ΟΙ κ. Χριστοφοράκος και Τσουκάτος ήταν δύο πολύ επιτυχημένοι και φιλόδοξοι «τεχνοκράτες», ο καθένας στον δικό του τομέα. Ο κ. Χριστοφοράκος ήταν επικεφαλής μεγάλης πολυεθνικής στην Ελλάδα και βασικός του στόχος ήταν να είναι πρώτος σε πωλήσεις και προμήθειες. Από αυτό εξαρτιόνταν τα μπόνους του και η εξέλιξή του στην εταιρεία.

Ως καλός μάνατζερ, λοιπόν, ο κ. Χριστοφοράκος έπαιζε με τους όρους των «ιθαγενών», της εγχωρίου αγοράς. Πρώτα απ’ όλα, διατηρούσε άριστες κοινωνικές σχέσεις, τις οποίες μάλιστα διαφήμιζε, με προβεβλημένους πολιτικούς, αλλά και «διαμορφωτές» της κοινής γνώμης. Όταν κρινόταν η τύχη μιας μεγάλης προμήθειας, είχε την απόλυτη άνεση να τηλεφωνήσει στους φίλους του για να επηρεάσουν την απόφαση. Κατόπιν, ακολουθούσε την πάγια πολιτική μεγάλων επιχειρηματιών που έχουν συμφέροντα με το κράτος: χρηματοδοτούσε τα κόμματα, ανάλογα με την προοπτική που είχαν να αναλάβουν την εξουσία. Και, τέλος, «λάδωνε» υπουργούς, στελέχη οργανισμών κ.λπ. για να βεβαιωθεί ότι θα συνεχίσει να είναι Νο1 σε πωλήσεις.

Υποθέτω, ότι αν ρωτούσατε τον κ. Χριστοφοράκο κατά πόσον είχε άλλη εναλλακτική λύση, θα σας απαντούσε πως όχι. Αν ο ίδιος δεν χρηματοδοτούσε τα κόμματα και δεν «λάδωνε» αυτούς που λάδωσε, το πιθανότερο είναι ότι κάποιος ανταγωνιστής του θα το έκανε και θα του έπαιρνε τις δουλειές και μαζί και τα μπόνους και τον χλιδάτο τρόπο ζωής στον οποίο είχε εθιστεί. Θα μου πείτε πώς μπορούσε να πάει στον εισαγγελέα και να καταγγείλει τους όρους του ελληνικού παιχνιδιού ή ακόμη και να διαμαρτυρηθεί προσωπικά στον εκάστοτε πρωθυπουργό. Ενδεχομένως, αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είχε ο ίδιος επαγγελματικό μέλλον έπειτα από μια τέτοια ενέργεια.

Όσο για τον κ. Τσουκάτο, ήταν ένας τεχνοκράτης στο ελληνικό σύστημα εξουσίας. Στο Μαξίμου, και στο κάθε Μαξίμου, υπάρχουν πάντοτε αυτοί που πίνουν χαμομήλι και συζητούν θέματα στρατηγικής και υψηλής πολιτικής. Και μετά υπάρχει το άλλο κομμάτι που μαζεύει χρήματα από επιχειρηματίες, «καθαρίζει» δύσκολα παιχνίδια και, γενικά, δεν κινείται πάντοτε στο φως της ημέρας… Ο κ. Τσουκάτος εκπροσωπούσε αυτή τη σκοτεινή πλευρά, χωρίς την οποία πολύ δύσκολα θα είχε εκλεγεί και, κατόπιν, επιβιώσει ο Κώστας Σημίτης. Και αυτός έπαιζε το παιχνίδι με τους όρους που είχαν συνηθίσει οι προκάτοχοι και ομόλογοί του. Μάζευε χρήματα από μεγάλους «παίκτες», έκανε τις απαραίτητες συναλλαγές και, γενικά, χειριζόταν όλες τις δύσκολες και «μαύρες» υποθέσεις. Δεν έχει κανείς αμφιβολία για το αν ήταν ικανός σε αυτό το πόστο. Άλλωστε, πολλοί πιστεύουν ότι ο κ. Σημίτης έχασε την επαφή του με την «πιάτσα» όταν έφυγε ο κ. Τσουκάτος, θύμα της προκλητικής του κοινωνικής ταύτισης με πρώτα ονόματα της τότε διαπλοκής.

Το ερώτημα δεν είναι αν οι κ.κ. Χριστοφοράκος και Τσουκάτος είναι ανήθικοι ή όχι. Στο μυαλό τους ήταν «νόμιμοι» και σχεδόν ηθικοί, γιατί υπηρετούσαν ένα συγκεκριμένο σύστημα σε μια συγκεκριμένη χώρα. Το αν στη διαδικασία αυτή έβαλαν και κάποια χρήματα στην άκρη για τον εαυτό τους είναι βεβαίως μια άλλη ιστορία.

Αυτοί οι δύο άνθρωποι μπορεί να είναι όμως εξαιρετικά χρήσιμοι σε μια κοινωνία που θέλει επιτέλους να τιμωρήσει, έστω και πολιτικά, αφού δεν γίνεται πλέον δικαστικά, τους διεφθαρμένους πολιτικούς της. Και αυτό θα γίνει ασφαλώς, μόνο εφόσον βασισθούν σε αδιάσειστα στοιχεία. Με βάση όμως τις εμπειρίες και τις αποκαλύψεις τους μπορεί να ξεκινήσει μια απολύτως πρακτική συζήτηση για το τι πρέπει να αλλάξει στο σύστημα χρηματοδότησης και τον έλεγχο δαπανών των κομμάτων και τον τρόπο που μοιράζονται οι προμήθειες του κράτους. Με άλλα λόγια, ή θα αλλάξουμε τους όρους του παιχνιδιού στην Ελλάδα ή απλά ο κάθε φιλόδοξος άνθρωπος που θα βρεθεί στην αντίστοιχη θέση με τους κ. Χριστοφοράκο και Τσουκάτο θα κάνει ακριβώς ό, τι έκαναν και αυτοί.