Το να βλέπεις να γεννιέται ένα μικρό πανέμορφο και καλόφτιαχτο αρχαίο ελληνικό πλοίο από μια αγκαλιά ξύλα κι ένα κομμάτι πανί, δεν είναι μόνο τέχνη: είναι κι επιστήμη. Και ποιος κατέχει αυτή την πανάρχαια δυσαπόκτητη επιστήμη; Ένας δικός μας ευπαίδευτος και ευπροαίρετος συμπάροικος, που ακούει στο όνομα Διονύσης Παρασκευάτος.

Αλλά ο Παρασκευάτος δεν είναι μόνο ένας αθόρυβος «κατά τέχνην και κατά ημετέραν επιστήμην» ναυπηγός: είναι και «κατά φύσιν». Από μικρός είχε έφεση στα «πελάγια οχήματα». Άνηβος ακόμη, 12 ετών, ακούει τη δασκάλα του να περιγράφει την περιβόητη ναυμαχία της Σαλαμίνας και ξαφνικά η μυαλοθήκη του αρπάζει φωτιά! Στα μηνίγγια του χτυπά σφυριές ο αισχύλειος παιάνας: «Ω παίδες Ελλήνων ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων. Νυν υπέρ πάντων αγών»!

Ο μικρός μαθητής απορεί: «Πώς γίνεται σε μια στενή λωρίδα θάλασσας μια χούφτα Έλληνες να κατατροπώνουν έναν ολόκληρο περσικό στόλο;». Η απορία του ήταν η σπίθα που αργότερα θα γιγαντωθεί σ’έναν διάπυρο πόθο να ερευνά σε βάθος την αρχαιοελληνική γραμματεία και να αντλεί από αυτή γνώσεις γύρω από τη ναυπηγική τέχνη, την ορολογία της και άλλα συναφή. Δεν υπάρχει εξάρτημα αρχαίου ελληνικού σκάφους, που να μην γνωρίζει την αρχαία τεχνική του ονομασία (terminus technicus). Πάλεψε πάνω από μισό αιώνα –και ακόμα παλεύει– για να ολοκληρώσει τον γνήσιο ερασιτεχνισμό του, τον έρωτά του για την αρχαία νεωποιία. Κύριοι διδάσκαλοί του: Θουκυδίδης και Αρριανός.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ

Έφηβος πια, σπουδάζει μηχανικός σε τεχνική σχολή. Μια επίσκεψή του σε πολεμικό πλοίο τού δίνει την ευκαιρία να βαθύνει τις γνώσεις του γύρω από τις τακτικές ναυμαχιών, και ιδιαίτερα αυτή της Σαλαμίνας. Ως επαγγελματίας μηχανικός, θα υπηρετήσει τρία χρόνια στο πολεμικό ναυτικό και πέντε στο εμπορικό.

Μικρός ακόμη στο δημοτικό, κατασκευάζει ένα μονόξυλο σκαφίδιο από μονοκόμματη φλούδα πεύκου! Το 1977 (στην Αυστραλία τώρα) φτιάχνει ένα ιστορικής σημασίας σουηδικό πολεμικό σκάφος. Την πρώτη διήρη (αρχαίο πλοίο με δύο σειρές κουπιών στην κάθε πλευρά), που συναρμολογεί από προκατασκευασμένα κομμάτια (kit), δεν τον ικανοποιεί. Αποφασίζει να φτιάχνει τα πάντα μόνος του, με αυστηρό οδηγό τις αρχαίες ελληνικές προδιαγραφές και περιγραφές.

Τη διήρη ακολουθούν τρεις τριήρεις (με τρεις σειρές κουπιών στην κάθε πλευρά). Στο μεταξύ, κατασκευάζει και άλλα ιστορικά σκάφη, εμπορικά και πολεμικά, ύστερης εποχής. Βλέποντας κανείς αυτά τα πλοία, μένει άφωνος από τη λεπτομέρεια και thn υψηλή κατασκευαστική ακρίβεια.

Η ΕΚΑΤΟΝΤΟΡΟΣ

Και φτάνουμε στο πλέον πρόσφατο ναυπηγικό του «ποίημα»: στην αρχαία εκατόντορο (με τα 100 κουπιά). Από ιστορικής πλευράς, το σκάφος αυτό εμφανίζεται για πρώτη φορά στις Ερυθρές της Μ. Ασίας κι έρχεται να υπερκεράσει τα προηγούμενα σκάφη: την εικόσορο (20 κουπιά), την τριακόντορο (30 κουπιά) και την πεντηκόντορο (50 κουπιά). Η εκατόντορος είχε τις ίδιες περίπου διαστάσεις με την αθηναϊκή τριήρη (36 μ. έως 44 μ. μήκος και 4,80 μ. έως 5,70 μ. πλάτος). Χρησιμοποιήθηκε (μαζί με την πεντηκόντορο) στον Τρωικό Πόλεμο και, ως ταχύπλοο σκάφος, καταδίωκε τα φοινικικά πειρατικά πλοία.

Παρενθετικά ας λεχθεί ότι η τριήρης είχε 170 κουπιά (85 στην κάθε πλευρά, σε τρεiς παράλληλες σειρές) και ο εμπνευστής της ήταν ο Κορίνθιος Αμεινοκλής. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, μεταφέροντας πληροφορίες από τον Θουκυδίδη, λέει: «ο δε δη ναυπηγός ο Κορίνθιος Αμεινοκλής ο κατασκευάσας Σαμίοις πρώτος τέτταρας τριήρεις».

ΜΕΓΑ ΧΑΡΜΑ

Είχα την τιμή και χαρά να επισκεφτώ το σπίτι του Παρασκευάτου και να δω το νέο του επίτευγμα – την εκατόντορο. Μέγα χάρμα οφθαλμών! Μια τέλεια «ευγαμία» (καλοπάντρεμα) μικρών και μεγάλων παντοειδών εξαρτημάτων, που φτάνουν τις 2.500 έως 3.000 κομμάτια! Θα πάρει έξι μήνες για να βρει το καθένα τη θέση του.

Αγαπητοί φιλάρχαιοι, «ναυπηγός εγώ ουκ ειμί», αλλά γνωρίζω τη διαφορά ανάμεσα στην απλή συναρμογή και στην πραγματική ποίηση. Ο Παρασκευάτος δεν είναι ένας στείρος συναρμολογητής έτοιμων εξαρτημάτων: είναι κυριολεκτικά ποιητής. Μόνος του θα ξύσει και θα κυρτώσει τη σανίδα, θα φτιάξει έναν-έναν τους ερέτες (κωπηλάτες) και θα τους καθίσει στα «εδώλια», έτοιμοι να τραβήξουν κουπί. Θα φτιάξει το θρόνο του κυβερνήτη και θα αρμόσει τους αυλούς στο στόμα του «τριηραύλη», που μαζί με τον κελευστή δίνει τον κωπηλατικό ρυθμό στους ερέτες. Θα στήσει πάνω στο μικρό κατάστρωμα της πλώρης τον «πρωρέα» για να σηματοδοτεί στον «οιακιστή» (πηδαλιούχο), που κάθεται στο κατάστρωμα της πρύμνης, την ασφαλή πορεία του σκάφους.

Βλέποντας όλον αυτόν τον θαυμαστό μικρόκοσμο των σκαφών, που η προγονική δαιμόνια ναυπηγική τέχνη του Παρασκευάτου έχει δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια, διερωτήθηκα: Άραγε, με ποιον τρόπο θα μπορούσε η τέχνη αυτή να ελκύσει το ενδιαφέρον περισσότερων επισκεπτών που να αναγνωρίζουν την αξία της; Ένας καθηγητής Κλασσικών Σπουδών ασφαλώς θα ήθελε να δείξει στους φοιτητές του μια μικρογραφική πιστή αντιγραφή αθηναϊκής τριήρους. Αλλά το σπίτι του Παρασκευάτου δεν είναι δημόσιο μουσείο: είναι ιδιωτική κατοικία.

Δεν γνωρίζω τα ενδόμυχα μελλοντικά σχέδια του αγαπητού μας συμπάροικου, ως προς την ευρύτερη έκθεση αυτών των αριστουργημάτων, αλλά με θλίβει ο εγκλωβισμός τους σ’ ένα δωμάτιο ενός ιδιωτικού σπιτιού. Θεωρώ πως, τελικά, αυτά τα περίτεχνα καλλιτεχνήματα πρέπει να στεγαστούν σε κάποιον δημόσιο εκθεσιακό χώρο.