Κόσμος τρίτης ηλικίας

Λανθασμένες «αυτονόητες αλήθειες» για τον παγκόσμιο πληθυσμό: Είναι απίστευτος ο αριθμός των στερεότυπων που κυκλοφορούν ευρύτατα στο όνομα της δημογραφίας.
 «Η ανθρωπότητα γνωρίζει μια αχαλίνωτη γεννητικότητα». Λάθος: εδώ και αρκετές δεκαετίες συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, εμφανώς και παντού, κάτω από την επίδραση της «δημογραφικής μετάβασης», δηλαδή την περίοδο όπου σε έναν πληθυσμό μειώνονται η γεννητικότητα και η θνησιμότητα, οι οποίες προηγουμένως βρίσκονταν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.

«Πρέπει να φοβόμαστε μια πραγματική δημογραφική έκρηξη». Ησυχάστε: η βόμβα δεν θα εκραγεί. Το σημαντικότερο φαινόμενο που θα παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα δεν θα είναι η γρήγορη αύξηση του πληθυσμού αλλά η γήρανσή του.

«Θα ζήσουμε σε έναν πλανήτη ο οποίος θα ασφυκτιά εξαιτίας του υπερπληθυσμού». Και πάλι όχι. Η αστικοποίηση συνεπάγεται τη συγκέντρωση πληθυσμών σε σχετικά μικρής έκτασης γεωγραφικές περιφέρειες και μοιραία οδηγεί στην εγκατάλειψη από τους κατοίκους τους πολλών άλλων περιοχών.

«Θα μας πνίξουν τα μεταναστευτικά κύματα που θα κατευθύνονται από τον Νότο προς τον Βορρά». Παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι οι νέες μεταναστευτικές λογικές πυροδοτούν κινητικότητα προς όλες τις κατευθύνσεις: μεγάλος μέρος των μεταναστευτικών κυμάτων κατευθύνεται από περιοχές του Νότου σε άλλες περιοχές του Νότου.
Με λίγα λόγια, ο «παγκόσμιος πληθυσμός» δεν υπάρχει, είναι ένα συνονθύλευμα χωρίς καμία έννοια, ένα άθροισμα πραγματικοτήτων οι οποίες είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Η προσφυγή σε ενιαίους δημογραφικούς δείκτες για τον παγκόσμιο πληθυσμό σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε τις ιδιαίτερες δυναμικές που αναπτύσσονται σε αυτόν, τόσο εκείνη των χωρών με υψηλά επίπεδα γεννητικότητας και χαμηλό προσδόκιμο χρόνο ζωής, όπως ο Νίγηρας και το Μάλι, όσο κι εκείνη των χωρών όπου η γεννητικότητα είναι τόσο χαμηλή, ώστε δεν υπερκαλύπτει καν τα επίπεδα της θνησιμότητας, όπως στη Ρωσία και στην Ιαπωνία. Στην περίπτωση της Ιαπωνίας, η αισθητή αύξηση της θνησιμότητας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 δεν οφείλεται σε συμπεριφορές που αυξάνουν τη θνησιμότητα ή στην υποβάθμιση του υγειονομικού συστήματος, αλλά αποκλειστικά στη γήρανση του πληθυσμού.

Ο κόσμος μας αποτελείται από διαφορετικούς πληθυσμούς, με διαφορετικούς δημογραφικούς δείκτες και με διαφορετικές συγκεντρώσεις πληθυσμού. Από αυτήν την άποψη, είναι χαρακτηριστική η τεράστια διακύμανση της πληθυσμιακής πυκνότητας (από 1.141 κατοίκους ανά τ. χλμ. στο Μπαγκλαντές έως 5,9 κατοίκους στην Γκαμπόν)(1).

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ Χ 4

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα σημειώθηκε μια εξέλιξη η οποία δεν έχει κανένα ιστορικό προηγούμενο: Ο πληθυσμός του πλανήτη τετραπλασιάστηκε (από 1,6 δισ. άτομα το 1900, σε 6,1 δισ. το 2000). Η αύξηση οφείλεται στη σύγκλιση τριών παραγόντων. Ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα, σε ορισμένες χώρες του Βορείου Ημισφαιρίου είχε αρχίσει να παρατηρείται μια μείωση της θνησιμότητας (παιδικής, εφηβικής και μητρικής), η οποία τον 19ο και τον 20ό αιώνα γενικεύτηκε και επεκτάθηκε και στις χώρες του Νότου (για παράδειγμα, στην Ινδία άρχισε από τη δεκαετία του 1920). Η εξέλιξη αυτή οφειλόταν στην πρόοδο της ιατρικής και της φαρμακευτικής επιστήμης, στη διάδοση των κανόνων υγιεινής και στην τεχνική πρόοδο που επιτεύχθηκε στον τομέα της γεωργίας, η οποία επέτρεψε τη γενίκευση μιας καλύτερης και περισσότερο ποικίλης διατροφής. Μέσα σε δύο αιώνες, το ποσοστό των νεογέννητων που πεθαίνουν πριν συμπληρώσουν το πρώτο τους έτος μειώθηκε κατά 80% κατά μέσον όρο σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως η μείωση αυτή ήταν πενήντα φορές μεγαλύτερη στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Η μείωση της θνησιμότητας των μικρών παιδιών και των εφήβων υπήρξε ακόμα εντονότερη, όπως άλλωστε κι εκείνη των γυναικών κατά τον τοκετό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή της ισορροπίας ανάμεσα στα δύο φύλα: το λεγόμενο «ασθενές» φύλο έγινε πλέον ισχυρότερο, από δημογραφική άποψη τουλάχιστον.

Εξάλλου, οι ηλικιωμένοι ζουν περισσότερο χάρη στις προόδους της ιατρικής και στη βελτίωση των υποδομών της υγείας που παρατηρούνται από τη δεκαετία του 1970. Επιπλέον, η μηχανοποίηση ορισμένων εργασιών είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την αύξηση του προσδόκιμου χρόνου ζωής που σχεδόν διπλασιάστηκε μέσα σε έναν αιώνα (από 37 έτη το 1900, στα 69 το 2010).

Η άνευ προηγουμένου πτώση της γονιμότητας έχει προκαλέσει μια εμφανή μείωση του ρυθμού με τον οποίο αυξάνεται ο πληθυσμός του πλανήτη. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησής του μειώθηκε το 2010 στο 1,2%, τη στιγμή που το ιστορικό μέγιστο επίπεδό του ξεπερνούσε το 2% στο τέλος της δεκαετίας του 1960, όταν πολλές χώρες βρίσκονταν, εκείνη την εποχή, στο μέσον της δημογραφικής τους μετάβασης. Έτσι, μέσα σε 50 χρόνια, ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε αισθητά, από 2,5 δισ. το 1950, σε 6,1 δισ. το 2000. Σύμφωνα με το μεσαίο σενάριο που έχει εκπονήσει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, το 2050 υπολογίζεται ότι θα φτάσει τα 9 δισ. Πρέπει, άραγε, να αρχίσουμε να κάνουμε λόγο για υπερπληθυσμό; Ακόμα κι αν αυτά τα 9 δισ. μετανάστευαν μαζικά στις Ηνωμένες Πολιτείες αφήνοντας έρημο ολόκληρο τον υπόλοιπο πλανήτη, η πληθυσμιακή πυκνότητα των Ηνωμένων Πολιτειών θα εξακολουθούσε να είναι μικρότερη από εκείνη που παρατηρείται στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα του Παρισιού…

Όμως, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του 21ου αιώνα θα είναι ένα άλλο πρωτοφανές δημογραφικό φαινόμενο, η γήρανση. Μπορεί δε να μετρηθεί είτε με την αύξηση του ποσοστού των ατόμων άνω των 65 ετών (5,2% το 1950, 7,6% το 2010, 16,2% το 2050, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΗΕ [2]), είτε με την εξέλιξη της ενδιάμεσης ηλικίας (24 έτη το 1950, 29 το 2010, 38 το 2050[3]). Στο άνω μέρος της ηλικιακής πυραμίδας, η αύξηση του προσδόκιμου χρόνου ζωής διευρύνει τον κύκλο των ατόμων που ανήκουν στην τρίτη ηλικία. Στη βάση της, η μείωση της γονιμότητας μειώνει τον αριθμό των νέων. Μάλιστα, οι συνέπειές της είναι ιδιαίτερα αισθητές στις χώρες που βρίσκονται σε «δημογραφικό χειμώνα», δηλαδή σε εκείνες όπου η γονιμότητα είναι εδώ και αρκετές δεκαετίες μικρότερη από το όριο της ανανέωσης των γενεών (δηλαδή κατά μέσο όρο 2,1 παιδιά ανά γυναίκα). Αυτές οι χώρες, απλά και μόνο για να ξαναφθάσουν στο όριο της ανανέωσης των γενεών, θα χρειαστεί, είτε να επιτύχουν μια σημαντική ανάκαμψη της γονιμότητας (και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα, γιατί ο αριθμός των γυναικών που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία μειώνεται αισθητά), είτε να υποδεχθούν μεταναστευτικά ρεύματα που θα αποτελούνται από νεαρούς και γόνιμους πληθυσμούς.

ΑΥΞΗΣΗ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ

Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη την αύξηση του απόλυτου αριθμού των ηλικιωμένων: 130 εκατομμύρια το 1950, 417 εκατομμύρια το 2000, ενώ το 2050 ενδέχεται να φτάσει το 1,486 δισ. Η διάκριση μεταξύ της γήρανσης ως ποσοστού και της γήρανσης ως αύξησης του απόλυτου αριθμού, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τις εξελίξεις, οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία ανάλογα με τη χώρα.

Η αστικοποίηση αποτελεί άλλο ένα μείζον φαινόμενο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το 2008 ο αριθμός των κατοίκων των πόλεων ξεπέρασε για πρώτη φορά εκείνον της υπαίθρου. Αυτό είναι το μεγάλο παράδοξο του 21ου αιώνα: ο παγκόσμιος πληθυσμός δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε τόσο μεγάλος, αλλά και ποτέ άλλοτε δεν συγκεντρώθηκε σε τόσο μικρούς χώρους. Υπάρχουν τρεις λόγοι γι’ αυτήν την έλξη που ασκούν οι «μητροπόλεις». Ο πρώτος αφορά την αύξηση του τριτογενούς τομέα στα αστικά κέντρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό, τα οποία προσελκύουν τον ενεργό πληθυσμό που είναι στο εξής διαθέσιμος, καθώς έχει ήδη αυξηθεί η παραγωγικότητα του αγροτικού τομέα. Ο δεύτερος λόγος αφορά την επιθυμία των νοικοκυριών να διαθέτουν μια μεγαλύτερη γκάμα επιλογών απασχόλησης, μέσα σε μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από την ολοένα μεγαλύτερη διαφοροποίηση των επαγγελμάτων, την αυξημένη -εκούσια ή ακούσια- επαγγελματική κινητικότητα και τη φτώχεια στην ύπαιθρο. Τέλος, οι μητροπόλεις είναι περιοχές ανοιχτές στον υπόλοιπο κόσμο, διευκολύνοντας σημαντικά τις κάθε μορφής διασυνδέσεις. Διαθέτουν μια ελκυστικότητα που εξαρτάται από το θεσμικό καθεστώς τους (περιφερειακή ή εθνική πρωτεύουσα, έδρα δημόσιων διεθνών θεσμών).

ΜΕΓΑΛΗ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Η ένταση της αστικής συγκέντρωσης ποικίλλει από χώρα σε χώρα: στην Ινδία, το 29% των κατοίκων ζουν στις πόλεις, στη Δημοκρατία του Κονγκό το 33%, στη Γερμανία το 73% και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 79%. Οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται διαφέρουν. Το υψηλό ποσοστό της αστικοποίησης στη Βραζιλία αποτελεί κληρονομιά της αποικιοκρατίας, η οποία ίδρυσε πόλεις που είχαν ως αποστολή να εξασφαλίσουν, αφενός, τον πολιτικό και τον οικονομικό έλεγχο της περιοχής και, αφετέρου, τη συγκέντρωση και την αποκλειστικότητα των εμπορικών ανταλλαγών με την πορτογαλική μητρόπολη. Το δε χαμηλό ποσοστό της αστικοποίησης στην Κίνα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο κομμουνιστικό καθεστώς, το οποίο για μεγάλο χρονικό διάστημα εμπόδισε την έξοδο των πληθυσμών της υπαίθρου. Απ’ αυτήν την άποψη, το Πεκίνο με τα 12 εκατομμύρια κατοίκους του είναι μια πρωτεύουσα με μάλλον μικρό πληθυσμό σε σχέση με τη δημογραφική σημασία της χώρας.

Σε άλλες περιοχές του πλανήτη, οι συγκρούσεις οδήγησαν στον ξεριζωμό τους πληθυσμούς της υπαίθρου, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν μεγάλο δημογραφικό βάρος πόλεις όπως η Μπογκοτά, το Αμάν, η Καλκούτα ή η Κινσάσα.
Σε χώρες όπου επικρατεί έντονος συγκεντρωτισμός του κράτους (Γαλλία, Ιράν), η υδροκέφαλη πολιτική πρωτεύουσα διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο σε όλους τους τομείς (οικονομία, χρηματοοικονομικός τομέας, πανεπιστήμια, πολιτισμός…). Άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Βολιβία, έχουν μια «δικέφαλη» αστικοποίηση, στην οποία κυριαρχούν δύο πόλεις (Μαδρίτη και Βαρκελώνη, Λα Παζ και Σάντα Κρουζ). Όσον αφορά δε τη Γερμανία, έχει αναπτυχθεί ένα περισσότερο ισορροπημένο δίκτυο αστικών κέντρων, στο οποίο περιλαμβάνονται πολλές πόλεις αρμονικά ιεραρχημένες.

ΚΥΚΛΙΚΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Το δημογραφικό τοπίο του 21ου αιώνα θα είναι πρωτοφανές, καθώς θα χαρακτηρίζεται από τη φάση της δημογραφικής μετάβασης σε πολλές χώρες του Νότου, τον «δημογραφικό χειμώνα» σε ορισμένες χώρες του Βορρά, τη γήρανση του πληθυσμού και την άνευ προηγουμένου αστικοποίηση. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν τα μεταναστευτικά ρεύματα: 214 εκατομμύρια άτομα(4) διαμένουν μόνιμα σε άλλη χώρα από εκείνη στην οποία γεννήθηκαν (μάλιστα, σε αυτόν τον αριθμό δεν περιλαμβάνονται ούτε οι πρόσφυγες, ούτε τα άτομα που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους).

Αντίθετα από τις εντυπώσεις που δημιουργούν τα στερεότυπα, οι μεταναστεύσεις έχουν μόνιμο και διαρκή χαρακτήρα. Μάλιστα, στην πλειονότητά τους είναι νόμιμες: συγκριτικά, η παράνομη μετανάστευση στην οποία επικεντρώνονται οι προβολείς της δημοσιότητας είναι αμελητέα από στατιστική άποψη. Η ιστορία και η γεωγραφία συνέβαλαν στο να δημιουργηθούν μεταναστευτικά ζεύγη χωρών, τα οποία στηρίζονται, είτε στη γεωγραφική εγγύτητα (Μπουρκίνα Φάσο και Ακτή Ελεφαντοστού, Κολομβία και Βενεζουέλα, Μεξικό και Ηνωμένες Πολιτείες, Μαλαισία και Σιγκαπούρη, Ιταλία και Ελβετία…), είτε σε μια κοινή ιστορία ή σε δεσμούς που αναπτύχθηκαν από την εποχή της αποικιοκρατίας και διαιωνίστηκαν μετά την ανεξαρτησία των πρώην αποικιών (Φιλιππίνες και Ηνωμένες Πολιτείες, Αλγερία και Γαλλία, Ινδία και Ηνωμένο Βασίλειο κ.λπ.). Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της αστικοποίησης, όσο κι αν στη μετανάστευση ωθούν διάφοροι πολιτικοί παράγοντες (πόλεμοι, εμφύλιες συγκρούσεις, ανελεύθερα καθεστώτα), οι οικονομικοί λόγοι αποτελούν την κυριότερη αιτία της. Τέλος, η δημογραφία αφ’ εαυτή αποτελεί άλλον έναν παράγοντα που ωθεί στη μετανάστευση. Τον 21ο αιώνα, η μείωση του ενεργού πληθυσμού σε διάφορες ανεπτυγμένες χώρες τις αναγκάζει να καταφύγουν στην προσέλκυση μεταναστών, λόγω της έλλειψης εργατικού δυναμικού, κυρίως σε ορισμένα κακοπληρωμένα επαγγέλματα.

Ωστόσο, η διάκριση σε χώρες εξαγωγής μεταναστών και σε χώρες υποδοχής έχει χάσει πλέον σε μεγάλο βαθμό το νόημά της. Οι μεταναστεύσεις γίνονται ολοένα περισσότερο κυκλικές: το Μαρόκο είναι χώρα εξαγωγής μεταναστών προς την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, διαμετακομιστικό κέντρο για τους υπηκόους των χωρών της Υποσαχάριας Αφρικής που κατευθύνονται στην Ευρώπη, αλλά και χώρα υποδοχής μεταναστών, καθώς σε αυτό εγκαθίστανται άτομα από την Υποσαχάρια Αφρική που αναγκάστηκαν να διακόψουν το μεταναστευτικό τους ταξίδι. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Ισπανία είναι χώρα εξαγωγής μεταναστών προς τη Λατινική Αμερική, ενδιάμεσος σταθμός για τους Αφρικανούς που κατευθύνονται προς τη Γαλλία και μια χώρα υποδοχής μεταναστών που προέρχονται από το Μαρόκο, τη Ρουμανία ή από τη Λατινική Αμερική (κυρίως την περιοχή των Άνδεων). Σήμερα, οι περισσότερες χώρες παίζουν ταυτόχρονα και τους τρεις ρόλους.

* Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris-Sorbonne, πρόεδρος της επιθεώρησης «Population & Avenir».

Σημειώσεις:
(1) Όταν δεν υπάρχει αναφορά περί του αντιθέτου, οι αριθμοί προέρχονται από το κείμενο του Jean-Paul Sardon, «La population des continents et des pays», «Population & Avenir», no700, Παρίσι, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2010.
(2) Οι αριθμοί προέρχονται από την υπηρεσία του ΟΗΕ για τον πληθυσμό.
(3) ο.π.
(4) Αριθμός από το «International Migration 2009» της Υπηρεσίας Πληθυσμού του ΟΗΕ.