“Δεν γίνεται να είμαστε ρέπλικες των γονιών μας”…

 «Η ελληνική ταυτότητα στην αυστραλιανή σκηνή», θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της στήλης σήμερα, αν δεν με είχε συνεπάρει το πάθος -όσο και η αλήθεια- που απόπνεε το απόσταγμα της κουβέντας μας με την Χριστίνα Λαμπριανίδη, συγγραφέα του θεατρικού έργου «The Woman in his Mind».
Το έκανα τίτλο γιατί προσπάθησα να επικεντρωθώ στην ουσία των όσων είπε, στην αναφορά της στο έργο που, σε πρώτη και τελευταία ανάλυση, την ενέπνευσε η γενιά της και τα βιώματά της.

Εκπαιδευτικός, με σπουδές στο Αρχαίο Θέατρο, έχει ασχοληθεί με τη ‘μεταφορά στη σημερινή πραγματικότητα’, έργων όπως είναι η «Μάκβεθ» και η «Αντιγόνη», ενώ έχει παίξει στο «Όνειρο Θερινής Νυκτός» του Σαίξπηρ.

Θαυμάζει, θα πει, τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη και έχει επισκεφθεί πολλές φορές την Επίδαυρο, ‘ένα θαύμα που κάθε φορά γεμίζει τη ψυχή της με δέος’.

«Αν δεν είχα επισκεφτεί τους αρχαίους τόπους, ποτέ δεν θα μπορούσα να συλλάβω το μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Όσα βιβλία κι αν διαβάσεις, όσα κι αν προσπαθήσουν να σου μεταφέρουν φωτισμένοι άνθρωποι, δε γίνεται, αν δε βρεθείς ο ίδιος εκεί και αγγίξεις ‘τον τύπο των ήλων’ να μπορέσεις να συλλάβεις, έστω και μέρος της μεγάλης αλήθειας».

Η Χριστίνα Λαμπριανίδη γεννήθηκε στη Μελβούρνη με ρίζες στη Θεσσαλονίκη και Φλώρινα. Έζησε σ’ ένα ‘προστατευμένο’, όπως θα πει, περιβάλλον, «με πολλή αγάπη και συνεχή παρότρυνση στη μελέτη, όπως άλλωστε και τα περισσότερα παιδιά της γενιάς μου. Η μόρφωση πιστεύω ότι ήταν μία από τις βασικές απαιτήσεις των Ελλήνων της μαζικής μετανάστευσης από τα παιδιά τους. Εξάλλου εκεί οφείλεται και το γεγονός ότι, ανάμεσά μας σήμερα υπάρχουν τόσοι πολλοί Ελληνοαυστραλοί επιστήμονες, επιτυχημένοι επαγγελματίες σε πάρα πολλούς τομείς, πολύ περισσότερους ίσως από ό,τι γνωρίζουμε, δεδομένου ότι αρκετοί δεν είναι στο προσκήνιο».

Η ΕΛΛΗΝΟ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Μιλώντας για ‘προσκήνιο’ ερχόμαστε στους χαρακτήρες του έργου της, που, όπως προκύπτει, είναι βγαλμένοι μέσα από την ελληνο-αυστραλιανή πραγματικότητα.
«Μια πραγματικότητα που σε καμιά περίπτωση δεν είναι για όλους ίδια. Υπάρχει όμως ένα δυνατό σημείο επαφής και αυτό είναι η σφοδρή, ακατανίκητη επιθυμία των γονιών, πρώτης γενιάς, να μεταδώσουν στα παιδιά τους τις δικές τους αρχές και αξίες, τα δικά τους πιστεύω, για τη ζωή, το άλλο φύλο, τον άνθρωπο».

– Πιστεύεις ότι την εκδηλώνουν αυτή τους την επιθυμία;
«Εξαρτάται. Υπάρχουν περιπτώσεις που την επιβάλουν. Τα βιώματα όμως αυτά, όπως και να το κάνεις, από όποια πλευρά και να το δεις, είναι τόσο δυνατά, που ακόμη κι εκείνοι που αντιστέκονται και καταβάλουν συνειδητή προσπάθεια, να είναι διαφορετικοί, δεν το κατορθώνουν, όχι τουλάχιστον ολοκληρωτικά».
Η Χριστίνα Λαμπριανίδη, θα πει ότι ‘έχει μελετήσει το θέμα σε βάθος’.
«Πάντα μ’ ενδιέφερε να δω πώς λειτουργούμε εμείς η δεύτερη γενιά, με την ελληνική ταυτότητα που δεν γίνεται όμως να είμαστε ρέπλικες των γονιών μας, έστω και αν γνωρίζουμε ότι αυτό περιμένουν από μας».

ΕΙΔΟΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ

Ποιο είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξες;

«Βασικά ότι δε γίνεται να αγνοήσεις τις ρίζες σου, την καταγωγή σου και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ίσως ακουστεί λίγο κυνικό, αλλά θα πρέπει να επιλέξεις, τι θα κρατήσεις και τι θα απορρίψεις. Για να γίνει αυτό χρειάζεται, πάνω απ’ όλα ωριμότητα και βασική γνώση των δικών σου ‘θέλω’. Των δικών σου αξιών, των προσωπικών σου στόχων και οραμάτων. Γιατί, γνωστό αυτό, πολλοί γονείς θέλουν να ζήσουν μέσα από τη ζωή και τις επιτυχίες των παιδιών τους, τα δικά τους ατομικά όνειρα. Είναι ένα είδος, αν θέλεις, «αποζημίωσης» για τις θυσίες, τους κόπους στη ξένη γη, τα νεανικά δικά τους όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν. Μέχρι ένα σημείο μπορεί να το καταλάβει κανείς. Εκείνο όμως που δε γίνεται, είναι να έχουν μπροστά τους ένα ακριβές αντίτυπο του εαυτού τους. Κι’ αυτό γιατί η δεύτερη γενιά ζει και κινείται σ’ ένα περιβάλλον που δε γίνεται παρά να αφήσει τις επιρροές του».


Πού βλέπεις περισσότερο έντονη την επιθυμία της δεύτερης γενιάς για ‘αναβίωση’ προτύπων, ή μάλλον την αναζήτησή τους;

«Αναμφίβολα στους άντρες, όταν παντρεύονται και περιμένουν από τη σύντροφό τους, να είναι σ’ ένα βαθμό, όπως η μητέρα τους. Μπορεί να μην το ομολογούν ποτέ και μάλιστα να πάρουν στάση αμυντική, αν τολμήσεις να το εκφράσεις, γεγονός εντούτοις παραμένει ότι η Ελληνίδα μητέρα της πρώτης γενιάς είναι ένα πρότυπο δυνατό που είναι δύσκολο να αγνοηθεί. Εξάλλου, ας μη μας διαφεύγει, ότι κάτι τέτοιο … βολεύει!».

ΣΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Το έργο σου είναι βασισμένο σε χαρακτήρες δεύτερης γενιάς. Ο πρωταγωνιστής πού ανήκει;

«Ο Τζον, είναι ένας νέος γοητευτικός άντρας, που αναγκάζεται να γίνει άντρας από την αρχή της εφηβείας του όταν σε ηλικία 12 χρόνων χάνει τον πατέρα του κάτω από τραγικές συνθήκες. Χωρίς πολλές διαδικασίες μπαίνει στο ρόλο του πατέρα που του επιβάλλεται από τη μητέρα του την οποία και ποτέ δε συγχωρεί γι’ αυτό. Η πίκρα και η απογοήτευση, της κλεμμένης εφηβείας, οι ευθύνες που δεν ήξερε πώς να σηκώσει, αλλά του επιβάλλονταν από τους άλλους, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός διχασμένου χαρακτήρα».

– Πώς αυτό επηρεάζει τις σχέσεις του με το άλλο φύλο;
«Στην ουσία, υπάρχει μια γυναίκα στη ζωή του, η Κατερίνα, την οποία ερωτεύεται, ζει μαζί της, χωρίς να μπορεί να είναι ο εαυτός του, αλλά ο άντρας τον οποίο υποχρεώθηκε να αντικαταστήσει, ο πατέρας του. Είναι μπερδεμένος, και παρ’ ότι δεν του είναι εύκολο να συγχωρήσει τη μητέρα του που του έδωσε από τα 12 το ρόλο του προστάτη του σπιτιού, εντούτοις έχει απαίτηση από την Κατερίνα, να είναι όπως εκείνη.
Δύσκολο, για το λόγο ότι δεν έχει τίποτε κοινό με τις γυναίκες της προηγούμενης γενιάς, πολύ λιγότερο δε με την μητέρα του συντρόφου της. Με την πάροδο του χρόνου, όταν η φλόγα του έρωτα σβήνει, βρίσκει ότι δεν έχουν πολλά κοινά ούτε μεταξύ τους. Σ’ έναν από τους συνήθεις καυγάδες τους , του πετά τη μομφή ότι «δεν έχει ποτέ διαβάσει ποίηση στη ζωή του».

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ

Να συμπεράνω ότι οι πρωταγωνιστές μεγαλώνουν σε διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον, κουβαλούν όμως μαζί τους, κάποιες όμοιες καταβολές;

«Σίγουρα. Η συμπρωταγωνίστρια είναι ελληνικής καταγωγής. Χαρακτηριστική περίπτωση Ελληνίδας δεύτερης γενιάς, που έχει πανεπιστημιακή μόρφωση, που επαναστατεί για την καταπίεση της γυναίκας της προηγούμενης γενιάς και αποφεύγει να περπατήσει στα χνάρια της. Είναι καλλιεργημένη, ανεξάρτητη και αρνείται να μπει σε καλούπια. Όταν ο δεσμός με τον σύντροφό της ξεφτάει, δεν έχει πρόβλημα να ανοίξει την πόρτα και να εξαφανιστεί. Να ‘εξαφανιστεί’, τρόπος του λέγειν γιατί, στην ουσία, ο πρώην σύντροφός της δεν μπορεί να την βγάλει από τη δική του ζωή. Ζει με τις αναμνήσεις και τις καταστάσεις που δημιουργεί στη φαντασία του για μια ζωή μαζί της, έτσι όπως θα ήθελε να ήταν. Η νοσταλγία για ό,τι έζησε και η δίψα για εκείνα που θα μπορούσε να μοιραστεί μαζί της, αν δεν τον εγκατέλειπε, αποτελούν τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο στρέφεται η ζωή του».

Όταν ανοίγει η σκηνή υπάρχει μια κουζίνα γεμάτη αντικείμενα, και μια κρεβατοκάμαρα άδεια, με μόνο έπιπλο ένα κρεβάτι. Ποιος είναι ο συμβολισμός πίσω απ’ αυτά;
«Η κουζίνα συμβολίζει την καθημερινότητα και όλα αυτά που αναγκάζεται ο άνθρωπος να συσσωρεύσει, να συμβιβαστεί με την ύπαρξή τους και να τα δεχτεί –όσο αντέχει και όσο μπορεί– και από την άλλη υπάρχει ένας χώρος που μπορεί να είναι ο εαυτός του που από κείνον εξαρτάται πώς θα τον γεμίσει, πώς θα ζήσει, τι θα ονειρευτεί, ώστε να υπάρχει μια ισορροπία στη ζωή του. Πίσω από όλα αυτά, από την κεντρική ιδέα του έργου, είναι και η νοσταλγία του μετανάστη για ό,τι αναγκάστηκε να αφήσει πίσω του και που κανείς δεν μπορεί να ξεριζώσει. Το πώς θα ήταν η ζωή του, αν αυτή η ίδια δεν του έκοβε τον ομφάλιο λώρο από τη γη που γεννήθηκε και αγάπησε».

Σημ. Το θεατρικό έργο «The Woman in his Mind» θα ανεβεί στις 20 Οκτωβρίου στο θέατρο Carlton Courthouse, μέσα στα πλαίσια του Φεστιβάλ Θεάτρου Μελβούρνης.