«Tο θέμα είναι τώρα τι λες / Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ / Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας // Το θέμα είναι τώρα τις λες» («Ο Στόχος»)

Τριπλό το σημερινό αφιέρωμα για: (α) για την Διεθνή Ημέρα Ποίησης (21 Μαρτίου), (β) τον μεγάλο μας ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη (τον οποίο τιμά φέτος Η Βουλή των Ελλήνων)* και (γ) την επέτειο της εθνικής παλιγγενεσίας (25 Μαρτίου 1821). Λόγω αυτής της συγκυρίας, θεωρήσαμε ότι ο ουσιαστικότερος τρόπος για να αποτίσουμε φόρο τιμής σ’ αυτές τις επετείους, είναι μέσω των βαρυσήμαντων όσο και διαχρονικών στίχων του τιμώμενου ποιητή. Σε μια εποχή που η πολλαπλώς καθημαγμένη Ελλάδα περικυκλώνεται (για μια ακόμα φορά) από απειλητικά μαύρα σύννεφα («Μα ποιος θα ‘ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;» αναρωτιέται ο ποιητής στο ποίημα «Η αγάπη είναι ο φόβος…»), ο ωμός ποιητικός λόγος του Αναγνωστάκη (κατ’ εξοχήν «ποιητή της ήττας» της Αριστεράς – τι ειρωνεία!) παραμένει όσο ποτέ άλλοτε καίριος, προφητικός και αφυπνιστικός για όλους. Πρωτίστως όμως για την ελληνική πολιτική ηγεσία (τον Ηγεμόνα και τον… προαλειφόμενο Ηγεμόνα). Κι επειδή ο πολυάσχολος και πολυπράγμων Ηγεμών μάλλον δεν διαβάζει ποίηση, (όχι μόνο λόγω έλλειψης χρόνου αλλά, κυρίως επειδή, όπως επισημαίνει ο Αναγνωστάκης «”Γιατί”, όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος / μου ο Τίτος, / “Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μά- / ζες / Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώ- / τα» // Έστω. / Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κρι- / θείς» [«Επίλογος»]), για να τον διευκολύνουμε, σταχυολογήσαμε εμείς κάποιους ζωτικούς στίχους, τους οποίους επείγει να μελετήσει πρώτα προσεκτικά, πριν αναρωτηθεί: «Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση / (Αυτή εδώ η ποίηση, λέω) / Στα υψηλά σου ιδανικά, στη συνείδηση του χρέους / Στο μεγάλο πέρασμα από τον καταναγκασμό / Στις συνθήκες της ελευθερίας; («Σε τι βοηθά λοιπόν…»). Δεν είναι μια πολυτέλεια που οφείλει στον εαυτό του, αλλά μια αναγκαιότητα. Δηλαδή να στοχαστεί, να προβληματιστεί, και (ψυχολογικά τουλάχιστον) να αντιδράσει ποικιλοτρόπως, ταυτιζόμενος ίσως με αυτούς. Οι παρακάτω στίχοι δεν είναι παρά ένα κάτοπτρο για να δει ο Ηγεμών τον εαυτό του και την κατάστασή του (ατομική κι εθνική) στις σωστές τους διαστάσεις. Ή, αν προτιμά την αντίθετη εκδοχή του ποιητή, «[…] η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, / Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσω- / πό μας.) («Εκεί…»). Αυτό μπορεί να είναι το σημαντικότερο μάθημα αυτογνωσίας που ίσως παρέλειψε να κάνει ποτέ στη ζωή του.

Καλή ανάγνωση και περισυλλογή!…*

Περί μοναξιάς της εξουσίας: «Κλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησμο- / νημένοι / -Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι; / […] Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθού- / με / Μες στις πολύβουες πολιτείες και στις έρημες θά- / λασσες…» («13.12.43»).

Περί πολέμου: «Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φαν- / φάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ’ τις ά- / ναρθρες κραυγές / […] Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλε- / μος! // Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα. / Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!» («Ο πόλεμος»).

Περί ναυαγισμένων ονείρων: «”Το καθετί τελειώνει μια μέρα,” “Τώρα είναι πια / πολύ αργά” // […] –Σωστά το καθετί τελειώνει είναι τόσο απλό και / φυσικό σαν το λες – / Μετρώντας ακόμη μια φορά ένα ένα τα ναυαγι- / σμένα μας όνειρα. / Πως ζήσαμε κι άλλο ένα βράδι την ίδια πάντα α- / ναμονή» («Εποχές 2, ΙΙ»).

Περί γκαντεμιάς: «Είπαν πως ό,τι αγγίζαμε ράγιζε. (Έπρεπε πια κι εμείς να το πιστέψουμε.) / Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκο- / πό στον ίδιο τόπο; / […] Κοιτάζαμε το πρόσωπό μας στον καθρέφτη και / μια άλλη συνηθίσαμε μορφή» (ό.π.).

Περί απαξίωσης: «(Και ποιος να μας προσέξει, ποιος / και να μας λογαριάσει / στη θέση που καθόμαστε;)» (ό.π., «V»).

Περί αλαζονείας: «Παίζουμε τη φυγή την ανεπίστρεπτη πίσω από / χάρτινες κουρελιασμένες πανοπλίες […] Δε μάθαμε, ήταν αλήθεια, καμία ποτέ μας προσευ- / χή, το μεγαλείο της ταπείνωσης» (ό.π., «VI»).

Περί αδιεξόδου: «Τα σύννεφα πέφτουν σωρός το ‘να πάνω στ’ άλλο / Μια στιγμή θα φωνάξεις “βοήθεια!” κι ύστερα / πάλι σιωπή / –”Πάντα είναι αργά για καθετί” – μάλιστα τώρα / Που νιώθεις πως κοιτάζεις πια με δυο γυαλένια / μάτια» (ό.π., «VIII»).

Περί παρακμής: «Λυπηθήκαμε, ίσως, που θα ‘φευγε μια μέρα από / κοντά μας / Τόσο μονήρης, άψογος, κύριος μέσα σε κάθε απο- / τυχία / Μ’ έναν ήχο αναπότρεπτο – ολέθριος επίλογος – / Ο τελευταίος, αναντίρρητα, μιας παρακμής» («Επιτύμβιον»).

Περί αναπότρεπτου τέλους: «Φεύγουμε κι ίσως γελαστήκαμε στο τέλος / Ίσως να μείνουμε στο τέλος πάλι μόνοι / Τώρα που πια δε θέλεις δρόμο να γυρίσεις» («Τώρα…»).

Περί μη παραδοχής της ήττας: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως / εγώ / Δεν παραδέχτηκα την ήττα. […] Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω» («Κι ήθελε ακόμη…»).

Περί παλιμπαιδισμού: «Στ’ αστεία παίζαμε! / […] Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολο- / ένα / Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας / δεχτεί; // Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα / χαρτιά μας / Κλέφτες! / Στα ψέματα παίζαμε!» («Στ’ αστεία παίζαμε…»).

Περί κλεφτών: «Ένας κλέφτης / Κι άλλος κλέφτης / “Πιάστε τους κλέφτες” / (Ποιους κυνηγούσαν και ποιοι;) // Στεκόμουν στη θέση μου ακίνητος / Ανάμεσα στο έξαλλο πλήθος / Στις φοβερές κραυγές / Κανείς δε μ’ ακούμπησε / Άναψα κι άλλο τσιγάρο // Ήταν για μένα μια ξένη ιστορία / Εγώ δε φοβόμουνα / Δεν είχα τίποτα πια να μου κλέψουν / Δε με φοβόταν κανείς / Δεν είχα τίποτα να κλέψω απ’ αυτούς» («Ένας κλέφτης…»).

Περί καθίζησης: «Εσύ μόνο το ξέρεις / Πώς χάνεσαι τώρα πώς βουλιάζεις / Μέσα στα ωραία χρόνια στ’ άσπρα πουκάμισα // […] Εσύ μόνο το ξέρεις πώς βουλιάζεις / […] Στα χειροκροτήματα όταν περνάς / Στους ευγενείς ψιθύρους που πληθαίνουν μπρος / σου. // («Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύαν την πτώ- / ση σου») // Ενέδρες από χειροκροτήματα σαν κούφιες ριπές» («Εσύ μόνο το ξέρεις…»).

Περί αυτογνωσίας: «Μα τώρα αυτός είναι απλός θεατής / Ανώνυμος ανθρωπάκος μέσα στο πλήθος / Με τα χέρια στο στήθος σαν έτοιμος νεκρός / Τώρα πια δε χειροκροτεί δε χειροκροτείται. // (Να ξέρεις πάντα το πότε και το πώς.)» («Τώρα είναι απλός θεατής…»).

Περί προδοσίας: «–Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις / Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια, / Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας / Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια / Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς / αφτιά / Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλά- / τε. /Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε; // Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις // Να μην τις παίρνει ο άνεμος» («Ποιητική»).

Περί παραμυθιών: «Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια // […] Τώρα, τα βράδια κάθομαι και του μιλώ / Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι / σκοτάδι, […] Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα / παιδιά» («Στο παιδί μου»).

Περί της δυστυχίας τού να είσαι Έλληνας: «Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις / καλύτερες μέρες / Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λέ- / νε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους / Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η / αλυσίδα / Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά / των παιδιών των παιδιών τους. / Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υ- / ψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών / –εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυ- / τος συναλλάσσεται– / Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύ- / σεως / –εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, / αυτοί μετανστεύουν– / Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, / έλεγε κι ο Ποιητής / Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, / τις ωραίες εκκλησιές // Η Ελλάς των Ελλήνων» (Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ»).

Περί λογοκρισίας: «Γράφω ποιήματα άνετα και αναπαυτικά για όλες / τις λογοκρισίες / Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σα- / πίλα ή καθάρματα ή πουλημένοι / Εκλέγω σε πάσα περίπτωση την αρμοδιότερη λέ- / ξη / Αυτή που λέμε “ποιητική”: στιλπνή, παρθενική, / ιδεατώς ωραία. // Γράφω ποιήματα που δεν στρέφονται κατά της / καθεστηκυίας τάξεως» («Απολογία νομοταγούς»).

Περί πολιτικής αγωγής: «Οι τσαγκαράδες να φτιάνουν όπως πάντα γερά πα- / πούτσια / Οι εκπαιδευτικοί να συμμορφώνονται με το ανα- / λυτικό πρόγραμμα του Υπουργείου / Οι τροχονόμοι να σημειώνουν με σχολαστικότη- / τα τις παραβάσεις / Οι εφοπλιστές να καθελκύουν διαρκώς νέα σκάφη / Οι καταστηματάρχες ν’ ανοίγουν και να κλείνουν / σύμφωνα με το εκάστοτε ωράριο / Οι εργάτες να συμβάλλουν ευσυνείδητα στην ά- / νοδο του επιπέδου παραγωγής / Οι αγρότες να συμβάλλουν ευσυνείδητα στην κά- / θοδο του επιπέδου καταναλώσεως / Οι φοιτητές να μιμούνται τους δασκάλους τους / και να μην πολιτικολογούν / Οι ποπδοσφαιριστές να μη δωροδοκούνται πέραν / ενός λογικού ορίου / Οι δικαστές να κρίνουν κατά συνείδησιν και εκ- / τάκτως μόνον, κατ’ επιταγήν / Ο τύπος να μη γράφει ό,τι πιθανόν να εμβάλλει εις / ανησυχίαν τους φορτοεκφορτωτάς / Οι ποιητές όπως πάντα να γράφουν ωραία ποιή- / ματα» («Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικής αγωγής»).

Περί δημιουργικής ασάφειας: «…Και βασικά, λείπουν οι προεκτάσεις // Αυτή η γοητευτική ασάφεια που υποβάλλει / Δεύτερα πλάνα και απρόσμενες προοπτικές / Που θέτει θέματα ερμηνείας, συζητήσεων, / Υποδηλώνει δομές και αποκαλύπτει ουσίες / Λείπει η παρθενικότητα στην έκφραση, το άλλο / Εν τέλει η πρισματικότης των πραγμάτων – λες / Κι έχετε στο χέρι ένα σφυρί και σαν τους γύφτους / Σφυροκοπάτε αδιάκοπα στο ίδιο αμόνι. // –Σαν τους γύφτους / σφυροκοπάμε / αδιάκοπα / στο ίδιο αμόνι» («Κριτική»).

(*Πρόκειται για έκθεση με τίτλο: «Το θέμα είναι τώρα τι λες. Η ζωή και το έργο του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη», που διοργανώνει το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία. Η έκθεση φιλοδοξεί να αναδείξει το αποτύπωμα της ζωής και του έργου του ποιητή. Δηλαδή την ποιητική και πολιτική ηθική του, σύμφωνα με τους διοργανωτές. Η έκθεση (12 Φεβρουαρίου έως τέλη Οκτωβρίου 2018) εντάσσεται στο πρόγραμμα της διοργάνωσης «Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου 2018» της UNESCO και η είσοδος είναι ελεύθερη στο κοινό. (Βασιλίσσης Σοφίας 11, είσοδος από οδό Σέκερη).

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής) και συγγραφέας.