Στην 72η Σύνοδο για την Αυστραλιανή Τζαζ που έγινε στο Ballarat στα τέλη του 2017, ο Nick Polites ήταν στο επίκεντρο των εκδηλώσεων και o κεντρικός ερμηνευτής με διάφορα σύνολα. Η Σύνοδος για την Αυστραλιανή Τζαζ είναι η μεγαλύτερη εκδήλωση του είδους της στον κόσμο, καθώς γίνεται κάθε χρόνο στην Αυστραλία μεταξύ των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς από το 1946.

Το πρώτο συνέδριο του 1946 είχε γίνει στην αίθουσα Eureka στη Βόρεια Μελβούρνη: η αίθουσα ανήκε τότε στο τμήμα της Νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας, που είδε την Σύνοδο ως ευκαιρία να στρατολογήσει νέα μέλη. Αυτό αντανακλάται άλλωστε και στις πρώτες εκδρομές που έκανε το συγκρότημα του Graeme Bell στην ανατολική Ευρώπη και την Κίνα. Όπως και ο αείμνηστος Graeme Bell, έτσι και ο Nick είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους της τζαζ στην Αυστραλία που δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει μουσική κι ας έχει πατήσει τα 90 του χρόνια.

Τον Δεκέμβριο του 1946, ο νεαρός τότε Nick εμφανίστηκε σε εκείνη την πρώτη Σύνοδο με την μπάντα του Frank “Doc” Willis στην οποία συμμετείχε ο τρομπετίστας Manny Pappas. Από τότε ο Nick εμφανιζόταν σχεδόν κάθε χρόνο στη σύνοδο, με εξαίρεση τις περιόδους που ταξίδευε στο εξωτερικό. Πλέον, έχοντας πατήσει τα ενενήντα, η συμβολή του Nick Polites OAM στην αυστραλιανή τζαζ κουλτούρα είναι ανυπολόγιστη. Έμεινε αληθινά αφοσιωμένος σε όλη του τη ζωή στην πρωτότυπη κλασσική τζαζ και είναι με αυτή την έννοια ένας ζωντανός θησαυρός, ο εθνικός θεματοφύλακας της φλόγας της Νέας Ορλεάνης στην Αυστραλία.

O Nick Polites στη δεκαετία του ‘40 (αριστερά) και Ο Nick στο σπίτι του το 2017. Φώτο: Andrew Forsyth

Παιδί Ελλήνων μεταναστών, ο Nick γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1927. Η πρώτη του επαφή με τη μουσική έγινε σε ηλικία 11 ετών το 1938, όταν ένας παιδικός του φίλος -ο Denis Athins- του δάνεισε τις ηχογραφήσεις Hot Five και Hot Seven του Louis Armstrong. Ακούγοντας για πρώτη φορά τραγούδια όπως το “West End Blues” ήταν κάτι σαν επιφοίτηση, ήταν τα τραγούδια που τον έσπρωξαν στο ταξίδι της ζωής του στον κόσμο τζαζ. Αρχικά, οι γονείς του αντιστάθηκαν στο αίτημά του να αγοράσει ένα μουσικό όργανο, καθώς ανησυχούσαν ότι η μουσική θα τον αποσπούσε από τα μαθήματά του. Τελικά, μετά από τέσσερα χρόνια, πείστηκαν και το 1942 ο NIck κράτησε για πρώτη φορά στα χέρια του σε ένα μεταχειρισμένο άλτο σαξόφωνο.

Αν και μόλις που κατάφερνε να παίξει, ο Nick αμέσως άρχισε τις εμφανίσεις του με ερασιτεχνικά συγκροτήματα σε εκκλησιαστικούς χορούς. Ήταν ένα φυσικό ταλέντο με μουσικό αυτί που μάθαινε πολύ γρήγορα. Πριν ακόμα πιάσει στα χέρια του μουσικό όργανο, είχε απομνημονεύσει πολλές από τις μελωδίες που θα γίνονταν στη συνέχεια το αρχικό του ρεπερτόριο. Μέχρι τα 16 του, το 1943, ο Nick είχε μαζέψει ήδη αρκετά χρήματα από τις παραστάσεις του για να αγοράσει το πρώτο κλαρινέτο του. Μόλις το έπιασε στα χέρια του, δεν κοίταξε ποτέ πίσω. Όπως και οι πρώτοι Αφροαμερικανοί jazzmen, ο Nick ήταν αυτοδίδακτος και μέχρι σήμερα παίζει με το αυτί και δεν βασίζεται σε παρτιτούρα. Ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του ως “αργό-αναγνώστη” της λαϊκής μουσικής που έχει αποθηκευμένο στο κεφάλι του ένα τεράστιο ρεπερτόριο μελωδιών. Ο Nick είχε πολλούς τζαζ ήρωες, , όπως τον George Lewis, αλλά δεν μιμήθηκε ποτέ το στυλ του παιξίματος κανενός. Ανέπτυξε το δικό του στυλ που επηρεάστηκε κυρίως από κλασικό Κρεόλ του κλαρινέτου που θεωρεί αυθεντικό. Το Κρεόλ της Λουιζιάνα είναι ο διάδοχος της μικτής γαλλικής και αφρικανικής-αμερικανικής κληρονομιάς.

Όσο για τις ανησυχίες των γονιών του σχετικά με τις σπουδές του αποδείχτηκαν αβάσιμες καθώς ο Nick αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης με τέσσερα πτυχία στο εμπόριο, τις γλώσσες και τις τέχνες. Αργότερα δε στη ζωή του, πήρε και πτυχίο Κοινωνικού Λειτουργού. Στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, ο Nick έπαιξε με διάφορες ερασιτεχνικές πανεπιστημιακές και άλλες ημι-επαγγελματικές τζαζ μπάντες, μεταξύ των οποίων οι Vipers Vipers, και στη συνέχεια με τις μπάντες του Doc Willis και του Alan Bradley. Η μεγάλη αλλαγή ήρθε στα μέσα του 1951, όταν έπαιξε στην κορυφαία επαγγελματική τζαζ μπάντα της Μελβούρνης Fabulous Dixielanders του Frank Johnson. Στην Αυστραλία η μπάντα αυτή είναι δεύτερη στην κατάταξη μετά το συγκρότημα του Graeme Bell, στη δε Μελβούρνη οι Dixielanders ήταν η κορυφαία τζαζ μπάντα της εποχής (σ.σ. Το έτος πριν από την προσχώρησή του, την 1η Οκτωβρίου 1950, οι Dixielanders ήταν η μπάντα που έπαιξε μουσική στο γάμο των γονιών μου και έπαιξε και αρκετές ελληνικές τζαζ μουσικές!)

Το 1954 ο Louis Armstrong και το συγκρότημά του επισκέφθηκαν την Αυστραλία για πρώτη φορά και η μπάντα του Frank Johnson έπαιξε για να τους υποδεχτεί καθώς αποβιβάζονταν στο αεροδρόμιο Essendon της Μελβούρνης. Ο Armstrong και η ορχήστρα του προσκλήθηκαν στο πατρικό σπίτι του Nick για ένα καλωσόρισμα και εκείνο το βράδυ ο Louis κάλεσε τον Nick να παίξει με το παγκοσμίως γνωστό συγκρότημα All Stars στο σπίτι της οικογένειας Polites!

Ο Nick έπαιξε και ηχογράφησε με τους Dixielanders μέχρι τα τέλη του 1956. Το Σεπτέμβριο του 1955 η μπάντα είχε ένα τρομερό αυτοκινητιστικό ατύχημα επιστρέφοντας στη Μελβούρνη από μια συναυλία. Το μέλος τους συγκροτήματος “Wocka” Dyer σκοτώθηκε ενώ ο Nick νοσηλεύτηκε για δύο μήνες με κάταγμα στον αυχένα. Το συγκρότημα δεν ήταν ποτέ ίδιο μετά από εκείνο το ατύχημα. Μετά από ένα διάστημα, και όταν η μπάντα προσανατολίστηκε σε πιο εμπορικό υλικό, ο Nick αποχώρησε. Φεύγοντας από τους Dixielanders, συνεργάστηκε με τον Llew Hird, τον Άγγλο τραγουδιστή Peter Shiells και τον Γερμανό μετανάστη Mookie Herman στο συγκρότημα Double Bass. Η εμφάνισή τους στη Σύνοδο της Αυστραλιανής Τζαζ του 1957 έκανε πολύ μεγάλη αίσθηση. Με την αναχώρηση του Llew Hird τον Μάρτιο του 1958 ανέλαβε την αρχηγία του γκρουπ. Το συγκρότημα μετονομάστηκε σε “Melbourne New Orleans Jazz Band” και από τον Σεπτέμβρη του 1961 ως το 1963 έκανε μια μεγάλη περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και τη Γερμανία. Στη συνέχεια, μετά από μια πρώτη επίσκεψη στην Ελλάδα, ο Nick ξεκίνησε το πρώτο από τα πολλά του ταξίδια στη Νέα Ορλεάνη. Μόλις έφτασε, πήρε το δρόμο για το Conservation Hall στη γαλλική συνοικία και έπεσε σε έναν από τους ήρωες του, τον George Lewis που στέκονταν στην αυλή του ιστορικού χώρου. Είχαν συναντηθεί και στο Λονδίνο και ο George είπε στον Nick: “Παίζω απόψε, έλα κι εσύ μαζί μας”. Έτσι, ο Nick μπήκε για τρεις μήνες στους μόνιμους μουσικούς του Preservation Hall και έκανες σποραδικές εμφανίσεις στις επόμενες επισκέψεις του.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Nick αναπλήρωσε τον George Lewis όταν είχε υποχρεώσεις στο εξωτερικό. Όταν o George επέστρεψε, έπαιξαν μαζί με τον Nick ως ντουέτο κλαρινέτων. Το “Μεσογειακό παρουσιαστικό” του Nick έκανε πολλούς να νομίζουν ότι ήταν Κρεολός. Ο Nick αισθανόταν ότι βρισκόταν στους τζαζ ουρανούς! Έπαιζε με τα είδωλα του: George Lewis, Kid Howard, Jim Robinson, George Guesnon, “Slow Drag” Pavageau, Cie Frazier και Dolly Adams στο πιάνο. Στα χρόνια που ακολούθησαν o Nick έπαιξε με καλλιτέχνες οπως ο Dizzy Gillespie, ο Thelonious Monk, ο Art Blakey και έκανε παρέα με ζωντανούς μύθους όπως η Mahailia Jackson.

Η τελευταία εμφάνιση του Nick στο The Louisiana Shakers που έγινε στο The Clyde Hotel in Carlton την παραμονή των Χριστουγέννων το 2017. Φώτο: George Krupinski

Ο Νικ επέστρεψε στη Μελβούρνη εγκαίρως για τη Τζαζ Σύνοδο του 1963 στο Kew Civic Centre. Στις αρχές του 1964 και για μερικά χρόνια έγινε ο αρχηγός του δημοφιλούς συγκροτήματος Jazz Yarra Yarra και επέστρεψε ξανά στην μπάντα με τον jazzman του Σίδνεϊ Geoff Bull για την ευρωπαϊκή περιοδεία και τη δεύτερη επίσκεψή του στη Νέα Ορλεάνη, όπου εδραίωσε τη φήμη του με τους Αφροαμερικανούς μουσικούς σε ένα κοινό που συνέχισε να νομίζει ότι ήταν Κρεολός! Επιστρέφοντας στη Μελβούρνη στα τέλη του 1966, σχημάτισε τη δική του μπάντα με το ονομα New Orleans Stompers και έπαιξε μαζί της για πέντε χρόνια.

Ο Nick συνέχισε την καριέρα του συμμετέχοντας σε διάφορα συγκροτήματα μέχρι τη δημιουργία των Louisiana Shakers το 1994. Αυτή η μπάντα έδωσε το στίγμα στη τζαζ σκηνή της Μελβούρνης και έκανε εννέα φορές μεγάλη περιοδεία στην Αγγλία και την Ευρώπη. Η τελευταία συναυλία του Nick με το συγκρότημα ήταν την Παραμονή των Χριστουγέννων του 2017. Ο Nick απέδωσε μνεία στον αείμνηστο Ashley Keating, ο οποίος ήταν αρχηγός των Shakers και διοργάνωσε τις περιοδείες στο εξωτερικό. Άλλωστε οι Shakers έχουν αναγνωριστεί ως ένα από τα συγκροτήματα που κρατάνε αναμμένη την “αληθινή φλόγα” του αυθεντικού στυλ της τζαζ της Νέας Ορλεάνης.

Σε τέσσερις διαδοχικές συνόδους για την Αυστραλιανή Τζαζ από το 1957 έως το 1960 ο Nick ψηφίστηκε ως ο καλύτερος παίκτης κλαρινέτου στην Αυστραλία από συναδέλφους μουσικούς και εκπροσώπους της μουσικής βιομηχανίας. Ο Nick έχει γράψει και ηχογραφήσει πολλές τζαζ συνθέσεις, όπως τις μελωδίες Green Serenade, Nickin ‘Off και Helpin’ Hand Rag. Κάποιες από αυτές πήραν διακρίσεις στο διαγωνιστικό τμήμα για τις νέες συνθέσεις της Συνόδου για την Αυστραλιανή τζαζ. Έχει επίσης διατελέσει πρόεδρος της Επιτροπής ενώ είναι ιδρυτικό μέλος και μέλος της Επιτροπής του Jazz Club της Βικτώριας εδώ και πολλά χρόνια.

Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ο Nick ανέλαβε τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου στην οικογενειακή επιχείρηση ζαχαροπλαστικής μέχρι την πώλησή της το 1971. Ευτυχώς ο πεθερός του ήταν σε θέση να αναλαμβάνει τη διαχείριση όταν ο ίδιος έκανε περιοδείες στο εξωτερικό. Μετά την πώληση της οικογενειακής επιχείρησης, μετακινήθηκε στον τομέα των υπηρεσιών μεταναστών ως ο πρώτος Διευθυντής της Αυστραλιανής Ελληνικής Κοινωνικής Εταιρείας. Ήταν μέλος της επιτροπής Galbaly του 1979, της οποίας οι εργασίες και οι συστάσεις έβαλαν τα θεμέλια της δημόσιας πολιτικής για την Αυστραλιανή πολυπολιτισμικότητα. Το 1981 του απονεμήθηκε το OAM αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά του.

Ο Nick ποτέ δεν σταμάτησε τις ζωντανές εμφανίσεις. Ενώ δεν είναι πλέον μέλος κάποιας μπάντας από καιρό σε καιρό κάνει εμφανίσεις ως o παλαιότερος εκπρόσωπος της αυστραλιανής τζαζ σκηνής, όπως στη Σύνοδο για τη Τζαζ στο Ballarat τον περασμένο Δεκέμβριο. Στα 90 του, παίζει ακόμα καταπληκτικά με μια σπάνια γνησιότητα και φρεσκάδα. Αν σας δοθεί η ευκαιρία να ακούσετε και να δείτε αυτόν τον ζωντανό θρύλο της αυστραλιανής τζαζ κοινότητας μην την αφήσετε να πάει χαμένη.

Πρόσφατα ο Nick δώρισε γενναιόδωρα τριάντα άλμπουμ με αναμνηστικά, φωτογραφίες, ηχογραφήσεις και βίντεο στο Αυστραλιανό Μουσείο Τζαζ. Το μουσείο εξετάζει αυτό το πλούσιο υλικό, ώστε να να εξασφαλίσει αφενός τη σωστή διατήρηση του αρχείου, να προχωρήσει αφετέρου στην έκθεση του πλούσιου αυτού υλικού. Αν σας ενδιαφέρει να μάθετε περισσότερα επισκεφθείτε τη σελίδα www.ajm.org.au.