμε στην Παλαιστίνη σε ένα μέρος ονόματι Νουσεϊφάτ, περίπου μία ώρα δρόμο από τα Ιεροσόλυμα. Εκεί μείναμε τρία χρόνια πρόσφυγες.

Όταν τελείωσε ο πόλεμος και γυρίσαμε στο νησί…  έφυγαν οι Ιταλοί, αλλά πέσαμε πάνω σε νέα μπόρα, στον εμφύλιο πόλεμο. Αυτός ο εμφύλιος ήταν πολύ άσχημος για την πατρίδα μας.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ

Ο κ. Αντώνης κάθεται για λίγο σκεπτικός, πίνει δύο ρουφηξιές καφέ, που μόλις έφερε στο τραπέζι και στους δύο μας η σύζυγός μου Παναγιώτα, και γυρνάει τη συζήτηση -πού αλλού;- στην Αυστραλία.

Το 1955, δύο χρόνια μετά την τριετή θητεία μου στο ναυτικό και αφού ζυμώθηκα λίγο πολύ στη δουλειά ως ράπτης και στη ζωή, είδα ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα στην πατρίδα και πήρα την απόφαση να έρθω στην Αυστραλία, όπου είχα ακούσει είχαν προκόψει πολλοί Καστελλοριζιοί.
Έτσι κι έγινε, αλλά πέντε μήνες πριν φύγω παντρεύτηκα στο νησί τη σύντροφο της ζωής μου Μαρία Ροδίτη, με την οποία αυτό το μήνα συμπληρώνουμε 56 χρόνια παντρεμένοι και είμαστε ακόμη αγαπημένοι.

Οι γονείς μου δεν ήθελαν να φύγω, γιατί δεν είχαν άλλο γιο, είχαν τέσσερις κόρες. Εγώ όμως δεν τους άκουσα και πήρα το δρόμο της ξενιτιάς, σπρωγμένος από το κυνήγι για ένα καλύτερο αύριο… ένα πιο σίγουρο μέλλον.

Στην Αυστραλία έφθασα στις 6 του Δεκέμβρη του 1955, ανήμερα του Αγίου Νικολάου με το γηραιό «Κυρήνεια» και αποβιβάστηκα στο Φριμάντλ με προορισμό την Πέρθη, όπου και ρίζωσα για 56 ολόκληρα χρόνια. Εννέα μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβρη του ’56 έφερα και τη σύζυγό μου με την κορούλα μου Αλεξάνδρα, που ήταν μωρό πέντε μηνών. Αργότερα, αποκτήσαμε και άλλες δύο κόρες, την Ευδοκία και τη Γεωργία.
Τα πρώτα χρόνια του κ. Αντώνη στην Αυστραλία, όπως και για όλους τους νεοφερμένους, ήταν δύσκολα. Στη αρχή δούλεψε ως ράπτης και, ταυτόχρονα, φρόντιζε να μάθει την αγγλική γλώσσα. Στα χρόνια που ακολούθησαν ασχολήθηκε με διάφορες δουλειές καθώς επίσης έκανε και δικό του μαγαζί –φρουτάδικο- στην περιοχή του Subiaco, πίσω από το γήπεδο του «φούτι».

ΠΕΝΤΕ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΣΤΑ ΚΟΙΝΑ

Πέρα από τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, ο κ. Αντώνης έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα κοινά και από νωρίς (1963), ασχολήθηκε πολύ με την Καστελλοριζιακή Αδελφότητα, στην οποία χρημάτισε και πρόεδρος, ενώ το 1994 ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος. Και μέχρι σήμερα στα 82 του δεν σταμάτησε ποτέ να προσφέρει τις υπηρεσίες του.

Με τον ίδιο ενθουσιασμό, με τον ίδιο ζήλο υπηρέτησε όλα αυτά τα χρόνια και την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Ευαγγελισμού, παραμένοντας ενεργό μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου.
Άλλη μια σημαντική προσφορά του δραστήριου και ακούραστου αυτού συμπάροικου είναι ο ρόλος του ως ανταποκριτής της μηνιαίας εφημερίδα «Καστελλοριζιακά Νέα», που εκδίδεται στον Πειραιά, όπου ο κ. Αντώνης, εκτός τις ανταποκρίσεις του από την Πέρθη, διατηρεί ανοιχτή γραμμή με τους απανταχού Καστελλορίζιους. Να προσθέσουμε εδώ ότι έχει ασχοληθεί μαζί του και η Ελληνική τηλεόραση ΕΡΤ.
Οι δραστηριότητες του αυτές για τόσα χρόνια, μισό αιώνα, δεν άλλαξαν καθόλου τον άνθρωπο Αντώνη Κουφό. Παραμένει απλός, τίμιος και ηθικός και προσηλωμένος στην ελληνική οικογένεια (έντεκα φορές έχει πάει στην πατρίδα) και όλος ο κόσμος που συνεργάστηκε μαζί του, είτε στον επαγγελματικό τομέα είτε στα παροικιακά, τον εκτιμά ιδιαίτερα.
Γι’ αυτό και τιμήθηκε με διακρίσεις από την Καστελλοριζιακή πατριά της Πέρθης και τους απανταχού Καστελλορίζιους, από την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Ευαγγελισμού και από την Πολιτεία, όταν το 1999 ο τοπικός βουλευτής κ. Stephen Smith, που σήμερα είναι υπουργός Άμυνας, του απένειμε αναμνηστική πλακέτα με δίπλωμα, ως αναγνώριση της προσφοράς του στην ελληνική παροικία της Πέρθης.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΙΟΙ

Οι Καστελλορίζιοι είναι από τους πρώτους Έλληνες που μετανάστευσαν στην Αυστραλία στα τέλη του 19ου αιώνα και οργανώθηκαν σε Αδελφότητες σε όλες τις πόλεις.
«Από διάφορα στοιχεία που έχει συλλέξει -θα μας πει ο κ. Αντώνης- προκύπτει ότι οι πρώτοι Καστελλορίζιοι έφθασαν στην Πέρθη το 1880. Άλλοι λένε ότι ήρθαν και νωρίτερα το 1875 ή και το 1870. Πάντως, μέχρι το 1912 ξεπερνούσαν τους 150…

«Τους έλλειπε, όμως, κάτι. Η συντροφιά του συγγενή, του φίλου, του χωριανού και γρήγορα κατάλαβαν ότι για να μπορέσουν μελλοντικά, και οι ίδιοι και τα παιδιά τους, να έχουν κάποιες επαφές μεταξύ τους θα έπρεπε να κάνουν κάτι. Να φτιάξουν ένα σύλλογο γύρω από το οποίο θα συσπειρωθούν όλοι οι Καστελλορίζιοι.
«Έτσι, κάπως γεννήθηκε η ιδέα και το 1912 ιδρύθηκε η Καστελλοριζιακή Αδελφότητα με πρώτο πρόεδρο τον κ. Αθανάσιο Αυγουστή. Απώτερος σκοπός της Αδελφότητας ήταν και είναι μέχρι σήμερα η φιλανθρωπία, η αλληλεγγύη και η ψυχαγωγία όλων των Καστελλοριζίων.

«Αμέσως μετά την ίδρυση της Αδελφότητας, οι πρώτοι αυτοί Καστελλορίζιοι έδειξαν τη φιλανθρωπία και γενναιοδωρία τους. Με χρήματα που συγκέντρωσαν από διάφορες μικροεκδηλώσεις της εποχής εκείνης και από δικές τους συνεισφορές, αγόρασαν ένα οικόπεδο στο κέντρο της πόλης επί της Parker Street και το έκαναν δωρεά στην Ελληνική Κοινότητα, με σκοπό να αναγερθεί εκεί μια εκκλησία για τις ανάγκες όλου του Ελληνισμού της Πέρθης.
«Χρειάστηκε να περάσουν άλλα 13 χρόνια για την ανέγερση της εκκλησίας, όταν το 1935 με πρόεδρο της Αδελφότητάς μας τον κ. Αντώνη Μαγριπλή, έγινε η θεμελίωση του ιερού ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης που είναι και οι πολιούχοι του νησιού μας. Σήμερα, μετά από 76 ολόκληρα χρόνια, ο ναός αυτός δεσπόζει στο κέντρο της πόλης και παραμένει η Μητρόπολη του Ελληνισμού της Δυτικής Αυστραλίας.

ΤΟ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΙΑΚΟ ΣΠΙΤΙ

Το Καστελλοριζιακό Σπίτι είναι πολύ γνωστό στην παροικία. Είναι πολύ σπάνια περίπτωση Έλληνας της Πέρθης να μην γνωρίζει το «Κλαμπ» των Καστελλοριζίων επί της Anzac Road, στην περιοχή Mt. Hawthorn, αφού η λέσχη χρησιμοποιείται και από άλλους συλλόγους και οργανώσεις για διάφορες κοινωνικές, πολιτιστικές εκδηλώσεις, τσάι, διαλέξεις κ.λπ.

«Το κλαμπ είναι άρτια εξοπλισμένο, διαθέτει υπέροχη κουζίνα και μπαρ» λέει ο κ. Αντώνης «και κάθε Παρασκευή εμείς οι Καστελλορίζιοι έχουμε τη δική μας βραδιά ταβέρνας.

«Η Αδελφότητά μας, μια από τις παλιότερες και πιο δυναμικές στον χώρο της ελληνικής παροικίας της Πέρθης, ξεπερνά τα 500 μέλη, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι νέα παιδιά, γεννημένα εδώ στην Αυστραλία. Τα παιδιά αυτά δεν έχουν, βέβαια, τις δικές μας στενοκεφαλιές, όσον αφορά τις πατριές, αλλά νιώθουν Έλληνες με την πλατειά έννοια και αισθάνονται μεγάλη περηφάνια για την καταγωγή τους.

Οι νέοι αυτοί και τα παιδιά των παιδιών τους πρέπει να γνωρίζουν όσο το δυνατόν περισσότερα για τις ρίζες τους. Αυτοί θα συνεχίσουν να κουβαλούν μαζί τους τα ήθη και τα έθιμά μας, την ελληνική γλώσσα, την ελληνική κουλτούρα και να κοιτάξουν ενωμένοι όλοι μαζί το αύριο, το μέλλον της ελληνικής παροικίας.
Είναι πολύ σημαντικό για όλους μας, παλιούς και νέους και για τις επόμενες γενιές να διατηρούμε τους ισχυρούς δεσμούς με την ιδιαιτέρα μας πατρίδα… για να μην ξεχνάμε τις ρίζες μας. Και να θυμόμαστε, ότι ένα δέντρο όσο μεγάλο κι αν γίνει, χωρίς τις ρίζες του ξεραίνεται… πεθαίνει».