Υπάρχει ένας αφορισμός που περιγράφει εξαιρετικά μια πλευρά της πραγματικότητας που όλοι αναγνωρίζουμε: “τα κακά αγγλικά είναι η γλώσσα του μέλλοντος”. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι αποδίδεται στον συγγραφέα κατασκοπικών μυθιστορημάτων John Le Carre και παρ’ ότι η προσπάθειά μου να το επιβεβαιώσω απέβη άκαρπη, μού αρέσει να σκέφτομαι ότι είναι αυτή η οξυδερκής πένα που έκανε αυτήν την διαυγή παρατήρηση για την κατάσταση του κόσμου και των κοινωνιών που δημιουργούμε.

Ανεξαρτήτως προέλευσης, η φράση επιβεβαιώνεται καθημερινά. Προσωπικά το διαπίστωσα όταν είχα μία σχεδόν ακατανόητη – και εντελώς ξεκαρδιστική – συνομιλία με έναν υπάλληλο τεχνικής υποστήριξης μιας ιατρικής συσκευής που χρησιμοποιώ. Στη μια άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, εγώ προσπαθώντας να ανασύρω τεχνικούς όρους και να τους εκφέρω με την ελληνική προφορά μου. Στην άλλη, ο τεχνικός, με ακόμα πιο φτωχό λεξιλόγιο και εξίσου έντονη (ινδική, ή εν πάση περιπτώσει νοτιοασιατική) προφορά. Κλείσαμε, ευχαριστημένοι ότι καταλάβαμε το 30% της συνομιλίας μας. Και τότε κατάλαβα ότι ο Le Carre – ή όποιος – δεν είχε δίκιο: τα σπασμένα αγγλικά δεν είναι η γλώσσα του μέλλοντος, είναι η γλώσσα του παρόντος, αυτή που μιλάμε εδώ στην καθημερινή μας ζωή, στις συναλλαγές μας, στην αγορά, στα εστιατόρια, τα καφέ. Είναι η γλώσσα του οδηγού του λεωφορείου, του υπάλληλου στο εκδοτήριο του μετρό, η γλώσσα που ακούς στα ανθοπωλεία, τα κομμωτήρια, το ταχυδρομείο. Τα σπασμένα αγγλικά είναι η γλώσσα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων – οι οποίες, όπως λένε, είναι η ραχοκοκαλιά αυτής της μεγάλης χώρας.

Δεν συμφωνούν όλοι με αυτήν την διαπίστωση. Κυρίως διαφωνούν όσοι βρίσκονται στην εξουσία. Παρά την εκδηλωμένη πρόθεσή τους να στηρίξουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η κυβέρνηση έχει μία απέχθεια στα κακά αγγλικά. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, ο Alan Tudge, ο Ομοσπονδιακός Υπουργός Ιθαγένειας, προέβη σε δηλώσεις όπου τονίζει την σημασία της καλής γνώσης αγγλικής γλώσσας ως προϋπόθεσης για την πολιτογράφηση. Επικαλούμενος έρευνα που λέει ότι οι μετανάστες που μιλούν καλά αγγλικά έχουν 3,7 φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να βρουν δουλειά, ενάμιση χρόνο μετά την άφιξή τους, σε σχέση με όσους μιλουν κακά αγγλικά, ο Υπουργός επανέλαβε τις θέσεις του πολιτικού του προϊσταμένου, του Υπερ-Υπουργού Εσωτερικών Υποθέσεων, Peter Dutton, για τον ρόλο της αγγλικής γλώσσας στην ενσωμάτωση και τα βήματα πολιτογράφησης. Ξαναζεσταίνοντας την πρόταση νόμου που δεν πέρασε από την Γερουσία, ο Υπουργός επέμεινε ότι μια μορφή της πρότασης θα τεθεί εκ νέου στο κοινοβούλιο.

ΕΜΜΟΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Αυτή η εμμονή με την Αγγλική γλώσσα έχει αρχίσει να εμφανίζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα στην αντιμεταναστευτική ρητορική των συντηρητικών πολιτικών και των Μέσων Ενημέρωσης, η οποία ρητορική δεν δείχνει σημεία κόπωσης, παρά τις αντιδράσεις, παρά τις αποδείξεις, παρά το γεγονός ότι μία στις τρεις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Αυστραλίας έχει μετανάστες ιδιοκτήτες. Η εμμονή της κυβέρνησης με την γλώσσα αποτελεί προσβολή απέναντι σε όλους αυτούς τους μετανάστες που έφτασαν κατά κύματα σ’ αυτήν την χώρα και κατάφεραν παρά το ότι αγνοούσαν την γλώσσα να εγκατασταθούν, να δουλέψουν, δημιουργήσουν οικογένειες, να δημιουργήσουν επιχειρήσεις, να πληρώσουν φόρους, να συμβάλλουν στην οικονομία και την κοινωνία – ουσιαστικά να κάνουν την Αυστραλία αυτό που είναι. Η αγγλική γλώσσα δεν έπαιξε και πολύ μεγάλο ρόλο σ’ αυτό.

Ο Υπουργός πάλι δεν συμφωνεί: “Η ποικιλομορφία μας έχει εμπλουτίσει ως έθνος, αλλά δεν είναι αυτό που μας κρατά ενωμένους”, τόνισε στην ομιλία του στο National Press Club πριν από λίγες μέρες, τονίζοντας για μία ακόμη φορά την σημασία της “εθνικής μας γλώσσας”. Στην ίδια ομιλία, όπως ήταν αναμενόμενο, ο Peter Dutton αναφέρθηκε και στα άλλα αγαπημένα του θέματα, κυρίως αυτό της ασφάλειας και της αντιμετώπισης της απειλής της τρομοκρατίας, που είναι προτεραιότητα για το υπουργείο του, θυμίζοντας τις περιπτώσεις 220 Αυστραλών που ταξίδεψαν στην Μέση Ανατολή για να πολεμήσουν στο πλευρό των τρομοκρατών. Πρόκειται ασφαλώς για ανθρώπους που έμαθαν αγγλικά στα σχολεία της Αυστραλίας, αποδεικνύοντας ότι η γνώση της Αγγλικής δεν συνιστά απόδειξη πατριωτισμού. Για την ακρίβεια, αν υπάρχουν πράγματι τρομοκράτες στην Αυστραλία, η πρώτη τους προτεραιότητα θα είναι μάλλον να μάθουν τέλεια αγγλικά. Αν βέβαια, δεν θέλουν να συγκεντρώνουν υποψίες, θα πρέπει να μάθουν μέτρια αγγλικά, γιατί, όπως έχουν τονίσει οι επικριτές της κυβέρνησης, ο μέσος Αυστραλός δεν είναι σε θέση να περάσει με επιτυχία τις εξετάσεις γλωσσομάθειας που θέλει το Υπουργείο να επιβάλλει στους μετανάστες, στο πλαίσιο της διαδικασίς πολιτογράφησης.

Γιατί τότε η Αγγλική γλώσσα αντιμετωπίζεται σαν κάτι περισσότερο από αυτό που είναι – μία απλή γλώσσα σαν όλες τις άλλες, ένα εργαλείο επικοινωνίας – και θεωρείται σαν ισοδύναμο συστήματος αξιών; Οι γλώσσες δεν είναι αξιακά συστήματα. Η ιδέα ότι μία γλώσσα περικλείει από μόνη της αξίες, αποτελεί εθνιστική ανοησία.

ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ ΑΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΘΕΙ Η ΒΙΖΑ;

Aπό αυτήν την άποψη, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό το γεγονός ότι ο Υπουργός Πολιτογράφησης συνδέει την γλώσσα με την “ενσωμάτωση” – άλλη θολή έννοια κι αυτή – και την κατάσταση του Αυστραλιανού μοντέλου πολυπολιτισμικότητας, το οποίο λέει ότι δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο.

Σ’ αυτό έχει δίκιο – η πολυπολιτισμικότητα απειλείται. Κυρίως γιατί την αμφισβητούν στην πράξη οι άνθρωποι που θα πρέπει να την φροντίσουν, σε συνεργασία με έξαλλη μερίδα των ΜΜΕ. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, πάλι ο Υπουργός Εσωτερικών Υποθέσεων αναφέρθηκε στην ανάγκη να χορηγηθεί ανθρωπιστική βίζα στους “Λευκούς κτηματίες της Νότιας Αφρικής” που υποτίθεται ότι απειλείται η ζωή και η περιουσία τους. Ο Υπουργός βασίστηκε σε κάποια δημοσιεύματα της Daily Telegraph, αγνοώντας την πραγματικότητα – και τις σχετικές εκθέσεις του ΟΗΕ, για να μην μιλήσουμε για τους όρους της συμφωνίας για την κατάργηση του απαρτχάιντ που προέβλεπε την παραχώρηση γαιών στον μαύρο πληθυσμό της χώρας. Ο Υπουργός θα ήθελε οι μετανάστες που έρχονται στην Αυστραλία να είναι λευκοί και πλούσιοι.

Αυτό φαίνεται και από την άλλη – και πιο επικίνδυνη – πολιτική που προωθεί το Υπουργείο: την ιδιωτικοποίηση του ηλεκτρονικού συστήματος χορήγησης άδειας παραμονής. “Αναζητούμε συνεργάτες που θα σχεδιάσουν, θα εφαρμόσουν και θα διεκπεραιώσουν την χορήγηση βίζας,” φέρεται να δήλωσε πρόσφατα ο γραμματέας του Υπουργείου Μετανάστευσης, Andrew Kefford, σε μία ενημέρωση προς ιδιωτικές εταιρίες. “Ενδιαφερόμαστε να εξερευνήσουμε εμπορικές δυνατότητες για υπηρεσίες που θα προσελκύσουν ανθρώπους στην Αυστραλία”. Αν προχωρήσει το σχέδιο του υπουργείου, θα σημαίνει ότι μία ιδιωτική εταιρία – δηλαδή μία εταιρία με βασικό στόχο την κερδοφορία – θα κληθεί να αναλάβει την διαδικασία χορήγησης βίζας. Αυτό θα μετατρέψει το δικαίωμα να ζει κανείς και να εργάζεται στην Αυστραλία, σε προϊόν αγοραπωλησίας.

Όπως ξέρει πολύ καλά όποιος έχει περάσει από τις ατραπούς της γραφειοκρατίας του Υπουργείου Μετανάστευσης, η αίτηση για βίζα είναι μία μακροχρόνια, εξοντωτική και ακριβή διαδικασία. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δανειστεί χρήματα, προκειμένου να καλύψουν το υπέρογκο κόστος, το οποίο μεγαλώνει με τα χρόνια. Η βίζα είναι μία πηγή εσόδων για την Αυστραλία κι αν αυτά τα έσοδα αρχίσουν να πηγαίνουν σε οποιαδήποτε επιχείρηση επιλεγεί να αναλάβει την διαδικασία, ποιος εγγυάται ότι θα διατηρηθεί ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας της; Αν, όπως φημολογείται, θεσπιστεί ένα είδος ‘premium visa’ που θα χορηγείται γρήγορα με υψηλότερη τιμή, ποιος εγγυάται ότι η βίζα δεν θα πωλείται πλέον στον πλειοδότη;