Διγλωσσία και γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού

Μπορεί να προκαλέσει διαταραχές στην ανάπτυξη του λόγου;

Πολλοί γονείς ανησυχούν μήπως η διγλωσσία προκαλεί κάποιου είδους αναπτυξιακού προβλήματος στο παιδί τους (π.χ. δυσκολίες στη γλωσσική και γνωστική ανάπτυξη). Παλιές έρευνες υποστήριζαν ότι η διγλωσσία έχει αρνητικές επιπτώσεις στη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού. Τώρα πιστεύεται ότι παιδιά μέσης νοημοσύνης μαθαίνουν μία δεύτερη γλώσσα σχετικά εύκολα. Όσο πιο νωρίς ξεκινήσει η δίγλωσση εκπαίδευση, τόσο πιο πιθανό είναι ότι το παιδί θα γίνει ένας ικανός δίγλωσσος, ώστε να μεταβαίνει από τη μία γλώσσα στην άλλη εύκολα και χωρίς προσπάθεια. Η διγλωσσία μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη γνωστική ευελιξία, και κατά συνέπεια θα μπορούσε να ενδυναμώσει τη νοημοσύνη.

Τα παιδιά που εκτίθενται σε δύο γλώσσες κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ζωής τους έχουν πάρα πολλές πιθανότητες να γίνουν δίγλωσσα, δηλαδή φυσικοί ομιλητές και των δύο γλωσσών, άρα και με τις δύο γλώσσες ως μητρικές. 

ΑΠΟ ΤΙ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ;

Σύμφωνα με μελέτες για την ανάπτυξη της δεύτερης γλώσσας σημαντικό ρόλο παίζει η ηλικία εκμάθησης. Όσο μικρότερο είναι το παιδί, τόσο πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά μαθαίνει τη δεύτερη γλώσσα.

Η ποσότητα έκθεσης στη δεύτερη γλώσσα συμβάλλει επίσης σημαντικά στο κατά πόσο ένα παιδί θα καταφέρει να μάθει μία δεύτερη γλώσσα εύκολα. Ένα παιδί που εκτίθεται σ’ αυτή σε καθημερινή βάση μέσα από την τηλεόραση και τη συναναστροφή με μεγαλύτερους συνομηλίκους παρουσιάζει ένα πολύ πιο αναπτυγμένο σύστημα επικοινωνίας από ένα παιδί που χρησιμοποιεί τη δεύτερη γλώσσα μόνο π.χ. στην παιδική χαρά.

Δεν είναι μόνο η ποσότητα έκθεσης αλλά και η ποιότητα έκθεσης του παιδιού. Ενώ ένα παιδί μπορεί να χρησιμοποιεί τη ελληνική γλώσσα σε καθημερινή βάση, αν η ποιότητα των ελληνικών είναι κακή (π.χ. ένας γονιός ή παππούς που μιλάει σπαστά ελληνικά) τότε το πιθανότερο είναι και η ποιότητα της ελληνικής γλώσσας που μιλά ένα παιδί να είναι κακή. 

Ένας άλλος παράγοντας είναι ο βαθμός της φωνητικής και δομικής ομοιότητας με τη μητρική γλώσσα. Για παράδειγμα, το παιδί που μαθαίνει Αγγλικά και Ελληνικά (φωνητικά και δομικά παρόμοιες γλώσσες) πιθανόν να του είναι πιο εύκολο συγκριτικά με το παιδί που μαθαίνει Κινέζικα και Ελληνικά (φωνητικά και δομικά διαφορετικές γλώσσες).

Η χρήση δύο γλωσσών είναι μια ικανότητα σαν όλες τις άλλες. Για να κατακτηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, τα παιδιά χρειάζονται πολλή εξάσκηση, την οποία θα παρέχουν οι γονείς. Η διγλωσσία δεν μπερδεύει το παιδί και σύμφωνα με αρκετές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, τα δίγλωσσα παιδιά αναπτύσσουν το λόγο τους όπως και τα παιδιά που μιλούν μία γλώσσα.

ΟΤΑΝ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ

ΜΑΘΑΙΝΕΙ ΔΥΟ ΓΛΩΣΣΕΣ

Όταν ένα παιδί μαθαίνει δύο γλώσσες συνήθως ακολουθεί τα στάδια τυπικής ανάπτυξης λόγου, παράγει τις πρώτες λέξεις σε ηλικία 1 έτους, παράγει φράσεις σε ηλικία 2 ετών κλπ. Δηλαδή δεν παρουσιάζει μεγάλη απόκλιση από την ανάπτυξη των παιδιών που μαθαίνουν μία γλώσσα.

Υπάρχει πιθανότητα να συγχέει τους γραμματικούς κανόνες ή να χρησιμοποιεί λέξεις κι από τις δύο γλώσσες σε μία πρόταση. Αυτά όμως αποτελούν φυσιολογικά χαρακτηριστικά του λόγου δίγλωσσων παιδιών.

Είναι επίσης σε θέση να μαθαίνει νέες λέξεις πιο εύκολα.

Αν το παιδί παρουσιάζει διαταραχή στο λόγο, στην επικοινωνία ή στην ομιλία του, αυτή θα εκδηλωθεί και στις δύο γλώσσες. Σε αυτή την περίπτωση καλό θα ήταν, να αποφεύγεται η εκμάθηση δύο γλωσσών και να γίνεται χρήση της μίας μόνο γλώσσας και συγκεκριμένα αυτής που οι γονείς χειρίζονται καλύτερα. Ωστόσο θα ήταν καλό να διευκρινιστεί ότι η διγλωσσία δεν προκαλεί δυσκολίες στους παραπάνω τομείς, αντιθέτως σε κατάλληλες συνθήκες μπορεί να ωφελήσει τη γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού.

Ωστόσο, στην περίπτωση που διαπιστώνεται στο παιδί διαταραχή λόγου ή γλωσσική καθυστέρηση, η διγλωσσία θα πρέπει να αποθαρρύνεται. Στην περίπτωση αυτή, στόχο θα πρέπει να αποτελεί η επαρκής κατάκτηση μίας γλώσσας αρχικά.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑΠΡΟΣΕΞΟΥΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ ΕΝΑ ΔΙΓΛΩΣΣΟ ΠΑΙΔΙ;

Οι γονείς θα πρέπει να αντιλαμβάνονται και τις δύο γλώσσες. Δηλαδή όταν ο ένας γονιός μιλάει στο παιδί, ο άλλος πρέπει να τον καταλαβαίνει.

Ο χειρισμός της δεύτερης γλώσσας πρέπει να γίνεται σε ικανοποιητικό βαθμό τουλάχιστον από έναν από τους δύο γονείς.

Μία συνομιλία θα πρέπει να ολοκληρώνεται στην ίδια γλώσσα στην οποία άρχισε. Αυτό σημαίνει ότι ο γονιός δε θα πρέπει να μεταπηδά από τη μία γλώσσα στην άλλη κατά τη διάρκεια της συνομιλίας.

Να υπάρχει σταθερότητα στην χρήση των δύο γλωσσών μέσα στο σπίτι. Για παράδειγμα αν οι γονείς χρησιμοποιούν μεταξύ τους τη μία γλώσσα, αυτή θα πρέπει να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν. 

Το ίδιο συμβαίνει και με συγκεκριμένες «ρουτίνες» όπως είναι η ώρα του φαγητού ή του μπάνιου, κατά τη διάρκεια των οποίων θα ήταν καλό να χρησιμοποιείται πάντα μία συγκεκριμένη γλώσσα. Επίσης αν ο μπαμπάς μιλάει στο παιδί ελληνικά και η μαμά του μιλάει στη μητρική της γλώσσα, αυτό πρέπει να σταθεροποιηθεί και να μην αλλάξει κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του παιδιού.

Οι γονείς πρέπει να αντιμετωπίζουν την εκμάθηση των δύο γλωσσών σαν μια φυσιολογική διαδικασία. Θα πρέπει λοιπόν να μην υπενθυμίζουν συνεχώς στο παιδί να χρησιμοποιεί την άλλη γλώσσα, να μην αναγκάζουν το παιδί να επιδεικνύει τις λέξεις που ξέρει μπροστά σε συγγενείς, φίλους ή γνωστούς.

Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία πειραματίζονται, κάνουν λάθη και μαθαίνουν από αυτά και είναι σαν «σφουγγαράκια» που απορροφούν πληροφορίες. Η χρήση δύο γλωσσών, μπορεί να τους φαίνεται μία πολύ φυσιολογική διαδικασία και ταυτόχρονα μία διασκεδαστική και ευχάριστη εμπειρία, όταν όμως η έναρξή της γίνεται σε πολύ πρώιμη ηλικία δηλαδή από τους πρώτους μήνες ζωής του παιδιού…