Φανταστείτε χίλιοι άνθρωποι σε μια πόλη, όλοι μέλη της ελληνικής κοινότητας, να συλλαμβάνονταν από την Ομοσπονδιακή Αστυνομία με την κατηγορία της συνωμοσίας. Πιστεύετε ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί; Και όμως. Η 1η Απριλίου 1978 είναι ίσως η χειρότερη ημέρα για τους Ελληνοαυστραλούς, καθώς είναι η μέρα που έγινε η μεγαλύτερη αστυνομική επιδρομή στην ιστορία της χώρας.

Ήταν ακριβώς πριν από 40 χρόνια, την Πρωταπριλιά, όταν τα ξημερώματα η Κοινοπολιτειακή Αστυνομία έκανε επιδρομή στο Σίδνεϊ στα σπίτια πάνω από 180 μεταναστών ελληνικής καταγωγής και έξι γιατρών. Χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς συμβαίνει, οι Έλληνες μετανάστες σύρθηκαν έξω από τα σπίτια τους μπροστά στα εμβρόντητα μάτια των οικογενειών τους και άκουσαν να τους απαγγέλλεται η κατηγορία της συνωμοσίας για σκόπιμη εξαπάτηση του Υπουργείου Κοινωνικής Ασφάλισης. Τις επόμενες μέρες περίπου χίλιοι άνθρωποι, όλοι γεννημένοι στην Ελλάδα, βρέθηκαν να κατηγορούνται για μαζική συνωμοσία.

Οι περισσότεροι κατηγορήθηκαν ότι λάμβαναν παράνομα σύνταξη λόγω σωματικής αναπηρίας ή ψυχολογικού προβλήματος και επιδόματα ασθενείας. Οι κατηγορίες εναντίον τους αφορούσαν άμεσα και με κάποιους γιατρούς που εμπλέκονταν σε αυτό το μαζικό σκάνδαλο παράνομης είσπραξης σύνταξης από το Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλειας. Εκατοντάδες Έλληνες πέρασαν από ανάκριση της Αστυνομίας εκείνον τον Απρίλιο, ενώ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σταμάτησε η καταβολή συντάξεων και τα επιδομάτων ασθενείας. Το Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης είχε την πεποίθηση ότι οι Έλληνες συνταξιούχοι εξαπατούσαν το σύστημα καθώς έπαιρναν ψεύτικα πιστοποιητικά υγείας μέσω ενός οργανισμού που λεγόταν «Κόλπο», είχε σχέσεις με την ιταλική «μαφία» και σύμφωνα με την αστυνομία το 99% των υποθέσεων διέθετε ψεύτικα πιστοποιητικά.

Για τους περισσότερους από εμάς μπορεί να μη μοιάζει και τόσο σημαντικό που η κυβέρνηση πήρε ένα τέτοιο μέτρο πριν από τόσα χρόνια. Σκεφτείτε, όμως, πώς θα αντιδρούσατε αν ακούγατε στις σημερινές ειδήσεις κάτι αντίστοιχο για ανθρώπους από τη Μέση Ανατολή ή την Ασία. Ή αν μαθαίνατε ότι έγινε επιδρομή στα σπίτια τους και παραπέμφθηκαν σε ανάκριση με την κατηγορία της συνωμοσίας. Τι θα σκεφτόσασταν; Οπωσδήποτε, θα σας ξάφνιαζε η είδηση, αλλά στη συνέχεια αν τα μέσα ενημέρωσης, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί μετέδιδαν διαρκώς για την ενοχή τους, θα συμμετείχατε μάλλον με φανατισμό στην ομαδική απαίτηση οι άνθρωποι αυτοί να βρεθούν πίσω από τα κάγκελα ή να απελαθούν στις χώρες τους χωρίς να χρειάζεστε να δείτε αποδείξεις.

Αυτό ακριβώς συνέβη και το 1978 όταν στελέχη σκανδαλοθηρικής εφημερίδας του Σίδνεϊ εντελώς τυχαία συνόδευαν την Ομοσπονδιακή Αστυνομία στις επιδρομές αυτές και παρουσίασαν στη συνέχεια στο ρεπορτάζ τους τον θρίαμβο της αστυνομίας για λογαριασμό της ομοσπονδιακής νομοθεσίας Τα μέσα ενημέρωσης διαλαλούσαν το ότι οι Έλληνες είχαν φτιάξει ένα σύστημα με το οποίο έκλεβαν από το σύστημα εκατομμύρια δολάρια και ότι πολλοί από αυτούς ζούσαν στην Ελλάδα σαν βασιλιάδες. Ξαφνικά κάθε άνθρωπος ελληνικής καταγωγής αντιμετωπιζόταν ως κλέφτης και τεμπέλης και αυτοί οι χαρακτηρισμοί άρχισαν να ακολουθούν γενικά τους μετανάστες και συνόδευσαν και την επόμενη γενιά Λιβανέζων και Βιετναμέζων μεταναστών από τη στιγμή που έφτασαν στην Αυστραλία.

Η υπόθεση αυτή έγινε και θεατρικό έργο από τον Γιάννη Βασιλακάκο

Άνθρωπος που συμμετείχε τότε στην έρευνα, είπε ότι «απογοητεύτηκα πολύ από τον αριθμό των Ελλήνων μέσα στην κοινότητα που πίστεψαν την προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης και πολύ γρήγορα έσπευσαν χωρίς αποδείξεις να θεωρήσουν απατεώνες όσους συνελήφθησαν ή έπαιρναν σύνταξη». Υπήρξαν, δε, περιστατικά που Έλληνες διερμηνείς που χρησιμοποιήθηκαν από την αστυνομία, κορόιδευαν τους υπό ανάκριση ανθρώπους. Οι υπό κράτηση Έλληνες υποχρεώθηκαν, επίσης, να κρατούν μια πινακίδα με τη λέξη «Ελλάδα» καθώς φωτογραφίζονταν και περνούσαν από εξονυχιστικό έλεγχο. Οι συνταξιούχοι έπρεπε να θυμηθούν ακριβώς πότε και για ποιο λόγο έκαναν αναλήψεις ή γιατί έκαναν καταθέσεις ασήμαντων ποσών, τους ρωτούσαν για παράδειγμα για ποιο λόγο είχαν καταθέσει $20.00 πριν κάποια χρόνια. Εσείς θα μπορούσατε να ανακαλέσετε για ποιο λόγο κάνατε ανάληψη ενός ασήμαντου ποσού από το λογαριασμό σας πριν χρόνια; Προφανώς, όχι. Τέτοιες γελοίες ερωτήσεις γίνονταν επίμονα, μαζί με την ερώτηση «γιατί δεν μιλούσαν αγγλικά μετά από τόσα χρόνια στην Αυστραλία». Όλοι γνωρίζουμε πολλούς Ελληνοαυστραλούς, είτε φίλους είτε συγγενείς, που μπορεί να είναι εδώ πενήντα χρόνια αλλά ακόμα δεν μιλούν αγγλικά και αυτό δεν τους κάνει λιγότερο τίμιους ή λιγότερο έμπιστους. Σε αρκετές περιπτώσεις μου ζητήθηκε να ελεγχθούν οι παλάμες των χεριών των ανθρώπων που ανακρίνονταν και να δώσω τη γνώμη μου για το αν είχαν εμπειρία σε χειρωνακτική εργασία.
Κάποιοι από τους συνταξιούχους εκείνους που στοχοποιήθηκαν υπέφεραν βαθιά. Ξέρω περιπτώσεις όπου έγιναν μέχρι και απόπειρες αυτοκτονίας, μία δυστυχώς είχε κακή κατάληξη, ενώ άλλοι χρειάστηκε να δανειστούν χρήματα από συγγενείς και φίλους καθώς η σύνταξή τους διακόπηκε για πολλούς μήνες, ενώ σε άλλους για χρόνια. Η ακροαματική διαδικασία που αφορούσε την υπόθεση ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια στον αγγλόφωνο κόσμο και, τελικά, μετά από οκτώ χρόνια όλες οι κατηγορίες αποσύρθηκαν. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο επικεφαλής της αστυνομικής ομάδας που διεξήγαγε την έρευνα προσπάθησε να αποκρύψει το ότι ένας από τους συλληφθέντες ήταν πληρωμένος πληροφοριοδότης του και ήταν αυτός που είχε ενημερώσει σχετικά με τον οργανισμό «Κόλπο».

Υπήρξε ωστόσο και κάτι θετικό από αυτή την ιστορία καθώς όσοι κατηγορούμενοι πέρασαν από την εξονυχιστική έρευνα της αστυνομίας και του Υπουργείου είδαν τελικά τη σύνταξή τους να αυξάνεται καθώς αποδείχτηκε ότι δεν είχε υπολογιστεί σωστά.

Όλα αυτά τα γεγονότα έγιναν το υλικό ενός θεατρικού έργου αλλά και ενός ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Witchhunt» είναι ωστόσο πολύ σημαντικό τέτοια περιστατικά να μην ξεχνιούνται, να μας υπενθυμίζουν να επαγρυπνούμε ενάντια σε εθνικιστικές, φυλετικές ή θρησκευτικές ομάδες που κατηγορούνται από κυβερνητικές αρχές για κάποια συνωμοσία εναντίον του κράτους. Αυτή είναι μια ιστορία που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία ως μέρος της ιστορίας των μεταναστών της Αυστραλίας.