Το ζήτημα του Μακεδονικού έχει μια διάσταση πολιτική και μια διάσταση τεχνική. Πολιτική λύση χωρίς άριστη γνώση των θεσμών εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και μπορεί να διατηρήσει εστίες εν δυνάμει ανάφλεξης, ακόμη και όταν μια λύση καταστεί αμοιβαία αποδεκτή. Είναι για τον λόγο αυτό αναγκαίο να αποσαφηνιστούν ορισμένα κρίσιμα θεσμικά κεφάλαια του θέματος.

Πρώτον, το ισχύον Σύνταγμα των Σκοπίων δεν περιέχει σήμερα διατάξεις που άμεσα δηλώνουν επεκτατική πολιτική. Είναι αλήθεια ότι, στην αρχική εκδοχή του 1991, το Σύνταγμα περιείχε σειρά διατάξεων με περιεχόμενο ευθέως αλυτρωτικό. Εκτός από τη συνταγματική ονομασία και τη δυνατότητα αλλαγής συνόρων με εσωτερικές διαδικασίες, η πλέον παρεμβατική διάταξη ήταν εκείνη του Άρθρου 49 που προέβλεπε ότι το κράτος μεριμνούσε για το καθεστώς, τα δικαιώματα και την πολιτιστική ανάπτυξη των «Μακεδόνων» γειτονικών κρατών και προωθούσε τους δεσμούς μαζί τους.

Με δύο τροποποιήσεις του Συντάγματος, οι οποίες είναι σήμερα σε ισχύ, μετριάστηκε ουσιωδώς η επεκτατική γλώσσα. Συγκεκριμένα, με την πρώτη τροποποίηση προβλέφθηκε ότι το νεοσύστατο κράτος δεν έχει εδαφικές βλέψεις έναντι των γειτονικών του κρατών και ότι κάθε αλλαγή συνόρων θα όφειλε να σέβεται το διεθνές δίκαιο, ενώ με τη δεύτερη τροποποίηση διακηρύχθηκε ότι η οφειλόμενη μέριμνα για τους «Μακεδόνες» σε γειτονικά κράτη δεν επιτρέπει την εμπλοκή στα κυριαρχικά δικαιώματα ή στα εσωτερικά τους ζητήματα. Με τον τρόπο αυτό υποχώρησε ο θεσμικός αλυτρωτισμός, προοδευτικά όμως εντάθηκε ο πραγματικός αλυτρωτισμός που αφορούσε τα προγράμματα διδασκαλίας, τα σύμβολα και τα τοπωνύμια.

Δεύτερον, η ενδιάμεση συμφωνία του 1995 μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων, διεθνής συνθήκη κατά τη νομική της μορφή, απέκτησε πραγματική ισχύ μόνο από την ένταξή της στο σκοπιανό Σύνταγμα. Με τη συμφωνία αυτή, τα δύο μέρη δεσμεύονταν πως οι επίμαχες συνταγματικές διατάξεις δεν υπαινίσσονταν βάση εδαφικής διεκδίκησης ή επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις, διακήρυξαν τη μονιμότητα των ισχυόντων συνόρων και δήλωσαν ότι σέβονταν την αμοιβαία κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία τους. Η ενδιάμεση συμφωνία, κατά το περιεχόμενό της, έχει αυξημένη ισχύ μόνο λόγω της αναθεώρησης του σκοπιανού Συντάγματος. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι πολιτικά επικράτησε η απόφαση του Βουκουρεστίου του 2008 –με βάση την οποία τα Σκόπια δεν ήταν δυνατόν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ χωρίς προηγουμένως να έχουν λυθεί τα εκκρεμή ζητήματα με την Ελλάδα– και όχι η ενδιάμεση συμφωνία, που προέβλεπε ακριβώς το αντίθετο, μολονότι μάλιστα η Ελλάδα καταδικάστηκε στο Διεθνές Δικαστήριο επειδή εμπόδισε την ένταξη των Σκοπίων στους διεθνείς οργανισμούς.

Τρίτον, η υπογραφή διεθνούς συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών, η οποία θα κυρωθεί από τα εθνικά κοινοβούλια, είναι αναγκαία αλλά σε καμία περίπτωση επαρκής, εφόσον δεν διασφαλίζεται αποδεδειγμένα η αναθεώρηση του σκοπιανού Συντάγματος. Και αυτό, διότι μια διεθνής συνθήκη είναι τυπικά υποδεέστερη του συντάγματος, οπωσδήποτε εντός του κράτους. Η επιβίωση στο Σύνταγμα των Σκοπίων του ονόματος «Μακεδονία» και όλων των εθνικών όρων ως «μακεδονικών» θα καταργήσει στην πράξη το βασικό κεκτημένο της ελληνικής διπλωματίας, ότι δηλαδή η λύση θα πρέπει να ισχύει έναντι πάντων και, κατ’ εξοχήν, στο εσωτερικό των Σκοπίων.

Προσφυώς ο Πάσχος Μανδραβέλης διαπιστώνει στην «Καθημερινή» της 11ης Φεβρουαρίου 2018 ότι κανείς δεν διασφαλίζει ότι έπειτα από πέντε χρόνια τα Σκόπια δεν θα ξαναλλάξουν το σύνταγμά τους, αν και δύσκολα μπορεί να υπάρξει η απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία (80 από τους συνολικά 120 βουλευτές). Αυτό όμως που πρέπει να αξιολογηθεί περαιτέρω είναι ότι για να υπάρξουν σήμερα οι αναγκαίες για την αναθεώρηση ψήφοι βουλευτών, αυτό σημαίνει ότι η πλειοψηφία θα περιλαμβάνει αναγκαίως και σημαντικό μέρος από βουλευτές του πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη εθνικιστικού κόμματος VMRO. Αυτό θα συνιστά τη μεγαλύτερη ιστορική δέσμευση του διαχρονικά πιο αντιδραστικού, απέναντι σε οποιονδήποτε συμβιβασμό, πολιτικού κεφαλαίου των Σκοπίων. Εάν, αντιθέτως, η λύση υπερψηφιστεί με τη μορφή διεθνούς συνθήκης, χωρίς συνταγματική αναθεώρηση, μόνο από τον σημερινό συνασπισμό με τη μικρή πλειοψηφία 59 εδρών που διαθέτει στη Βουλή, είναι αυτονόητο ότι η συμφωνία θα τελεί αενάως υπό την πολιτικά διαλυτική αίρεση της οποιασδήποτε συγκυριακής εθνικιστικής πλειοψηφίας. Η, οπωσδήποτε ευκταία, συνολική λύση δεν μπορεί να αγνοεί τους θεσμούς και να στηρίζεται μόνο σε όρους αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

* Ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.