ΕΠΕΙΔΗ το σπίτι μου απέχει λιγότερο από 300 μέτρα από τη λίμνη του Albert Park, θέλω δεν θέλω, για ένα τετραήμερο, ζω τον «πυρετό» του Gran Prix.

ΤΗΝ περασμένη Κυριακή, λοιπόν, αφού έζησα στο γραφείο της εφημερίδας και τον «πυρετό» της εθνικής μας επετείου, επέστρεψα στο σπίτι την ώρα που είχε αρχίσει ο αγώνας της Formula 1.

ΠΕΡΙΤΤΟ να σας πως για να φτάσω -και, μάλιστα, με τη μοτοσυκλέτα- ταλαιπωρήθηκα για άλλη μια φορά, λόγω του ότι οι περισσότεροι δρόμοι γύρω από την πίστα ήταν κλεισμένοι.

ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ στο σπίτι και ενώ ετοίμαζα κάτι να φάω, άνοιξα και την τηλεόραση να χαζέψω λίγο τον αγώνα που γινόταν δίπλα μου.

Ο «ζωντανός» όμως θόρυβος της Formula ήταν τόσο έντονος, που για να ακούσω τι έλεγαν οι σχολιαστές για τον αγώνα, έπρεπε να ανοίξω τέρμα την ένταση της τηλεόρασης, οπότε και την έκλεισα εντελώς.

ΟΤΑΝ τελείωσα το φαγητό, επέστρεψα στη… βάση μου -τον καναπέ εννοώ- πήρα ένα περιοδικό με τα τελευταία μοντέλα των μοτοσυκλετών και άρχισα να ξαναδιαβάζω την κριτική για το μοντέλο της Yamaha που αποφάσισα να αγοράσω όταν θα πάω στην πατρίδα.

ΚΑΙ επειδή το ένα φέρνει το άλλο, στη συνέχεια άρχισα να διαβάζω και τις κριτικές παρόμοιων μοντέλων που μου άρεσαν για να διαπιστώσω ότι έχω κάνει σωστή επιλογή και να συγχαρώ (πάλι…) τον εαυτό μου.

ΟΤΑΝ σταμάτησε ο δαιμονισμένος και διαπεραστικός θόρυβος, κατάλαβα ότι ο αγώνας τελείωσε και αφού αποτελείωσα ένα συγκριτικό άρθρο που διάβαζα για τα νέα μοντέλα, αποφάσισα να ανοίξω την τηλεόραση να δω ποιος κέρδισε και να ακούσω στο κανάλι 10 τα σχόλια των «ειδικών».

ΑΡΧΙΣΑ να παρακολουθώ το… πάνελ των σχολιαστών, πιστεύοντας, ότι κάποια στιγμή θα πάψουν να μιλούν για το κρίκετ, που δεν με ενδιαφέρει καθόλου (μα καθόλου) και θα ακούσω -επιτέλους- ποιος κέρδισε τον αγώνα.

Η ώρα περνούσε, αλλά παρ’ όλα αυτά, οι «ειδικοί» της Formula -μεταξύ των οποίων και πρώην οδηγοί των μονοθέσιων- μιλούσαν μόνο για το κρίκετ και μάλιστα με πρωτοφανές πάθος.

ΣΚΕΦΤΗΚΑ, ότι για να μιλούν οι «ειδικοί» μετά το τέλος ενός τέτοιου αγώνα για το κρίκετ, κάτι πολύ σοβαρό θα έχει γίνει που θα μου πέρασε απαρατήρητο.

ΑΡΧΙΣΑ, λοιπόν, να ακούω προσεκτικά τι έλεγαν, για να καταλάβω και τι διάβολο έγινε. Τα ερωτηματικά μου λύθηκαν όταν ενδιάμεσα στα σχόλια, ακολούθησαν και αποσπάσματα από την είδηση και το σχετιζόμενο οπτικό υλικό.

ΟΙ εικόνες από μόνες τους μιλούσαν ξεκάθαρα για τι ακριβώς είχε συμβεί στη Νότια Αφρική στον αγώνα κρίκετ των εθνικών ομάδων των δύο χωρών που προκάλεσε την… ηθική και πολιτιστική έκρηξη που ταρακούνησε τις αξίες και τους θεσμούς στην Αυστραλία και όχι μόνο.

ΜΙΑ… κοσμογονική έκρηξη, που όχι μόνο απειλεί με καταποντισμό την αξιοπρέπεια και την αθλητική υπερηφάνεια των Αυστραλών, αλλά και όλων των λατρών του κρίκετ ανά τον κόσμο.

ΤΟ τι έγινε στην Τούμπα και την Ελλάδα με την είσοδο του κουμπουροφόρου Σαββίδη στο γήπεδο, δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό που έγινε στην Αυστραλία με το… ξύσιμο της μπάλας του κρίκετ.

ΓΙΑ να καταλάβουν τι ακριβώς έγινε και όσοι έτυχε να μην γνωρίζουν τα…μυστικά του κρίκετ και να μην έχουν δει τη σχετική εικόνα που… συγκλόνισε όχι μόνο τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας αλλά και τον τελευταίο πολίτη που ζει μόνος στο outback, θα την περιγράψω με δικά μου λόγια:

ΕΔΕΙΧΝΕ έναν νέο παίκτη της εθνικής μας ομάδας, να κάνει μέσα στο γήπεδο και ενώπιον δεκάδων χιλιάδων Νοτιοαφρικανών φιλάθλων, 25 τηλεοπτικών καμερών και δεκάδων εκατομμυρίων τηλεθεατών, ό,τι έβλεπε μικρός να κάνουν και όλοι οι μεγάλοι παίκτες του κρίκετ…

ΝΑ προσθέσω εδώ, για όσους δεν γνωρίζουν την ιστορία του… ευγενικού και πολιτισμένου αυτού σπορ, ότι για πρώτη φορά άρχισε να παίζεται το 1550 από τους πάμπλουτους ευγενείς φεουδάρχες, οι οποίοι και το επινόησαν, μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουν για να σκοτώνουν το χρόνο τους.

ΣΕ αυτή τη «λεπτομέρεια» οφείλεται και η γενικότερη βαρεμάρα που προκαλεί σε όσους τυχαίνει να το παρακολουθούν, αγνοώντας την ιστορία του και τις αριστοκρατικές ρίζες των κανονισμών του.

ΑΡΓΟΤΕΡΑ, η βρετανική αριστοκρατία διέδωσε το κρίκετ πρώτα στις αποικίες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και αργότερα στην Αυστραλία, όταν η τελευταία αποικίστηκε από τους Βρετανούς στα τέλη του 18ου αιώνα.

ΣΥΜΦΩΝΑ, επίσης, με τη μυθολογία που ακολουθεί τη βρετανική υπεροψία, η κραταιά Βρετανική Αυτοκρατορία που εξουσίαζε για 300 χρόνια τον κόσμο, θα συνέχιζε να τον εξουσιάζει όσο θα υπάρχουν gentleman που συνεχίζουν να παίζουν κρίκετ…

Η Αυτοκρατορία, βέβαια, κατέρρευσε, αλλά οι αποικίες -συμπεριλαμβανομένης και της Αυστραλίας- κράτησαν ως αναμνηστικό τους το κρίκετ για να την θυμούνται με τακτικά μνημόσυνα σε στιλ αγώνα.

Η κατάρρευση άρχισε πριν 80 χρόνια και δεν χρειάστηκαν παρά καμιά εικοσαριά ακόμα μέχρι να επιστρέψει στο καβούκι της και οι αποικίες της -εκτός της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και του Καναδά- στους πραγματικούς ιδιοκτήτες τους.

ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, η μυθολογία του κρίκετ για την ευγένεια, την τιμιότητα και την τήρηση των κανόνων από τους gentleman που επιδίδονται σε αυτό, συνεχίστηκε σχεδόν για άλλη μία εικοσαετία, μέχρι που ο νόμος των «αγορών» άλλαξε τους κανόνες και αυτού του παιχνιδιού και το υποχρέωσε να ακολουθήσει τα ίχνη της… κονόμας.

ΤΩΡΑ πια, οι… gentlemen του κρίκετ, δεν παίζουν για να σκοτώνουν το χρόνο τους, αλλά για να κάνουν καριέρες -όπως, βέβαια, όλοι οι αθλητές στον κόσμο- και λίγες περισσότερες χούφτες εκατομμυρίων δολαρίων.

ΑΣ επανέλθω, όμως, για λίγο στη συγκεκριμένη τηλεοπτική εικόνα που σας υποσχέθηκα πιο πάνω: έδειχνε λοιπόν έναν νεαρό παίκτη της Αυστραλίας να βγάζει από τη δεξιά τσέπη του κάτι (ένα κομματάκι πλαστικής ταινίας) και να το κρύβει στην «φωλιά» των γενετικών του οργάνων!

ΝΑΙ, μη γελάτε. Αυτό έκανε ο τύπος και εξόργισε τον πρωθυπουργό μας, στέλνοντας στα Τάρταρα την αψεγάδιαστη αθλητική υπερηφάνεια του αυστραλιανού λαού, που πίνει νερό στην… πιστή εφαρμογή των κανόνων και την αγωνιστική εντιμότητα των αθλητών του.

ΓΙΑ τους ακριβώς αντίθετους λόγους έπεσα εγώ από τα σύννεφα και μου πήρε κάποιο χρόνο να κατανοήσω γιατί τραβούν μαζικά τα μαλλιά τους (για το… ξύσιμο της μπάλας), κάτι δηλαδή που διαχρονικά έκαναν λίγο πολύ όλοι οι… gentleman του κρίκετ.

ΚΑΤΑ τη γνώμη μου, η λαϊκή οργή θα ήταν δικαιολογημένη μόνο αν οι Αυστραλοί καταλάβαιναν και το έλεγαν έξω από τα δόντια, ότι οι παίκτες αυτοί δεν είχαν θέση στην εθνική ομάδα γιατί είναι πραγματικά βλάκες και, μάλιστα, με περικεφαλαία.

ΓΙΑΤΙ αυτό που έκαναν μόνο ηλίθιοι θα μπορούσαν να το κάνουν και, μάλιστα, μπροστά σε τόσο κόσμο, ενώ γνώριζαν ότι ο αγώνας κινηματογραφείται από 25 διαφορετικές κάμερες.

ΚΑΙ δυο φορές βλάκες γιατί παραδέχτηκαν λίγες ώρες αργότερα δημόσια -αντί να κρυφτούν και να σωπάσουν- ότι είχαν σχεδιάσει την εξαπάτηση της άλλης ομάδας, των διαιτητών και των καμερών όλοι μαζί πριν τον αγώνα!

ΤΟ γεγονός και μόνο ότι χωρίς να το συνειδητοποιήσουν προκάλεσαν τους πάντες να τους πιάσουν στα πράσα, φαίνεται δεν τους είχε περάσει από το μυαλό.

ΧΑΡΗ της υπεροψίας και της υποκρισίας τους, όμως, κατάφεραν να παραδεχθούν και να ξεπεράσουν και αυτή τη βλακεία.

ΤΩΡΑ θα μου πείτε, ποιος μπορεί να βγει και να τους πει δημόσια ότι δεν μπορούν να παίζουν στην εθνική ομάδα γιατί είναι βλάκες, τη στιγμή που η υποκρισία και ηλιθιότητα δεν είναι απαγορευμένες και ποινικά κολάσιμες…

ΓΙΑΤΙ, αν αληθεύει η εκτίμηση ότι πάνω από το 50% των ανθρώπων είναι βλάκες, ποιος μπορεί να πει κάτι τέτοιο, τη στιγμή μάλιστα που το ποσοστό των αθλητών μεταξύ των βλακών είναι πολύ υψηλότερο.

ΑΣΕ που από τον αθλητισμό ζει κόσμος και κοσμάκης και ο παγκόσμιος τζίρος από τις εκατοντάδες μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις στον πλανήτη ανέρχεται σε πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια.

ΚΑΡΙΕΡΕΣ και μάλιστα πολύ ακριβοπληρωμένες, έχουν στηθεί πάνω στον αθλητισμό και στα παράγωγα life style που τροφοδοτεί με πελάτες.

ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ μεγάλες και ευημερούσες επιχειρήσεις και οικονομικές αυτοκρατορίες στηρίζονται πάνω σε βλάκες πελάτες.

ΠΩΣ να γυρίσεις τις πλάτες σε όλους αυτούς; Γίνεται; Αμ, δεν γίνεται…

ΤΟ μόνο που γίνεται είναι ό,τι ήδη έγινε: θα φωνάξουν όλοι για λίγο καιρό -συμπεριλαμβανόμενου και του πρωθυπουργού- θα κλάψουμε όλοι μαζί χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα για τη χαμένη μας αξιοπρέπεια και ύστερα θα συνεχίσουμε να χειροκροτούμε τους αθλητές μας που… δοξάζουν τη χώρα.

ΚΑΙ κάπως έτσι η ζωή και οι «αγορές» θα συνεχίσουν το δρόμο τους και η βλακεία τον δικό της…

Μπ. Στ.