Για τρίτο χρόνο τώρα, η υπηρεσία Multicultural Arts Victoria, σε συνεργασία με το Arts Centre, παρουσιάζουν το Visible Sessions, το οποίο αναμένεται να συνεπάρει το κοινό της Μελβούρνης με τη συμμετοχή μυριάδας καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο.

Ο στόχος του Visible Sessions είναι να συγκεντρώσει τη μουσική των κοινοτήτων της Μελβούρνης σε μια μουσική «ανταλλαγή» που θα ενθουσιάσει τους λάτρεις του είδους και όχι μόνο.
Το πρόγραμμα θα ξεκινήσει στις 18 Νοεμβρίου και θα ολοκληρωθεί στις 16 Δεκεμβρίου (κάθε Παρασκευή 4.30-7.00 μ.μ.)

Στο πρόγραμμα (και, συγκεκριμένα, στις 2 Δεκεμβρίου) παρουσιάζονται και τα «Ρεμπέτικα της Πολυξένης». Η «Πολυξένη» είναι μια «μουσική συλλογή», η οποία συγκεντρώνει κάποιους από τους καλύτερους «ρεμπέτες» της Αυστραλίας.

Η ιστορία του ρεμπέτικου είναι αξιόλογη και αποτελεί, αναμφισβήτητα, αναπόσπαστο κομμάτι μιας γκρίζας και γεμάτης αλλαγές εποχής για τον ελληνισμό. Το 1923 βρήκε την Ελλάδα αντιμέτωπη με την εγκατάσταση εκατομμυρίων προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διαμορφωθούν διάφορες «παραγκουπόλεις» γύρω από την Αθήνα, τον Πειραιά και άλλες πόλεις. Οι μετανάστες αυτοί έφεραν τη δική τους μουσική και αυτό είχε μια πολύ έντονη επίδραση στην αστική μουσική της Ελλάδας. Το ρεμπέτικο ήταν πάντα η μουσική της φτωχολογιάς και συνδυάζει διαφορετικά στυλ μουσικής με στίχους που περιγράφουν τη χαρά, τη λύπη και τις δυσκολίες της καθημερινότητας.

Πολλοί χαρακτηρίζουν το ρεμπέτικο ως το «ελληνικό μπλουζ», καθώς όπως το μπλουζ, γεννήθηκε από μια συγκεκριμένη αστική κουλτούρα και αντανακλά τη δύσκολη πραγματικότητα του τρόπου ζωής μιας καταπιεσμένης υποκουλτούρας: τη φτώχια, την αποξένωση, το έγκλημα, το ποτό, τα ναρκωτικά, την πορνεία και τη βία, αλλά και την αγάπη, το πάθος, τα κοινωνικά δρώμενα, το θάνατο, την οικογένεια, τις δυσκολίες ενός μετανάστη, τον πόλεμο, τα απλά καθημερινά πράγματα, την σκληρή εργασία και τις μικρές στεναχώριες του απλού λαού.

Το ρεμπέτικο ήταν πάντα η μουσική της φτωχολογιάς και των απλών ανθρώπων. Τις δεκαετίες του ’20 και ’30 τα ρεμπέτικα παίζονταν σε διάφορους «τεκέδες» της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Σε αυτά τα…  λημέρια οι εργάτες, οι άνεργοι και οι «μάγκες» συναντιόνταν για να πιούν τον καφέ τους και να απολαύσουν τον αργιλέ τους.

Οι ρεμπέτες του μοντέρνου καιρού, όμως, παραμένουν πιστοί στο ραντεβού τους. Η Τζένη Θεολογίδη στα φωνητικά, ο Wayne Simmons στην κιθάρα, ο Αχιλλέας Μπουτρούμλης στο μπουζούκι και τα φωνητικά και ο Κων Καλαμαράς στο μπαγλαμά και τα φωνητικά, είναι μερικοί από τους μουσικούς που μας ταξιδεύουν πίσω στον καιρό του άργιλε και του μελωδικού ποιητικού πεσιμισμού.

Αλλά τι κάνει τους νέους ανθρώπους να επιστρέφουν στη στοιχειωμένη εποχή του ρεμπέτικου; Μίλησα με την Τζένη Θεολογίδη για να μάθω γιατί διάλεξε τα ρεμπέτικα για να εκφράσει τις μουσικές τις ανησυχίες.
Η Τζένη γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε στην Αυστραλία. Επηρεασμένη από ένα έντονο μουσικό περιβάλλον, καθώς ο πατέρας της έπαιζε κλαρινέτο και ήταν λάτρης της κλασσικής μουσικής, η Τζένη έδειξε από μικρή την κλίση της στη μουσική, παίζοντας σε συγκροτήματα ροκ, φανερά επηρεασμένη από συγκροτήματα όπως οι «Beatles» και οι «Rolling Stones».

«Άρχισα να ακούω ελληνική μουσική πριν 10 χρόνια, και ξεκίνησα να τραγουδάω ελαφρολαϊκά και έντεχνα, αλλά τον τελευταίο καιρό έχω αφοσιωθεί στα ρεμπέτικα. Είναι μια μουσική που λέει τα πράγματα όπως είναι, μιλάει για αλήθειες, γλυκόπικρες αλήθειες» είπε η Τζένη όταν την ρώτησα πώς διάλεξε αυτό το είδος μουσικής.
Μού εξομολογήθηκε ότι τα ρεμπέτικα είναι είδος μουσικής που κρύβει πολλαπλές προκλήσεις. «Όταν κάποιος ακούει τις παλιές ρεμπέτισσες να τραγουδούν, δεν αρκεί μόνο να μιμηθείς την μουσική τους έκφραση, αλλά θα πρέπει να γίνεις ένα με τον χαρακτήρα τους. Αλλιώς, δεν θα μπορέσεις ποτέ να αποδόσεις το τραγούδι με τον τρόπο που του αξίζει» είπε.

Όταν της είπα ότι πολλοί άνθρωποι έχουν υποστηρίξει ότι το ρεμπέτικο, είναι το δικό μας «μπλουζ», συμφώνησε ότι υπάρχει ένας αόρατος συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο, κάνοντάς το, την δική μας «επαναστατική» μουσική.
Πρόσθεσε ότι το ρεμπέτικο είναι μια ευκαιρία να βελτιώσει τις δυνατότητές της ως τραγουδίστρια σε ένα μουσικό στυλ τελείως διαφορετικό από τα συνηθισμένα.

Τα μέλη του ρεμπέτικου γκρουπ έχουν δουλέψει σκληρά, αλλά τους βοηθάει το γεγονός ότι υπάρχει μία φανερή…  χημεία μεταξύ τους, που τους κάνει να γίνονται ένα με την γκρίζα πραγματικότητα του παραδοσιακού ρεμπέτικου.
Το πρόγραμμα του Visible Sessions θα πραγματοποιηθεί στο Arts Centre, Curve Bar από τις 4.30–7 μ.μ. στις 18 Νοεμβρίου και θα ολοκληρωθεί στις 16 Δεκεμβρίου. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα http://www.multiculturalarts.com.au/