Από ένα παλιό κίτρινο γκαράζ επισκευής αυτοκινήτων, ακούγεται το τραγούδι. Μπήκα μέσα στην πόρτα-μινιατούρα, όπως εκείνη απ’ την οποία πέρασε η Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων. Στη χώρα των θαυμάτων βρέθηκα και εγώ. Μέσα, στο μικρό τεκέ, με τα ζάρια, το ναργιλέ και το μπουζούκι, είχαν μαζευτεί οι ρεμπέτες-μάγκες, σαν την χρονιά 1936, στα σοκάκια της Αθήνας.

Την ατμόσφαιρα αισθάνθηκε για πρώτη φορά σε μια παλιά φωτογραφία που είδε για πρώτη φορά και μαγεύτηκε πέντε χρόνια νωρίτερα, ο σκηνοθέτης Stephen Helper, σ’ ένα γκαράζ του Moreland, όπου τις τελευταίες μέρες γίνονται οι πρόβες της παράστασης «Καφέ Ρεμπέτικα».
Το πάθος με το οποίο ζει και νιώθει τα ρεμπέτικα ένας Έλληνας, αναμένεται να είναι καθοριστικό.

Όταν όμως το πάθος για μια εντελώς άγνωστη μουσική παράδοση και την ιστορία που την περικυκλώνει εκμαιεύει έναν ξένο, γεννιέται το ξεχειλισμένο από πάθος έργο τέχνης, όπως είναι το «Καφέ Ρεμπέτικα».

Όταν από τα σοκάκια της Αθήνας της δεκαετίας του 1920, όπου τραβήχτηκε η εν λόγω φωτογραφία, η γνωστή παλιά φωτογραφία των ρεμπέτηδων έφτασε στα χέρια του επιτυχημένου σκηνοθέτη, τότε προκλήθηκε χιονοστιβάδα ερωτήσεων.
Γιατί δεν έχω ακούσει ποτέ αυτή τη μουσική; Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι στην φωτογραφία;

Έτσι ξεκινάει η γνωριμία του σκηνοθέτη με τη μαγική αυτή μουσική, τη μουσική της χαράς και τηςθλίψης, του έρωτα και του πάθους, των προσφύγων και των εκτοπισμένων. Το γεγονός ότι δεν καταλάβαινε τα ελληνικά δεν στάθηκε εμπόδιο, καθώς μιλούσε η μουσική.
 «Υπάρχει κάτι το ειλικρινές, κάτι το στοχαστικό και, παράλληλα, κάτι το διασκεδαστικό σ’ αυτή τη μουσική. Η φωτογραφία των πρώτων ρεμπέτηδων της Αθήνας, που στα χέρια τους κρατούσαν τα όργανα, και όχι τα όπλα, με έκανε να γνωριστώ με τα ρεμπέτικα, και βήμα-βήμα να προχωρήσω στην έρευνά μου» λέει ο Stephen Helper.

Η ιστορικότητα που ανέπνεαν οι ρεμπέτες της φωτογραφίας, έγινε υπόβαθρο της παράστασης. Ο Stephen βούτηξε στην έρευνα για την Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών, συλλέγοντας όλα τα μέρη του παζλ που το 2009 συνέθεσαν μια θεατρική παράσταση.

 «Οι ρίζες των ρεμπέτικων τραγουδιών είναι τραγικές. Είχε ενδιαφέρον να ανεβεί στη σκηνή αυτός ο συνδυασμός απίστευτων ιστοριών, δράματος, προσωπικών και μη συγκρούσεων καθώς και ελληνικής μουσικής. Και όλα αυτά σε ένα χασισοποτείο, έναν τεκέ του Πειραιά» λέει ο σκηνοθέτης.
Το «Καφέ Ρεμπέτικα» είναι και αλληγορικό. Ναι μεν, αναφέρεται στο 1936, αλλά όσον αφορά το θέμα της μετανάστευσης και της προσφυγιάς γίνεται εξίσου επίκαιρο και σήμερα.

 «Ό,τι και να κάνουμε, στην ουσία πάντα προσπαθούμε να μιλήσουμε για τη δική μας κουλτούρα, για τη δική μας ιστορία, ακόμα και όταν φαίνεται ότι μιλάμε για κάποια άλλη. Έτσι το ‘Καφέ Ρεμπέτικα’ δεν είχε μόνο σκοπό να φέρει επί σκηνής τα ρεμπέτικα τραγούδια και την ιστορία που σέρνουν πίσω τους, αλλά και να αναδείξει μια επικαιρότητα, το σύνδεσμο της ιστορίας με τα σημερινά θέματα περί μετανάστευσης» λέει ο Stephen, Αμερικανοαυστραλός παντρεμένος με Ελληνοαυστραλή.

 «Η μουσική είναι η έκφραση του εκτοπισμού, η μουσική των ανθρώπων που έχασαν το σπίτι τους, τις εστίες τους. Το ίδιο ισχύει και σήμερα, με τους πρόσφυγες, τους ανθρώπους που δεν είναι επιθυμητοί πουθενά. Το ‘Καφέ Ρεμπέτικα’ είναι η ιστορία αυτών των ανθρώπων, η ιστορία τους με διέξοδο στη μουσική. Η μουσική βοηθάει να περάσει το μήνυμα για την ανθρωπότητα και το ανθρωπιστικό κόστος που έχουν τέτοιες κρίσεις» λέει ο Stephen.

Μόλις το πρόβλημα εξατομικεύεται προκαλεί περισσότερο ενδιαφέρον, γίνεται πιο πειστικό. Αυθεντικά τραγούδια και αληθινή ιστορία που βρίσκονται στο υπόβαθρο της παράστασης, ενισχύονται όταν τα ζουν οι ίδιοι οι ηθοποιοί. Ιδού και ο λόγος που οι περισσότεροι ηθοποιοί που παίζουν στη παράσταση, είναι ελληνικής καταγωγής (Χάρης Παυλίδης, Μιχάλης Κοτσοχείλης, Άλεξ Μπλιας, Σοφία Κάτου, όπως και το συγκρότημα «Rebetiki»).

«Θέλαμε οι ηθοποιοί να δώσουν αυθεντικότητα στη δουλειά που κάναμε. Κατ’ αρχάς, λόγω της γλώσσας. Από το οντισιόν έχουν περάσει και άλλοι, με τη διαφορά ότι για τους ηθοποιούς ελληνικής καταγωγής αυτή η παράσταση είχε προσωπική σημασία, μιας είναι και οι ίδιοι πρόγονοι κάποιου ή κάποιων που έχουν ζήσει τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το γεγονός αυτό τους έδωσε ένα περαιτέρω κίνητρο, ένα παραπάνω ‘δέσιμο’ με την παράσταση, αλλά και πιο πολύ πάθος», λέει ο Stephen.

Σήμερα, τα ρεμπέτικα γίνονται όλο και πιο διάσημα μεταξύ των Ελλήνων. Οι δυσκολίες τις οποίες περνάει η χώρα κάνουν τους ανθρώπους να ταυτίζονται ακόμα περισσότερο με αυτήν τη μουσική.

«Η μουσική είναι αναπόσπαστο μέρος των καταστάσεων απελπισίας. Δίνει δύναμη».
Το «Καφέ Ρεμπέτικα» μπορεί να περνάει δυσκολίες όσον αφορά τη χρηματοδότηση, αλλά η θέληση για τα ρεμπέτικα δεν παύει να υπάρχει, όπως λέει ο Stephen.
Μετά από ένα χρόνο απουσίας από την κοιτίδα της τη Μελβούρνη, η παράσταση θα ανεβεί στη σκηνή του Arts Centre, από τις 3 έως τις 13 Νοεμβρίου.