Η πατρίδα-όνειρο για μια ολόκληρη ζωή


Φτάνουμε στο Frankston. Η γειτονιά εδώ έγινε πρόσφατα πλουσιότερη για μια οικογένεια Ελλήνων μεταναστών. Οι τρεις γενιές απογόνων των πολιτικών προσφύγων από το Ουζμπεκιστάν ήρθαν να δοκιμάσουν τις ευκαιρίες και την τύχη τους στο άλλο άκρο του πλανήτη, που τους ακούγεται εξίσου εξωτικό όσο ακούγεται και στους Αυστραλούς «η Κεντρική Ασία».

Ανυπόμονα να δουν ποια είναι αυτά τα καινούργια πρόσωπα που έρχονται στο σπίτι τους, τα δυο παιδάκια κάθονται στη βεράντα με την γιαγιά τους, χαιρετώντας μας εγκάρδια. Το «γεια σας» της παιδικής φωνής που ήμουν σίγουρη ότι το άκουσα λάθος μόλις φτάσαμε, αποδείχθηκε αληθινό Η Σοφία και η Αναστασία, μόλις δυο και έντεκα χρόνων, παιδιά της τέταρτης γενιάς πολιτικών προσφύγων στο Ουζμπεκιστάν, μιλούν ελληνικά. Μόλις μας γνώρισε καλύτερα, η Σοφία άρχισε να λέει ολόκληρα τραγούδια στα ρωσικά και τα ελληνικά. Η «ένοχη» για την εκμάθηση ελληνικής θα είναι μάλλον η γιαγιά τους, σκέφτομαι. Όταν το παιδί κάνει τα πρώτα βήματα, η γλώσσα μαθαίνεται μόνο και μόνο με αγάπη και υπομονή των μεγαλύτερων.

Αυτήν την αγάπη η Παναγιώτα Σωτηροπούλου την έδινε στα ελληνόπουλα της Τασκένδης για πάνω από 30 χρόνια, όσα δίδασκε τα ελληνικά στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν.

Γεννημένη στο Ουζμπεκιστάν, ως κόρη πολιτικών προσφύγων, η Παναγιώτα Σωτηροπούλου δεν είχε δει την Ελλάδα που ονειρευόταν να δει μέχρι τα 26 της χρόνια. Πάντα, όμως, ένιωθε την ανάγκη να ξέρουν όλα τα ελληνόπουλα του Ουζμπεκιστάν τη μητρική τους γλώσσα, τις ρίζες τους – όπως την ήξεραν αυτοί της δικιάς της, δεύτερης γενιάς.

Το 1949, μετά τον εμφύλιο πόλεμο, μεταξύ των 12.000 Ελλήνων που ήρθαν στο Ουζμπεκιστάν, βρίσκονταν και οι γονείς της Παναγιώτας.
«Ο Στάλιν είχε στείλει καράβια στην Αλβανία. Όσοι από αυτούς ήταν γεροί και άντεχαν το ταξίδι, πήγαιναν στην Σοβιετική Ένωση. Περνούσαν τα Δαρδανέλια, και μέσω Τουρκίας, Κριμαίας, Νοβοροσίσκ, και ύστερα μέσω Μπακού, έφταναν στη Κασπία Θάλασσα, περνούσαν από το Τουρκμενιστάν και το Καζαχστάν, και από εκεί με τα τρένα έφταναν στον προορισμό τους, τη Τασκένδη» θυμάται η Παναγιώτα τις ιστορίες που της λέγανε οι γονείς της.
Η καλή υποδοχή στο Ουζμπεκιστάν που είχαν ανάγκη οι πρόσφυγες, καθώς και το σοβιετικό σύστημα που τους παρείχε διαμονή, τροφή και εργασία, βοήθησαν στο δύσκολο νέο ξεκίνημα. Πάντα, όμως, ο σκοπός τους ήταν να επιστρέψουνε στην Ελλάδα. Έτσι, το 1982, με τα κύματα των πολιτικών προσφύγων που γυρνούσαν στην πατρίδα τους, μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και η αδελφή της Παναγιώτας.

 «Την Ελλάδα την υποτιμούσαμε πάντα. Για μας, ήταν ένα όνειρο. Δάσκαλοι, γονείς, όλοι για την Ελλάδα έλεγαν» θυμάται η Παναγιώτα.
Στα σχολεία τα ελληνόπουλα μάθαιναν τη γλώσσα τους κάθε μέρα, από την πρώτη έως τη δέκατη τάξη. Την ώρα που τα υπόλοιπα παιδιά διδάσκονταν τα ουζμπέκικα και αγγλικά, οι μισοί των μαθητές στη τάξη που ήταν ελληνόπουλα έκαναν ελληνικά. Το 1968, άνοιξε και το Τμήμα Νεοελληνικών στο Ινστιτούτο Ρωσικής Γλώσσας και Φιλολογίας, όπου προετοιμάζονταν νέοι δάσκαλοι για να εργαστούν στα ελληνικά σχολεία. Όσοι ήθελαν να γίνουν δάσκαλοι στα ελληνικά σχολεία, έπρεπε να φοιτήσουν πέντε αντί τέσσερα χρόνια στο πανεπιστήμιο – το πέμπτο έτος έκαναν μόνο ελληνικά.
 «Όταν γέρασαν οι πρώτοι μας δάσκαλοι, η μεγάλη μας παροικία χρειαζόταν νέα πρόσωπα, νέους δασκάλους. Μόλις τελείωσα το Ινστιτούτο, το 1979, έπιασα δουλειά στο ελληνικό σχολείο. Από το 1993, τα σχολεία δυστυχώς έκλεισαν, γιατί ο αριθμός των παιδιών μειώθηκε σημαντικά. Τότε, στην Ελληνική Λέσχη, στην Κοινότητα, δημιουργήσαμε το κυριακάτικο σχολείο» λέει η Παναγιώτα, προσθέτοντας ότι μέχρι τώρα μόλις τρεις αποσπασμένοι δάσκαλοι έχουν έρθει στη Τασκένδη από την Ελλάδα. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν «τοπικοί».

Όλα εκείνα τα χρόνια, όταν οι πολιτικοί πρόσφυγες δεν είχαν την επικοινωνία με την Ελλάδα, τα βιβλία τυπώνονταν συνήθως στα τυπογραφία της Πολωνίας και της Γερμανίας. Τα αναγνωστικά βιβλία, τα βιβλία Γραμματικής, Ιστορίας και Γεωγραφίας, για όλα τα ελληνόπουλα των πολιτικών προσφύγων της Σοβιετικής Ένωσης, ταξίδευαν στην Κεντρική Ασία από την Κεντρική Ευρώπη. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν τα βιβλία μπορούσαν να τα παραγγέλνουν από την Ελλάδα.
Σήμερα στο Ουζμπεκιστάν η ελληνική παροικία μετράει μόλις 2.000 άτομα. Όπως λέει η Παναγιώτα, αν και οι Ουζμπέκοι εκτιμούν απίστευτα τους «Γρέκους» ως εργατικούς και καλούς οικογενειάρχες, και δεν υπήρχε ούτε ίχνος ρατσισμού μεταξύ τους, το όνειρο όλων ήταν η Ελλάδα.
Με τη μεταπολίτευση, και ειδικά μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, οι περισσότεροι κάνανε τα χαρτιά τους να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι δοκίμασαν την τύχη τους στην Αμερική, στην Αυστραλία.

Τα χαρτιά που το 2002 η Παναγιώτα με την οικογένειά της έκανε για να επιστρέψουν στην Ελλάδα άργησαν να γίνουν. Με την κρίση και τα πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα, πριν από τρεις μήνες αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο της κόρης και του γαμπρού της για ένα καλύτερο αύριο στη Μελβούρνη.
Έτσι, η Παναγιώτα Σωτηροπούλου, κοντά στα εξήντα της, αντάλλαξε την ελληνική παροικία του Ουζμπεκιστάν με αυτήν της Αυστραλίας.
Διδάσκει τα ρωσικά στα δυο σχολεία της ρωσικής παροικίας στη Μελβούρνη, αν και θα προτιμούσε να συνεχίσει τη δουλειά στην οποία αφιέρωσε την ζωή της – ως δασκάλα ελληνικής γλώσσας. Εν τω μεταξύ, μέχρι να της δοθεί η ευκαιρία να δώσει τις γνώσεις της στα αυστραλοελληνόπουλα, μαθαίνει τα ελληνικά στη Σοφία και την Αναστασία.