Κυνηγώντας το όνειρο στην Αυστραλία

Τις τελευταίες μέρες ο αθηναϊκός Τύπος έδωσε μεγάλη δημοσιότητα στο ενδεχόμενο η Αυστραλία να προσελκύσει και πάλι μετανάστες από την Ελλάδα μαζί με διάφορα σχόλια. Το ακόλουθο κείμενο είναι από «Τα Νέα»:

«Προσείλκυσε χρυσοθήρες, ναυτικούς και νύφες που είχαν γνωρίσει τους γαμπρούς τους σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Έγινε σύμβολο μιας νέας αρχής – όπως κάθε προορισμός της ξενιτιάς. Σήμερα, η οικονομική κρίση και η ανεργία στέλνουν και πάλι Έλληνες στην Αυστραλία.

Ο Κωνσταντίνος Κουμπούρης είχε όλα όσα ήθελε: δικό του μαγαζί, δύο αυτοκίνητα και πιστωτική κάρτα. Το μηνιαίο εισόδημά του έφτανε τα 5.000 ευρώ και ως ηλεκτρολόγος είχε δουλέψει σε αρκετά δημόσια έργα – ανάμεσά τους στην κατασκευή της βιβλιοθήκης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και του πάρκινγκ της Βουλής. Μέχρι που τον βρήκε η κρίση. Οι ακάλυπτες επιταγές των πελατών του στραγγάλισαν τη ρευστότητα της επιχείρησής του. Πλέον αδυνατούσε να αποπληρώσει δάνεια και ενοίκια. Μέσα στο 2010 απέλυσε τα πέντε άτομα που απασχολούσε, πούλησε τα αυτοκίνητα και μετακόμισε από τη Γλυφάδα σε ιδιόκτητο σπίτι στο Λουτράκι. Στα 40 του έβγαλε και κάρτα ανεργίας.

«Οι τράπεζες μου δάνειζαν απλόχερα. Έβλεπα ότι οι δουλειές πήγαιναν καλά και δεν πίστευα ποτέ ότι θα έπεφτα τόσο χαμηλά» λέει. Η οικονομική κρίση τον ανάγκασε να αναθεωρήσει προτεραιότητες και τρόπο ζωής. Από αφεντικό προσπάθησε να γίνει υπάλληλος, αλλά δεν βρήκε δουλειά ούτε στο αντικείμενό του ούτε ως σερβιτόρος. Εδώ και μήνες χτυπάει πόρτες στο εξωτερικό. Έστειλε βιογραφικά και γράμματα. Απευθύνθηκε σε ομογενειακές οργανώσεις στον Καναδά και στη Σουηδία, μέχρι που επέλεξε ως προορισμό του την Αυστραλία. Αν τα καταφέρει και αποκτήσει βίζα, ο πατέρας δύο κοριτσιών, τριών και έξι ετών, από άνεργος θα γίνει μετανάστης.

Δεν είναι ο μόνος. Το τελευταίο εξάμηνο η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης έχει λάβει περίπου 4.000 επιστολές και τηλεφωνήματα με παρόμοια αιτήματα. Είναι όλοι τους άνεργοι πτυχιούχοι, ηλικίας 20-40 ετών -κάποιοι από αυτούς οικογενειάρχες με παιδιά- και ζητούν βοήθεια και διευκολύνσεις για να μεταναστεύσουν. Έπειτα από παρέμβαση της Ελληνικής Κοινότητας το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ιθαγένειας της Αυστραλίας ανακοίνωσε ότι θα απλοποιήσει τις διαδικασίες για την εξέταση αιτήσεων μετανάστευσης και τη χορήγηση αδειών παραμονής.

Στις 8-9 Οκτωβρίου θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα διημερίδα για τη μετανάστευση παρουσία κυβερνητικών αξιωματούχων της Αυστραλίας και εκπροσώπων επιχειρήσεων της χώρας. Οι αυστραλιανές Αρχές ζητούν από την Ελλάδα μηχανικούς, ηλεκτρολόγους, εξειδικευμένους εργάτες οικοδομών, γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό για τη φροντίδα ηλικιωμένων.

Το επάγγελμα του κ. Κουμπούρη βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτά που έχουν προβάδισμα. Αν, τελικά, μεταναστεύσει, θα βρεθεί σε μια χώρα με έντονο ελληνικό στοιχείο. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή στην Αυστραλία ζουν 109.980 μετανάστες γεννημένοι στην Ελλάδα και 365.145 άτομα ελληνικής καταγωγής – αν και η ομογενειακή κοινότητα υπολογίζει τον αριθμό των μελών της σε 600.000. Το 41% του ελληνικού πληθυσμού κατοικεί στη Μελβούρνη, η οποία διεκδικεί τον τίτλο της τρίτης μεγαλύτερης ελληνικής πόλης παγκοσμίως.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι πρώτοι Έλληνες φτάνουν στην Αυστραλία την εποχή που το παρθένο μέρος προσείλκυε πειρατές και χρυσοθήρες. Στα αρχεία του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού ο Υδραίος ναυτικός Δαμιανός Γκίκας αναφέρεται ως ο πρώτος Έλληνας που πατάει στο Σίδνεϊ, το 1802. Είχε συλληφθεί -άδικα σύμφωνα με την προφορική παράδοση που διέσωσε το όνομά του- ως πειρατής από ένα εγγλέζικο πολεμικό πλοίο και καταδικάστηκε σε εξορία στην Αυστραλία. Η πρώτη Ελληνίδα, η Αικατερίνη Πλέσσα, φτάνει εκεί το 1853, λίγο πριν από την ανακάλυψη κοιτασμάτων χρυσού. Οι μετανάστες εκείνης της εποχής κατάγονταν κυρίως από τα Κύθηρα, την Ιθάκη και το Καστελλόριζο.

Το ξεκίνημά τους στον «Νέο Κόσμο» σκόνταφτε στη ξενοφοβία της τοπικής κοινωνίας. Έρευνα του Πανεπιστημίου Αιγαίου δείχνει ότι οι περισσότεροι Έλληνες ανοίγουν μικρές εμπορικές επιχειρήσεις (ψαράδικα, μανάβικα, εστιατόρια) λόγω οικονομικής αδυναμίας, αλλά και εξαιτίας της τάσης να αποκλείονται οι ξένοι από πιο σταθερά και επικερδή επαγγέλματα. Μέχρι το 1920 τα ισχυρά αυστραλιανά συνδικάτα δεν τους επιτρέπουν να διεισδύσουν στις βιομηχανίες και η ανεργία στην ελληνική κοινότητα φτάνει στο 11,4%. Διαδοχικά μεταναστευτικά κύματα μετά το 1952 αυξάνουν τον πληθυσμό τους. Στον μακρινό προορισμό οδηγούνται και χιλιάδες ελληνίδες νύφες που εγκατέλειπαν την πατρίδα τους για να παντρευτούν κάποιον που γνώρισαν μόνο σε μια φωτογραφία. Στη δεκαετία του ’90 το 28,6% των ομογενών πρώτης γενιάς απασχολούνται κυρίως ως εργάτες, με την πλειοψηφία των μεταναστών να ανήκει στα μεσαία εισοδηματικά στρώματα. «Η ιστορία των Ελλήνων της Αυστραλίας είναι γεμάτη επιτυχίες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών τους σπουδάζουν, ενώ πολλοί έχουν γίνει δικαστές, υπουργοί και κατασκευαστές», λέει ο Βασίλης Παπαστεργιάδης, πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και διευθυντικό στέλεχος δικηγορικής εταιρείας με προσωπικό 300 ατόμων.

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΑ

Αυτές οι ιστορίες επιτυχίας ενέπνευσαν και τον 34χρονο Χρήστο Βατράνη, πολιτικό μηχανικό που αναζητεί δουλειά στην Αυστραλία. «Μου είπαν ότι πρέπει να πάω εκεί, αν ψάχνω ένα οργανωμένο κράτος για μια καινούργια αρχή» λέει. Στην Αθήνα συνεργαζόταν με αρχιτεκτονικά γραφεία και κάθε μήνα φλέρταρε με την ανεργία. Οι μελέτες και τα έργα όλο και λιγόστευαν. Η κρίση ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Ο κ. Βατράνης προσγειώθηκε στη Μελβούρνη ένα βροχερό βράδυ πριν από μερικούς μήνες με ένα πακέτο βιογραφικά στις αποσκευές του και μια τουριστική βίζα στο διαβατήριό του. Προσέγγισε εταιρείες μόνος του, ενώ παραδοσιακά στην Αυστραλία οι θέσεις καλύπτονται από γραφεία εύρεσης εργασίας. Η τουριστική βίζα δεν του επέτρεπε να δουλέψει – πουθενά, έστω και εθελοντικά. Δεν πήρε θετική απάντηση και επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα. Δεν έχει αποκλείσει όμως τη λύση της Αυστραλίας. Αν δεν βρει εργοδότη ως χορηγό, εξετάζει το ενδεχόμενο να πάει εκεί για σπουδές.
Για τον 33χρονο Γιάννη Βασιλειάδη ο ξενιτεμός ήταν πιο εύκολη υπόθεση. Γεννήθηκε στην Αυστραλία και έχει αποκτήσει την υπηκοότητα. Όταν ήταν δύο ετών, η οικογένειά του παλιννόστησε. Μεγάλωσε στη Σάμο, σπούδασε Γραφιστική και το 2005 άνοιξε τη δική του επιχείρηση. Από το 2008 άρχισαν τα προβλήματα. «Είχαμε σταθερό πελατολόγιο, αλλά όλοι μας ζητούσαν πιστώσεις. Τους κάναμε τη χάρη, αλλά δεν μας πλήρωναν. Το τελευταίο εξάμηνο του 2010 δουλεύαμε χωρίς μεροκάματο» λέει. «Την Αυστραλία τη θεωρούσα πάντα δεύτερη πατρίδα μου. Ήταν η μόνη λύση στο οικονομικό μου αδιέξοδο».

Πούλησε τον εξοπλισμό του και έφυγε. Τους πρώτους επτά μήνες έμενε με τον θείο του και έκανε περιστασιακές δουλειές. Δεν μπόρεσε να βρει απασχόληση ως γραφίστας. Έβαφε σπίτια, επισκεύαζε φράχτες και σκεπές και μετρούσε υπερωρίες ως ανειδίκευτος σε εργοτάξια. Εκεί γνώρισε και άλλους δύο Έλληνες που μόλις είχαν μεταναστεύσει από τη Θεσσαλονίκη. Πληρώνονταν με 21 δολάρια την ώρα και κάθε δύο με τρεις μήνες τα αφεντικά τους έδιναν αύξηση. Το τελευταίο διάστημα ο κ. Βασιλειάδης έχει ξεκινήσει μαζί με άλλον έναν Έλληνα δική του επιχείρηση που αναλαμβάνει ανακαινίσεις σπιτιών. Ζει μόνος και πληρώνει 1.130 δολάρια τον μήνα νοίκι – το ένα πέμπτο του μισθού του. Το ταξίδι στην Αυστραλία ήταν, όπως λέει, η καλύτερη απόφαση που πήρε. «Μπορεί να άφησα πίσω οικογένεια και φίλους, αλλά χαίρομαι που έφυγα. Αυτή η κίνηση μου έδωσε ώθηση για το μέλλον. Μετανιώνω που δεν το έκανα νωρίτερα».

Παρά την πίεση της οικονομικής κρίσης, ο ξενιτεμός -που ακόμα κι αν φαντάζει ως η μόνη λύση- δεν είναι για όλους ένα απλό βήμα. Ειδικά όταν οδηγεί σε έναν τόπο χωρίς γνώριμα πρόσωπα και φιλικούς δεσμούς. Ο κ. Βατράνης το ένιωσε με το που προσγειώθηκε. «Κατέβηκα από το αεροπλάνο, πήγα στο σπίτι που νοίκιασα και αυτό ήταν. Ήμουν εκεί, μόνος», λέει. «Μπορεί να είχα βοήθεια από μέλη της Ελληνικής Κοινότητας, αλλά έπρεπε να κυνηγήσω μόνος μου τις ευκαιρίες».

Η μοναξιά ήταν ένας από τους λόγους που αποθάρρυνε και μια απόφοιτο Ιατρικής από το ίδιο ταξίδι. Είχε τηλεφωνήσει στον Νίκο Σταματόπουλο, πρόεδρο του Συλλόγου Ελληνοαυστραλών Ναυπάκτου -ένα από τα πολλά τηλεφωνήματα που δέχονται τελευταία και άλλοι αντίστοιχοι σύλλογοι ανά την Ελλάδα- ζητώντας οδηγίες για το πώς μπορεί να μεταναστεύσει. Είχε σπουδάσει στα Ιωάννινα και μπροστά της έχει σχεδόν τρία χρόνια αναμονής για να ξεκινήσει ειδικότητα στη δερματολογία. Δούλευε με σύμβαση σε ένα ιδιωτικό ιατρείο μέχρι που έληξε η συμφωνία. Της είπαν ότι στην Αυστραλία ο μισθός του ειδικευόμενου είναι ανώτερος. Ήταν έτοιμη να ξεκινήσει τη διαδικασία για να συγκεντρώσει τα απαραίτητα έγγραφα, αλλά επέλεξε να μείνει στην Ελλάδα. Κανείς από την οικογένειά της δεν ήθελε να ακολουθήσει και η ίδια, όπως είπε, δεν μπορούσε να μεταβεί στον άγνωστο «Νέο Κόσμο» μόνη της.