Το γλυκό παρελθόν και μέλλον μιας οικογένειας


Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα Βαλκάνια, ταξίδεψε το γλυκό που το λιγότερο τρία έθνη το λένε «δικό τους». Είναι τουρκικό όσο και ελληνικό, σερβικό όσο και βοσνιακό. Λουκούμι, ραχάτ λοκούμ, ακόμη και ρατλούκ… Τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν σήμερα για την ιστορία του παραδοσιακού μας γλυκού, λένε ότι κάπου στα τέλη του 18ου αιώνα, στα σοκάκια της Πόλης, το ιδιότυπο αυτό γλυκό το επινόησε ο ζαχαροπλάστης, Χατζή Μπεκίρ, όταν άκουσε τον σουλτάνο να φωνάζει και να ζητάει ένα μαλακό γλυκό, αφού έσπασε το δόντι του από τη σκληρή καραμέλα που έτρωγε.

 Χάρη στην επινόησή του, ο Χατζή Μπεκίρ κέρδισε αργότερα το αξίωμα του αρχιζαχαροπλάστη του Παλατιού, και το λουκούμι του –πολύ πιο αργότερα– έγινε το αγαπημένο γλύκισμα του Μέγα Ναπολέοντα, αλλά και του Άγγλου πρωθυπουργού, Winston Churchill. Λέγεται ότι και η μικρή «τελετή» του διάσημου Ισπανού ζωγράφου, Πάμπλο Πικάσο, ήταν να φάει ένα λουκούμι κάθε μέρα.

Όπως παλιά τα λουκούμια ταξίδευαν στους σάκους των εμπόρων από την Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια προς τον αγγλοσαξονικό κόσμο, έτσι και σήμερα, με τα σύγχρονα μεταναστευτικά κύματα, τις δεξιότητες στη παραγωγή λουκουμιού, οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες τα έφεραν ακόμα και στην μακρινή Αυστραλία.

Ο πρόσφατα αφιχθείς στην Αυστραλία (τώρα πια συμπάροικός μας), Παναγιώτης Παναγόπουλος άλλαξε τη ζωή του πριν από τέσσερις μήνες. Ψάχνοντας την διέξοδο από την όλο και πιο δύσκολη κατάσταση στην πατρίδα, ήρθε με την οικογένειά του στην Αυστραλία, αφήνοντας στην Καλαμάτα Μεσσηνίας ένα ολόκληρο, μικρό και δικό του, εργαστήριο όπου έφτιαχνε τα όνειρά του. Εργαστήριο λουκουμιού.

Η ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΛΟΥΚΟΥΜΙΩΝ «ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ»

Βιοτέχνης ζαχαρωτών προϊόντων και παραδοσιακών γλυκών εδώ και 11 χρόνια, ο Τάκης «έμπλεξε» εντελώς τυχαία με το επάγγελμα. Αν και στην οικογένειά του δεν υπήρχε παράδοση παρασκευής παραδοσιακών γλυκών, την οποία θα συνέχιζε, ο Τάκης έγινε διάδοχος του διάσημου Παύλου Σκορδιά, λουκουµοποιού από την Καλαμάτα, ο οποίος τού μετέδωσε τη γνώση παραγωγής παραδοσιακών γλυκών.

«Μην έχοντας διάδοχο, ο Παύλος Σκορδιάς, ο καλύτερος μάστορας στα γλυκά κουταλιού στην Καλαμάτα, ήθελε να μού μάθει τη δουλειά. Μού άρεσαν η ζαχαροπλαστική και η μαγειρική, αλλά δεν το είχα σκεφτεί ποτέ ως επάγγελμα, μέχρι που μου το πρότεινε ο Σκορδιάς» θυμάται ο Τάκης.

Αν και δύσκολη και κουραστική δουλειά, η παρασκευή παραδοσιακών γλυκών μάγεψε τον νεαρό. Η ποιότητα των προϊόντων του σύντομα έγινε γνωστή στη Μεσσηνία και άλλους κοντινούς νομούς. Μέσα σε δυο χρόνια, το μικρό εργαστήριο εδραιώθηκε και κέρδισε μεγάλο μερίδιο αγοράς.

«Γρήγορα ξεκινήσαμε συνεργασία με τα μεγάλα σουπερμάρκετ σ’ όλη την Ελλάδα. Στο διεθνή διαγωνισμό γευσιγνωσίας στο Λονδίνο, στο οποίο λάβαμε μέρος το 2004, το προϊόν μας βραβεύτηκε και πήρε το ασημένιο μετάλλιο. Τότε έγινε μεγάλη προβολή της επιχείρησης και το προϊόν εξαπλώθηκε παντού στην Ελλάδα, βάση της καλής ποιότητάς του» λέει ο Τάκης.

Η ποιότητά του ήταν τέτοια που κάποιες φορές η εξαγωγή λουκουμιού Παναγόπουλος άγγιζε τις ακτές της αμερικανικής ηπείρου.
Το τριαντάφυλλο, το λευκό λουκούμι με περγαμόντο, μουστολούκουμο, με ινδική καρύδα, είναι μόνο λίγες από τις σχεδόν 90 διαφορετικές γεύσεις λουκουμιού που παρήγαγε το μικρό εργαστήριο, μαζί με 12 είδη γλυκού κουταλιού.

ΜΠΟΛΙΚΗ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ ΛΟΥΚΟΥΜΟΠΟΙΩΝ

Όπως λέει ο Τάκης Παναγόπουλος, το μυστικό της επιτυχίας των προϊόντων του βρισκόταν στη διαδικασία παραγωγής τους. Πολύ τέχνη, καλές πρώτες ύλες, αλλά και η συνταγή, συνδεδεμένη με την μαστοριά και αγάπη, ήταν δύσκολα να αποτύχουν.

Εδώ και τέσσερις μήνες, όσους κλείνει στην Αυστραλία, ο Τάκης εργάζεται στη Delta Sales του ομογενή Τόνι Μπερή, τη μεγάλη εισαγωγική εταιρεία που ασχολείται και με την παρασκευή λουκουμιού. Μόνος του επισημάνει πόσο σημαντικό είναι που έχει μείνει στο αντικείμενό του, εκεί που αποδίδει καλύτερα.
Ο Τάκης, ως άνθρωπος των αλμάτων, δεν φοβόταν τις συνέπειες της απόφασης να έρθει στην Αυστραλία.

«Ήταν μια δύσκολη απόφαση, αλλά, προπάντων, σημασία έχει η οικογένεια. Επέλεξα να φύγω, επειδή έβλεπα την καλύτερη προοπτική για τα παιδιά μου στην Αυστραλία, όσον αφορά τις σπουδές και την επαγγελματική τους αποκατάσταση αργότερα» λέει ο Τάκης.

Στην εύκολη προσαρμογή της οικογένειας Παναγόπουλος, ρόλο έπαιξε η Ελληνική Κοινότητα, που αγκάλιασε τους καινούργιους μετανάστες μόλις ήρθαν στη Μελβούρνη.
«Είχαμε πολύ καλές εμπειρίες με την παροικία μας εδώ. Με βοήθησαν ώστε να μπορέσω να ξεκινήσω τη διαβίωσή μου εδώ. Το μεγάλο ευχαριστώ το χρωστώ στη Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και ιδιαιτέρως στον κ. Κώστα Μάρκο» λέει ο Τάκης.

Χαρούμενος που χιλιόμετρα μακριά από το εργαστήριό του στην Καλαμάτα, ασχολείται και πάλι με αυτό που αγαπάει, ο Τάκης Παναγόπουλος θυμίζει ότι το παραδοσιακό γλυκό μας, που ακόμη σερβίρεται στα παραδοσιακά καφενεία, με το ψημένο στη χόβολη καφέ, και με το οποίο στα ορθόδοξα μοναστήρια κερνούν τους επισκέπτες, δεν πρέπει να λείπει από κανένα ελληνικό σπίτι.

«Το λουκούμι είναι ένα πολύ αγνό προϊόν, φτιαγμένο με νερό, ζάχαρη και κορνφλάουρ, με μπόλικη αγάπη και τέχνη, και χωρίς συντηρητικά. Το λουκούμι είναι η παράδοσή μας, η ιστορία μας, και για μένα είναι επιπλέον και το μέλλον μου» καταλήγει ο καινούργιος συμπάροικός μας.
Μετά από 11 χρόνια σ’ αυτό το επάγγελμα, ο Τάκης ακόμα και σήμερα μπαίνει στον ίδιο πειρασμό – κάθε μέρα, λέει, τρώει πάνω από μισό κιλό λουκούμια.
Και ενώ «το αφεντικό» ξεκινάει μια καινούργια ζωή στην Αυστραλία, και τα άρθρα γράφονται για τα λουκούμια που παρήγαγε στο μικρό εργαστήριό του, στο ίδιο το εργαστήριο στην Καλαμάτα τα λουκούμια ακόμα κόβονται, με τις δυνάμεις του αδελφού του, ο οποίος συνέχισε τη δουλειά.
 Ίσως, κάποια στιγμή, τα λουκούμια Παναγόπουλος να φτάσουν και στις αυστραλιανές ακτές.

ΣΠΙΤΙΚΙ ΣΥΝΤΑΓΗ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΡΜΕΛΑΔΑ ΦΡΑΟΥΛΑΣ

1 κιλό καθαρισμένες φράουλες, κομμένες σε κύβους
1 κιλό ζάχαρη
Δεν βάζουμε καθόλου νερό.
Πασπαλίζετε τις φράουλες και τις ανακατεύετε με ζάχαρη, και αφήνετε το μείγμα όλο το βράδυ στο ψυγείο, ώστε οι φράουλες να βγάλουν το δικό τους νερό. Την άλλη μέρα, βάλτε το μείγμα στη κατσαρόλα, και έπειτα στη φωτιά. Μόλις πάρει τη πρώτη βράση και βγάλει την άφρη, τις ξαφρίζετε, και ανάλογα με το πόσο πυκνή θέλετε την μαρμελάδα, μετρήστε περίπου πέντε λεπτά από το βράσιμο και σβήστε τη φωτιά. Στην αρχή θα φανεί λίγο αραιή, αλλά ύστερα θα πήξει. Όταν θα κρυώσει καλά, φαίνεται πόσο πυκνή είναι. Όταν κρυώσει τη βάζουμε στο βάζο. Και να μην ξεχάσουμε, πριν σβήσετε φωτιά, στρίψτε μισό λεμονάκι μέσα, ώστε να μην ζαχαρώσει η μαρμελάδα.
Καλή όρεξη!